Subscribe Us

Header Ads
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιωάννης Παρίσης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιωάννης Παρίσης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή


Με αφορμή το ζήτημα που προέκυψε εξαιτίας της ανακήρυξης του Γερμανού συγγρα-φέα Χάινς Ρίχτερ σε επίτιμο διδάκτορα του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης του Πα-νεπιστημίου Κρήτης, η Ακαδημία Στρατηγικών Αναλύσεων (ΑΣΑ) απέστειλε προς τον Πρύτανη κ. Ευριπίδη Στεφάνου την επιστολή που ακολουθεί. Η επιστολή έχει επίσης κοινοποιηθεί στα μέλη της Συγκλήτου καθώς και στην Πρόεδρο κυρία Μαυρομούστακου και Καθηγητές του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης.

Αξιότιμε Κύριε Πρύτανη,

Με έκπληξη πληροφορηθήκαμε από τον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο την α-πόφαση του Πανεπιστημίου Κρήτης να ανακηρύξει επίτιμο Διδάκτορα του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης, τον Γερμανό ιστορικό συγγραφέα Heinz Richter, απόφαση που ήδη υλοποιήθηκε.



Η έκπληξη οφείλεται στο γεγονός ότι ο εν λόγω συγγραφέας, στο βιβλίο του “Operation Merkur: Die Eroberung der Insel Kreta im Mai 1941” προβαίνει σε χαρακτηρισμούς και εκτιμήσεις σχετικά με την Μάχη της Κρήτης οι οποίες προσβάλλουν τόσο την διεθνώς αναγνωρισμένη ιστορική πραγματικότητα, όσο και το εθνικό αίσθημα όχι μόνο των Κρητών αλλά κάθε Έλληνα.

Συγκεκριμένα, ο Heinz Richter:
• Χαρακτηρίζει την εισβολή των Γερμανών αλεξιπτωτιστών στην Κρήτη ως «ιπποτική και δίκαιη» (άραγε εις αντίτιμο τίνος πράγματος κρίνεται το «δίκαιο»;).
• Υποβαθμίζει τη σημασία του Κρητικού αγώνα στην έκβαση του Πολέμου στη Ρωσία.
• Το χειρότερο, επιδιώκει να δικαιολογήσει τα εγκλήματα των γερμανικών δυνάμεων κατοχής στην Κρήτη τα οποία θεωρεί ότι «ήταν ένα μέσον για να αποφευχθούν χειρότερα αντίποινα» (!!!) ενώ προ διετίας, επίσης στην Κρήτη, είχε αναφερθεί στις «βαναυσότητες των Κρητών κατά των Γερμανών» ( ! )


Ο επίτιμος Αρχηγός του ΓΕΕΘΑ Στρατηγός Μανούσος Παραγιουδάκης έχει ήδη παρέμβει με επιστολή του προς εσάς αλλά και δημοσίως, χωρίς ωστόσο (καθόσον γνωρίζουμε) να λάβει απάντηση. Διαμαρτυρίες έντονες δεχθήκατε και από το σύνολο της κρητικής κοινωνίας και όχι μόνον. Παρά ταύτα προγραμματίσατε την σχετική τελετή ανακήρυξης πλην ανεπιτυχώς, εξαιτίας της συνολικής αντίδρασης της κοινωνίας της Κρήτης.

Τα ιστορικά δεδομένα είναι επίπονη και μακρόχρονη διαδικασία που συμβαίνει σε πολλά επίπεδα ταυτόχρονα. Η κοινωνία και οι άνθρωποι με τους οποίους συνδέεται ένα ιστορικό γεγονός, συμμετέχουν στη διαδικασία σύνθεσης της ιστορικής αλήθειας και αποτελούν το ζωντανό της υπόβαθρο. Όταν αγνοείται ο ανθρώπινος παράγοντας η όποια ιστορική άποψη, από όπου και αν εκφέρεται, δεν ανταποκρίνεται στην καταγεγραμμένη στη συλλογική συνείδηση αλήθεια αλλά εξυπηρετεί μία αληθοφανή λογική που δεν είναι ικανή από μόνη της να διαστρέψει το καταγεγραμμένο στη συλλογική συνείδηση των ανθρώπων ιστορικό γεγονός.

Βεβαίως αν αυτό γίνεται από αγαθή πρόθεση του καταγράφοντος ιστορικού ή με σκοπό διαστρέβλωσης είναι ζήτημα που εξετάζεται αλλού. Όμως η επιβράβευση του καταγράφοντας και μάλιστα από Ακαδημαϊκό φορέα μιας χώρας που υπέστη σοβαρές απώλειες σε έμψυχο και άψυχο υλικό, ως συνέπεια του γεγονότος, αφορά κάθε μέλος της ευρύτερης κοινότητας την οποία η στρέβλωση αυτή θίγει, είτε σε εθνικό είτε σε διεθνές επίπεδο.

Εν προκειμένω η πτώση ένοπλων αλεξιπτωτιστών του Γερμανικού Στρατού στην Κρήτη τον Μάιο του 1941 δεν μπορεί να καταγραφεί με οποιαδήποτε άλλο εξωραϊστικό των αληθινών προθέσεων του εισβολέα τρόπο, παρά μόνο ως εχθρική επίθεση εναντίον της Ελλάδος από οργανωμένες στρατιωτικά δυνάμεις του τότε Γερμανικού Στρατού, και με προφανή σκοπό την εισβολή στον εθνικό χώρο της Ελλάδος.

Η πρόθεση αυτή του εισβολέα είναι πανθομολογούμενη στα ιστορικά τεκμήρια της εποχής, συνιστώντας ωμή παραβίαση των θεμελιωδών Αρχών του Διεθνούς Δικαίου της πολιτισμένης Ανθρωπότητας. Συνεπεία της παραβίασης των Αρχών αυτών από τη Ναζιστική Γερμανία σε βάρος της Ελλάδος, ο Ελληνικός πληθυσμός πλήρωσε βαρύτατο τίμημα αίματος και απώλεσε σε εκτεταμένο βαθμό υποδομές που ήταν αναγκαίες για την επιβίωσή του, ενώ απώλεσε την εθνική του κυριαρχία.

Θα υποστηριχθεί ίσως ότι κάθε επιστήμονας είναι ελεύθερος να διατυπώνει επιστημονικές εκτιμήσεις και συμπεράσματα εφόσον αυτά προέρχονται από ανάλογη έρευνα. Πράγματι έτσι είναι. Κανείς δεν υποστηρίζει ούτε την παρεμπόδιση της επιστημονικής έρευνας, ούτε – πολύ περισσότερο, φυσικά – την… απαγόρευση συγγραμμάτων!!! Εν προκειμένω όμως δεν κρίνεται το έργο του συγγραφέα, αλλά η απόφαση του Πανεπιστημίου Κρήτης να του απονεμηθεί επί τιμή ο ανώτερος πα-νεπιστημιακός τίτλος.

Είναι άλλο πράγμα το να διαβάζουμε ένα σύγγραμμα, ή ακόμη και να ακούμε τις απόψεις του ερευνητή ή και να συζητάμε μαζί του, εκθέτοντας τις απόψεις μας και άλλο πράγμα να τον τιμούμε. Το τελευταίο σημαίνει ότι αποδεχόμαστε τις απόψεις του ή ακόμα χειρότερα, ότι τον επιβραβεύουμε για την «προσφορά» του (!!!)

Αντιλαμβάνεστε προφανώς ότι η πράξη αυτή του Πανεπιστημίου Κρήτης συνιστά κατ’ ελάχιστον έλλειψη στοιχειώδους ευπρέπειας προς την κοινωνία της Κρήτης, η οποία δικαίως νοιώθει υπερηφάνεια για τους αγώνες των προγόνων της αλλά και βαθύ πόνο για τα ειδεχθή εγκλήματα που διέπραξαν στη νήσο τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής. Πώς μπορεί να ανεχθεί την πρόκληση και προσβολή εκ μέ-ρους σας;

Και κάτι ακόμα. Αν η τιμή προς κάποιο πρόσωπο προέρχεται από έναν ιδιωτικό φορέα ίσως να μην έχει και μεγάλη σημασία. Όταν όμως προέρχεται από δημόσιο κρατικό φορέα και μάλιστα ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, αντιλαμβάνεστε ότι η σημασία του –ακόμα και σημειολογικά- είναι τεράστια. Πώς θα βλέπατε άραγε έναν τίτλο σε γερμανικό έντυπο: «Οι Κρητικοί αποδέχονται ως δίκαια και ιπποτική την απόβαση των γερμανικών δυνάμεων το 1941», χρησιμοποιώντας ως επιχείρημα ότι «το Πανεπιστήμιο Κρήτης αποδέχθηκε τις απόψεις αυτές τιμώντας τον Γερμανό ιστορικό συγγραφέα Χάϊνς Ρίχτερ»;

Εκείνο όμως που μας εξέπληξε περισσότερο ήταν η συνέχεια. Η επιμονή σας να υλοποιήσετε την απόφασή σας παρά τις αντιδράσεις. Το πράξατε την επομένη, κατά κάποιο τρόπο «εν κρυπτώ», στις υπό κατάληψη εγκαταστάσεις της Πανεπιστημιούπολης Γάλλου, στο Ρέθυμνο. Ευλόγως αναρωτιέται κανείς, ποιες σκοπιμότητες εξυπηρετεί η επιμονή σας αυτή. Πρόκειται για ενέργεια εξαιρετικά προκλητική, μετά τα όσα προηγήθηκαν, η οποία προσβάλει το εθνικό συναίσθημα, καταρχήν των κατοίκων της νήσου που φιλοξενεί το Πανεπιστήμιό σας, ενέργεια που το αποκό-πτει από την τοπική κοινωνία!

Η σημερινή πραγματικότητα που οικοδομείται στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ανοίγει διάπλατο τον ορίζοντα υπέρβασης των γεγονότων της εποχής εκείνης που πλήγωσαν βαθιά την Ευρώπη και την Ανθρωπότητα. Σκοπός της υπέρβασης είναι η συμφιλίωση μεταξύ όλων των ευρωπαϊκών εθνών. Όμως αυτή η συμφιλίωση για να είναι ουσιαστική και σταθερή, θα πρέπει να οικοδομείται επάνω στην ιστορική αλήθεια και μόνον. Τόσο με την αναγνώριση και μνήμη όσων εγκλημάτων διαπράχθηκαν στο παρελθόν σε βάρος των εθνών και των πληθυσμών της Ανθρωπότητας, όσο και με την ειλικρινή και έμπρακτη μεταμέλεια όσων σχετίζονται με τη διάπραξη εκείνων των εγκλημάτων, και χάριν της μνήμης όσων ανθρώ-πων χάθηκαν εξαιτίας της διάπραξης τους, οι οποίοι ανέρχονται σε εκατομμύρια ζωές. Οι απόγονοι των θυμάτων εκείνων αποτελούν τον σημερινό ευρωπαϊκό πληθυσμό. Μεταξύ αυτού του πληθυσμού βρίσκονται στην πρώτη γραμμή οι Έλληνες, εν προκειμένω οι Κρήτες, οι πρόγονοι των οποίων πλήρωσαν αναλογικά το βαρύ-τερο ίσως κόστος.

Για τους λόγους που εκτέθηκαν παραπάνω σας καλούμε να ανακαλέσετε την απόφασή σας, κατανοώντας ότι αυτή αποτελεί πρόκληση και προσβάλλει το κοινό εθνικό αίσθημα.

Με τιμή
Για το Δ.Σ. της Ακαδημίας Στρατηγικών Αναλύσεων Δρ Ιωάννης Παρίσης
Υποστράτηγος ε.α.
Διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης Πανεπιστημίου ΚρήτηςΠρόεδρος Δ.Σ. της Ακαδημίας Στρατηγικών Αναλύσεων

http://dia-kosmos.blogspot.gr/

Δευτέρα

Νόμισμα ΑΦΓΑΝΙΣΤΑΝ



Χαρτονόμισμα του Αφγανιστάν, του 1939, με την παράσταση του νομίσματος του Βασιλιά Ευκρατίδη, στο κέντρο του κύκλου.

Πρόκειται για αποτύπωση της μιας πλευράς νομίσματος της ελληνιστικής εποχής, που έκοψε ο Ευκρατίδης, βασιλιάς της Βακτρίας και της Ινδίας. Υπάρχει ωστόσο ένα ορθογραφικό λάθος στο αφγανικό χαρτονόμισμα: το «Δ» στο όνομα «Ευκρατιδου» έγινε «Λ». Είναι προφανές ότι οι Αφγανοί, θέλησαν να αποτυπώσουν στο χαρτονόμισμά τους ένα αρχαίο νόμισμα της περιοχής αυτής, που ανήκει σε μια περίοδο της ιστορίας τους που σίγουρα τη θεωρούν ένδοξη, χωρίς ενδεχομένως οι περισσότεροι να καταλαβαίνουν περί τίνος πρόκειται, τι παριστά και πολύ περισσότερο τι αναγράφει.


Αργυρό τετράδραχμο της ελληνιστικής περιόδου με την κεφαλή του Βασιλιά της Βακτριανής Ευκρατίδη Α’ (171-145 π.Χ.). Στην πίσω όψη παριστάνονται οι Διόσκουροι, κρατώντας κλάδους φοίνικα στο αριστερό χέρι και δόρυ στο δεξί. Περιμετρικά υπάρχει η επιγραφή: ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΜΕΓΑΛΟΥ ΕΥΚΡΑΤΙΔΟΥ. Διάμετρος 32 χιλ., βάρος 15,9 γρ.

Ο Ευκρατίδης, ήταν ελληνικής καταγωγής βασιλιάς της Βακτρίας, τον θρόνο της οποίας κατέλαβε με επαναστατικό τρόπο, στραφείς κατά του βασιλιά της βόρειας Βακτρίας Δημητρίου Α’ που απουσίαζε σε εκστρατεία. Ο Ευκρατίδης μετά από νέες κατακτήσεις, κατέλαβε σχεδόν ολόκληρη τη νότια Βακτρία και δημιούργησε ένα τεράστιο κράτος. Κατέχοντας τις πιο εύφορες περιοχές της κεντρικής Ασίας και ελέγχοντας τον εμπορικό δρόμο που συνέδεε την ανατολική Ασία με τη Μεσόγειο, ο Ευκρατίδης αναδείχθηκε στον ισχυρότερο μονάρχη της κεντρικής Ασίας. Ίδρυσε, όπως αναφέρει ο Στράβων, νέα πρωτεύουσα, την Ευκρατίδεια.

Νομίσματα της ελληνιστικής περιόδου στην περιοχή έχουν βρεθεί πολλά, με το ονόματα διαφόρων βασιλέων (Στράβων, Μαίνανδρος, Αγαθοκλής, Δημήτριος, κ.ά.). Υπήρχαν επίσης και νομίσματα αυτής της περιόδου που είχαν από τη μία όψη ελληνική γραφή και από την άλλη κάποια τοπική (ινδική ή άλλη).



Από αυτό ορμώμενος ο Κ. Καβάφης έγραψε:

Νομίσματα με ινδικές επιγραφές.
Είναι κραταιοτάτων μοναρχών,
του ‘Εβονκρατιντάζα, του Στρατάγα,
του Μεναντράζα, του Έραμαϊάζα.

Έτσι μας αποδίδει το σοφό βιβλίον,
την ινδική γραφή της μιας μεριάς των νομισμάτων.

Μα το βιβλίο μάς δείχνει και την άλλην
πού είναι κιόλας κ’ ή καλή μεριά
με την μορφή τον βασιλέως.

Κ’ εδώ πώς σταματά ευθύς,
πώς συγκινείται ο Γραικός ελληνικά διαβάζοντας,
Έρμαίος, Εύκρατίδης, Στράτων, Μένανδρος.

Όλα όσα γνωρίζουμε για αυτά που άφησε ο Αλέξανδρος και οι Έλληνες γενικώς, στις περιοχές και τους λαούς που κατέκτησαν (γλώσσα, πολιτισμό, ήθη και έθιμα, κοκ.) οδηγούν αυθόρμητα σε κάποιες συγκρίσεις με άλλους κατακτητές, που κάποιοι εκπρόσωποί τους, με περισσό θράσος και αμνησία θα έλεγα, προσπαθούν να βρουν αρνητικά σημεία για να διαβάλουν ιστορικές μορφές του Ελληνισμού. Ας θυμηθούμε τις σφαγές και τα εγκλήματα των Ισπανών κατακτητών της Νότιας και Κεντρικής Αμερικής και μάλιστα υπό το βλέμμα και τις ευλογίες της Καθολικής Εκκλησίας. Ας θυμηθούμε τη μοίρα (διάβαζε γενοκτονία) των Ινδιάνων των Ηνωμένων Πολιτειών, των οποίων οι εκπρόσωποι συχνά ενοχλούνται από τον Αλέξανδρο. Ας παρατηρήσουμε τι «πολιτισμό» άφησαν στις πρώην αποικίες τους οι «πολιτισμένες» χώρες της Ευρώπης: «διαίρει και βασίλευε», για να τις ελέγχουν και να τις απομυζούν εσαεί, μέσα από την αναρχία, τη διαφθορά και τις εμφύλιες συγκρούσεις.

Αλλά αν δούμε τι συμβαίνει και σήμερα, θα παρατηρήσουμε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες ξεκίνησαν και συνεχίζουν ένα πόλεμο στις ίδιες περιοχές που κάποτε είχε εκστρατεύσει ο Αλέξανδρος. Εκείνος πέτυχε να γίνει αγαπητός από όλους τους λαούς που κατέκτησε, ώστε ακόμη και σήμερα, να μιλούν γι’ αυτόν. Οι σημερινοί κατακτητές δεν πέτυχαν ούτε σ’ αυτό, παρά τα μέσα ψυχολογικού πολέμου και επηρεασμού της γνώμης που διαθέτουν. Ο Fuller στο βιβλίο του The Generalship of Alexander the Great (1957), γράφει σχετικά: «Ενώ ο σκοπός της στρατηγικής του ήταν να κερδίζει μεγάλες μάχες, ο σκοπός της πολιτικής του ήταν να ειρηνεύει και να μην εξοργίζει τον εχθρό του, ώστε να περιορίζει τον αριθμό των μαχών που έπρεπε να δώσει. Η ήττα του περσικού στρατού ήταν ο στρατηγικός του στόχος, ενώ το να πάρει τους λαούς με το μέρος του ήταν ο πολιτικός του στόχος. Ο πρώτος ήταν το μέσο για να επιτευχθεί ο δεύτερος.»

Γι’ αυτό μέχρι σήμερα τον τιμούν αυτοί τους οποίους κατέκτησε!

https://parisis.wordpress.com

Δρ. Ιωάν. Παρίσης


Το ελληνιστικό Βασίλειο της Βακτριανής

Δημοσιεύω παρακάτω ένα πολύ ενδιαφέρον κείμενο του πολυγραφότατου αγαπητού φίλου Δημήτρη Ε. Ευαγγελίδη, από το βιβλίο του “Λεξικό των Λαών του αρχαίου κόσμου” ΚΥΡΟΜΑΝΟΣ -Θεσσαλονίκη 2006, σελ. 940. (Δρ. Ι. Παρίσης).

Βάκτριοι ή Βακτριανοί (Bactrians):

Οι ιρανικής καταγωγής (βλ. λήμμα Ιρανοί) κάτοικοι της Βακτρίας ή Βακτριανής (αρχ. περσ. Bakhtrish, Λατιν. Bactria, Κινεζ. Ta-Hsia), της εξαιρετικά εύφορης και πολυπληθούς στην αρχαιότητα περιοχής της Κεντρικής Ασίας, βορείως της οροσειράς του Ινδοκούχου (Hindokush)*, που την διέσχιζε ο ποταμός Ώξος, (σημερ. Amu-Darya, ένας από τους μεγαλύτερους και σημαντικότερους ποταμούς της κεντρικής Ασίας).__________________________

(*) Ο εντυπωσιακός, αλλά και εξαιρετικά δυσπρόσιτος ορεινός όγκος του Ινδοκούχου, προκαλούσε ανέκαθεν το δέος όσων τον αντίκριζαν. Οι δυσκολίες και τα εμπόδια της διάβασής του αντικατοπτρίζονται πλήρως στην ονομασία του, με την οποία αναφέρεται στην Αβέστα (Avesta), το ιερό βιβλίο των αρχαίων Ιρανικών λαών (βλ. λήμμα Ιρανοί): Pairi Uparisaena, «υψηλότερο του (πετάγματος του) αετού. Από την παραφθορά αυτής της ονομασίας προέκυψε η ονομασία Παροπάμισος, που αναφέρεται στις αρχαιοελληνικές πηγές (βλ. Richard N. Frye, 1996 – σελ. 21), παράλληλα με την ονομασία (Ινδικός) Καύκασος (Αρριανός, Γ΄ 28. 8).



Στην πλούσια και πολυάνθρωπη αυτήν χώρα, πιθανότατα παρέμεινε και δίδαξε για μεγάλο χρονικό διάστημα ο ιδρυτής της θρησκείας του Ζωροαστρισμού, ο Ζαρατούστρα (Zarathustra) ή Ζωροάστρης (βλ. Richard N. Frye: The Heritage of Central Asia, 1996 – σελ. 68).

Οι αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς διέσωσαν αρκετές πληροφορίες για την σπουδαία αυτήν περιοχή, αλλά αξιόπιστες και σημαντικές θεωρούνται κυρίως οι αναφορές του Αρριανού (Ανάβασις Γ΄ 29 και Δ΄ 7) και του Στράβωνος (ΙΑ΄VIII. 9 και ΧΙ. 1-5).

Ο Ηρόδοτος μνημονεύει σε αρκετές περιπτώσεις την Βακτρία και τους κατοίκους της (Α΄ 153, Γ΄ 92, Δ΄ 204, Ζ΄ 64-66, Η΄113 και Θ΄113), αλλά χωρίς να προσφέρει αξιόλογα ή ουσιαστικά στοιχεία για την χώρα. Αντίθετα, ενδιαφέρουσες θεωρούνται οι πληροφορίες του Στράβωνος, για την ίδια την χώρα, την πρωτεύουσά της Βάκτρα – Ζαριάσπα (Ζαρίασπαστον Στέφανο Βυζάντιο) και τα βάρβαρα έθιμά τους, που κατήργησε ο Μέγας Αλέξανδρος όταν κατέλαβε την περιοχή, όπως τονίζει ο Στράβων (ΙΑ΄ ΧΙ. 3).

Χρήσιμη ίσως στο σημείο αυτό είναι η διευκρίνιση ότι το όνομα Ζαρίασπα αναφερόταν ειδικότερα στην ακρόπολη, ενώ το όνομα Βάκτρα (που το πήρε από τον γειτονικό ομώνυμο ποταμό) προσδιόριζε ολόκληρη την πόλη, η οποία στην εποχή των Αχαιμενιδών ήταν όχι μόνο πρωτεύουσα της Βακτρίας, αλλά και ολόκληρης της Ανατολής, δηλ. του ανατολικού τμήματος της περσικής αυτοκρατορίας (η ακμαία μεσαιωνική πόλη Μπαλχ –Balkh, κοντά στην σημερινή πόλη του βόρειου Αφγανιστάν Μαζάρ-ι-Σαρίφ, Mazar-i-Sharif).

Θα πρέπει επίσης να διευκρινίσουμε ότι τα όρια της χώρας δεν ήσαν σταθερά και αυστηρά καθορισμένα, αλλά κατά περιόδους επεκτείνονταν και σε γειτονικές περιοχές, ενώ σε άλλες εποχές περιορίζονταν. Ο Στράβων για παράδειγμα υποστήριζε (ΙΑ΄ ΧΙ. 2) ότι ο Ώξος αποτελούσε το σύνορο της Βακτρίας από την βορειοανατολικότερη επαρχία της Περσικής αυτοκρατορίας, την Σογδιανή και ότι ο βορειότερα ευρισκόμενος Ιαξάρτης (σημερ. Syr-Darya), χώριζε τους Σογδιανούς από τους νομάδες (Σάκες). Φαίνεται όμως ότι τον βασικό πυρήνα της χώρας προσδιόριζαν τα γεωγραφικά όρια που αναφέραμε στην αρχή του λήμματος, αν και θα πρέπει να σημειώσουμε ότι σε όλη την διάρκεια της Δυναστείας των Αχαιμενιδών, η γειτονική επαρχία της Μαργιανής (η περιοχή της σημαντικής όασης Μερβ-Merv, σημερ. Mary, μεταξύ Κασπίας και Ώξου), ανήκε διοικητικά στην Βακτρία, από την εποχή της κατάκτησής της από τον Κύρο τον Μέγα (βλ. C.A.H. Vol. IV σελ. 171).

Οι Βακτριανοί είχαν δική τους γλώσσα, η οποία ανήκε στην ανατολική ομάδα των Ιρανικών γλωσσών. Είναι ελάχιστα γνωστή και μόνον στην μορφή που είχε στην διάρκεια του λεγομένου Μέσου σταδίου των Ιρανικών γλωσσών. Αυτό το στάδιο για την Βακτριανή γλώσσα προσδιορίζεται μεταξύ 300 π.Χ. και 400 μ.Χ.

Τα ψήγματα γνώσεων που διαθέτουμε για την Μέση Βακτριανή, προέρχονται σχεδόν αποκλειστικά από μία και μοναδική επιγραφή, η οποία ανακαλύφθηκε στο σημερινό βόρειο Αφγανιστάν. Αποτελείται από 25 σειρές, γραμμένες στο ελληνικό αλφάβητο και χρονολογείται από τον 2ο αιώνα π.Χ. όταν η περιοχή αποτελούσε τμήμα της περίφημης αυτοκρατορίας των Κουσάν (Kushan, Kusana).

Η Βακτριανή γλώσσα εξαφανίσθηκε σε σύντομο σχετικά διάστημα, μετά την κατάκτηση της χώρας από τους Σασσανίδες αυτοκράτορες της Περσίας, γύρω στα τέλη του 3ου αιώνα μ.Χ. Η Μέση Περσική θα διαδοθεί στην Βακτρία και θα εκτοπίσει βαθμιαία την Βακτριανή γλώσσα, γεγονός που θα οριστικοποιηθεί μετά την κατάκτηση της περιοχής από τους Άραβες τον 7ο αιώνα μ.Χ. (βλ. Frye, RichardN. 1996 – σελ. 147-149).

Ο πρώτος ξένος κατακτητής της Βακτρίας ήταν ο ιδρυτής και δημιουργός της αχανούς Περσικής αυτοκρατορίας, ο Κύρος ΙΙ (550-530/529 π.Χ.), ο οποίος είναι γνωστός και ως Κύρος ο Μέγας. Ο Κύρος ΙΙ θα κατακτήσει τις γύρω περιοχές, αλλά θα χάσει την ζωή του σε μια μάχη εναντίον των Μασσαγετών, ενός ανυπότακτου και πολεμοχαρούς φύλου που απειλούσε τα βορειοανατολικά σύνορα της Περσικής αυτοκρατορίας.

Στην διάρκεια της βασιλείας του διαδόχου του Κύρου, Καμβύση ΙΙ (529-522 π.Χ.), γνωρίζουμε ότι κυβερνήτης της Βακτρίας (σατράπης, αρχ. περσ. khshathrapavan = προστάτης του βασιλείου) ήταν ο Ντανταρσσί (βλ. Olmstead, 1948 σελ. 192). Ο Ντανταρσσί (Dadarshish) μαζί με τον Βιβάνα (Vivana) της Αραχωσίας, ήσαν οι μοναδικοί σατράπες που θα στηρίξουν τον επόμενο αυτοκράτορα, τον γνωστό από την εκστρατεία του εναντίον της Ελλάδος «Μέγα Βασιλέα» Δαρείο Ι (522-486 π.Χ.), στην διάρκεια της γενικευμένης εξέγερσης των υποτελών λαών που σημειώθηκε όταν ο Δαρείος Ι κατέλαβε τον θρόνο των Αχαιμενιδών.

Δεν γνωρίζουμε πότε ακριβώς ορίσθηκε σατράπης της Βακτρίας ο Υστάσπης (Vishtashpa), ο άλλος γιος του Δαρείου και αδελφός του νέου αυτοκράτορα, Ξέρξη (486-465 π.Χ.), τον οποίο αναφέρει ο Ηρόδοτος ως σατράπη της Βακτρίας στην διάρκεια της εκστρατείας του Ξέρξη εναντίον της Ελλάδος (480-479 π.Χ.), αλλά γνωρίζουμε ότι προηγουμένως, το 500/499 π.Χ. σατράπης της Βακτρίας ήταν κάποιος “Irdabanush”, πρόσωπο που πιθανόν ταυτίζεται με τον «Αρτάβανο», έναν επαναστάτη στρατηγό της Βακτρίας, τον οποίο νίκησε αργότερα σε μια αποφασιστική μάχη ο Αρταξέρξης Ι (465-424 π.Χ.).

Είναι επίσης γνωστό ότι κατά την έναρξη της εκστρατείας του Μεγάλου Αλεξάνδρου εναντίον της αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών, σατράπης της Βακτρίας ήταν ο Βήσσος, ο οποίος θα πολεμήσει επικεφαλής του περίφημου βακτριανού ιππικού στην αποφασιστική μάχη των Γαυγαμήλων (1η Οκτωβρίου 331 π.Χ.), που έκρινε οριστικά την τύχη της Περσικής αυτοκρατορίας. Ο Βήσσος, αφού δολοφονήσει τον τελευταίο Πέρση αυτοκράτορα Δαρείο ΙΙΙ τον Κοδομμανό (336-330 π.Χ.), θα αυτοανακηρυχθεί κληρονόμος του θρόνου και των υπολειμμάτων της αυτοκρατορίας, με το όνομα Αρταξέρξης IV, αλλά μετά την άφιξη του Μ. Αλεξάνδρου στην Βακτρία και την επιτυχή διαπεραίωση του ποταμού Ώξου (καλοκαίρι του 329 π.Χ.), οι σύμμαχοι και υποστηρικτές του Βήσσου αποθαρρημένοι, θα τον παραδώσουν στον Μακεδόνα στρατηλάτη. 

Ο Μ. Αλέξανδρος θα αναχωρήσει από την Βακτρία (όπου δεν θα επιστρέψει ποτέ) για την Ινδική εκστρατεία, την άνοιξη του 327 π.Χ. έχοντας εγκαταστήσει ως νέο σατράπη της χώρας τον Μακεδόνα Αμύντα, τον οποίον θα ενισχύσει με ένα ισχυρό στράτευμα 10.000 πεζών και 3.500 ιππέων.
Μετά την ανταρσία των Ελλήνων μισθοφόρων στην Βακτρία το 326 π.Χ. και τον θάνατο του Αμύντα, ο Μ. Αλέξανδρος θα τοποθετήσει νέο σατράπη τον Μακεδόνα Φίλιππο, στον οποίο θα αναθέσει και την διοίκηση της Σογδιανής, αξίωμα που θα διατηρήσει ο Φίλιππος (Διόδωρος ΧVΙΙΙ. 1) και στην αναδιανομή των Σατραπειών από τον «αντιβασιλέα» Περδίκκα, μετά τον θάνατο του Μ. Αλεξάνδρου (10 Ιουνίου 323 π.Χ.).

Μια νέα εκτεταμένη εξέγερση των Ελλήνων αποίκων και μισθοφόρων της Βακτρίας θα συντριβεί και μετά την δολοφονία του Περδίκκα (321 π.Χ.) και την συμφωνία του Τριπαράδεισου (320 π.Χ.) μεταξύ των Επιγόνων, νέος σατράπης της Βακτρίας θα ορισθεί ο Στασάνωρ, από τους Σόλους της Κύπρου.

Η εκστρατεία του Σελεύκου Α΄ (308 – 281 π.Χ.) στην Ανατολή (Διόδωρος ΧΙΧ 92.5), που κράτησε πέντε χρόνια (307-302 π.Χ.), θα εδραιώσει την υπαγωγή της Βακτρίας στην απέραντη αυτοκρατορία των Σελευκιδών. Ο Σέλευκος Α΄ ήλθε πιθανότατα σε σύγκρουση με τον Στασάνορα, για την τύχη του οποίου δεν γνωρίζουμε τίποτε, όπως δεν γνωρίζουμε και το όνομα του αντικαταστάτη του (H. Sidky: The Greek Kingdom of Bactria, New York 2000 – σελ. 117).

Εκτεταμένες εισβολές νομάδων στις ανατολικές επαρχίες του Βασιλείου του και ο κίνδυνος να απωλεσθούν, θα υποχρεώσουν τον Σέλευκο Α΄ να λάβει δραστικά μέτρα, ένα από τα οποία ήταν η ανάθεση της διοίκησής τους στον γιο του Αντίοχο από την Σογδιανή (βλ. Σόγδοι) σύζυγό του Απάμα, τον μελλοντικό Αντίοχο Α΄ (281-261 π.Χ.), ο οποίος ως αντιβασιλεύς της Ανατολής, θα εγκατασταθεί στην Βακτριανή όπου θα παραμείνει για τρία χρόνια περίπου (293-290 π.Χ.), έχοντας ως έδρα του την πρωτεύουσα Βάκτρα-Ζαρίασπα.

Είναι πάντως γεγονός ότι υπήρξε έντονο ενδιαφέρον από τους πρώτους Σελευκίδες Βασιλείς για τις ανατολικές επαρχίες και ιδιαίτερα για την Βακτρία. Η εγκατάσταση αποίκων από την Ελλάδα, την Μακεδονία, την Μ. Ασία, αλλά και την Θράκη ενθαρρύνθηκε με κάθε τρόπο, με αποτέλεσμα να ιδρυθούν πολλές νέες πόλεις με σαφέστατο ελληνιστικό χαρακτήρα και να ανέλθει σημαντικά το πολιτιστικό επίπεδο πολλών περιοχών. Μία από αυτές ήταν και η ελληνιστική πόλη που ανακαλύφθηκε το 1965 στο Άϊ Χανούμ (Ay Khanum = Η κυρά – Σελήνη, στην τοπική διάλεκτο), κοντά στην συμβολή των ποταμών Ώξου και Κόκτσα (Kokcha), στα σημερινά σύνορα βορείου Αφγανιστάν και Τατζικιστάν.

Τα εκπληκτικά ευρήματα που ήλθαν στο φως με τις ανασκαφές της Γαλλικής αποστολής (1965-1978), την οποία συνέχισε ο ελληνικής καταγωγής Σοβιετικός αρχαιολόγος Βίκτωρ Σαρηγιαννίδης, απεκάλυψαν μια καθαρά ελληνική πόλη με ανάλογα δημόσια οικοδομήματα, ναούς, γυμναστήριο (Γυμνάσιον) και ένα τεράστιο σε χωρητικότητα θέατρο, ελάχιστα μικρότερο από της Επιδαύρου (βλ.Christian D. 1998, σελ. 171), όπου διάβαζαν Όμηροκαι παίζονταν τραγωδίες του Σοφοκλή και τουΕυριπίδη (βλ. Sidky ό.π. σελ. 131) και όπου οι αυτόχθονες συμβίωναν αρμονικότατα με τους Έλληνες αποίκους.

Η πολιτική των Σελευκιδών θα ευδοκιμήσει σε μεγάλο βαθμό και η χώρα θα απολαύσει μια μακρά περίοδο ειρήνης και ευημερίας, με αποτέλεσμα να συρρεύσει, κυρίως στην Βακτρία, πλήθος αξιωματούχων, στρατιωτικών, εμπόρων, φιλοσόφων (όπως ο μαθητής του Αριστοτέλη Κλέαρχος), ταξιδιωτών, αλλά και απλών ανθρώπων που αναζητούσαν μια καλύτερη τύχη. Αυτή συρροή ελληνικού στοιχείου ερμηνεύει βέβαια σε μεγάλο βαθμό και τις εξελίξεις που σημειώθηκαν στην Βακτρία και στην ευρύτερη περιοχή τους επόμενους αιώνες.

Ο γιος του Αντιόχου Α΄ και διάδοχός του, που θα ανέλθει στον θρόνο των Σελευκιδών μετά τον θάνατο του πατέρα του, ο Αντίοχος Β΄ (261-247/246 π.Χ.), θα εμπλακεί με την σειρά του στους εμφυλίους πολέμους των Διαδόχων και θα παραμελήσει τις ανατολικές επαρχίες.

Το έτος 246 π.Χ. αποτελεί σημείο καμπής για το Βασίλειο των Σελευκιδών, αν κρίνουμε από τα γεγονότα που σημειώθηκαν τότε. Έτσι, εκτός από το θάνατο του Αντιόχου Β΄ και την έκρηξη του καταστρεπτικού Γ΄ Συριακού Πολέμου, την χρονιά αυτή θα αποσπασθεί η πυκνά αποικισμένη με Έλληνες, περιοχή της Βακτρίας (Βλ. παραπάνω Χάρτη), μετά από ενέργειες του σατράπη της,Διοδότου.

Μερικά χρόνια αργότερα ο Έλλην σατράπης θα διακόψει και τους τελευταίους δεσμούς του με τους Σελευκίδες και θα ανακηρυχθεί βασιλεύς του περίφημου Ελληνιστικού Βασιλείου της Βακτρίας ή Βακτριανής, παίρνοντας τον τίτλο του Βασιλέως (Διόδοτος Α΄, 239/238-228 π.Χ.).

 

Αργυρό τετράδραχμο Διοδότου Α΄, Βασιλέως της Βακτρίας (239/238-228 π.Χ.)

Το πλέον σημαντικό γεγονός όμως για τις μετέπειτα εξελίξεις, αποτελεί ασφαλώς η ίδρυση το 247/246 π.Χ., του Βασιλείου των Πάρθων, από τους Πάρνους, μια νομαδική Ιρανική φυλή, η οποία παρέμενε επί αιώνες στο περιθώριο της Ιστορίας. Εκτός από κάποιες σύντομες επιδρομές, σε συνεργασία με άλλους πολεμοχαρείς νομαδικούς λαούς (Μασσαγέτες, Σάκες κ.λ.π.), εναντίον της Περσικής αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών, οι Πάρνοι ουσιαστικώς δεν θα απομακρυνθούν από την κοιτίδα τους, στα ανατολικά παράλια εδάφη της Κασπίας, μέχρι την οργάνωσή τους κάτω από τη Δυναστεία των Αρσακιδών (βλ. Πίνακα 16).

Σύμφωνα με την παράδοση (βλ. Στράβων ΙΑ΄ ΙΧ. 2-3) , γύρω στα μέσα του 3ου αιώνα π.Χ., ο Αρσάκης (Arsaces, Arshak), ηγεμόνας των Πάρνων (οι οποίοι ανήκαν σε μια ευρύτερη συνομοσπονδία διαφόρων νομαδικών λαών Ιρανικής καταγωγής, γνωστών με την ονομασία Δάαι ή Δάχαι - Dahae), άρχισε τους αγώνες του εναντίον των Σελευκιδών εισβάλλοντας στην επικράτειά τους.

Ο Αρσάκης, επωφελούμενος της αναταραχής που επικρατούσε στο Κράτος των Σελευκιδών, θα εισβάλλει στην Παρθία και θα καταφέρει να εξοντώσει τον Σελευκίδη σατράπη της, Ανδραγόρα. Με τον τρόπο αυτόν, οι Πάρνοι καταλαμβάνουν την περιοχή (247 π.Χ.), όπου εγκαθίστανται πλέον μόνιμα. Το ίδιο έτος ο Αρσάκης στέφεται βασιλεύς της Παρθίας, ιδρύοντας την Δυναστεία των Αρσακιδών. Ταυτόχρονα οι Πάρνοι θα πάρουν το όνομα της χώρας στην οποία εγκαταστάθηκαν και του συγγενικού τους φύλου των Πάρθων, το οποίο εσήμαινε «εξόριστοι».

Σύντομα θα προσαρτήσουν και τις γειτονικές περιοχές της Υρκανίας και της Χωρηνής, με τη βοήθεια του νέου βασιλέα της Βακτριανής, γιου και διαδόχου του Διοδότου Α΄, του Διόδοτου Β΄ (γύρω στο 228 π.Χ.), δημιουργώντας έτσι τον πυρήνα της μελλοντικής Παρθικής Αυτοκρατορίας.



Με την ενέργειά του αυτήν ο Διόδοτος Β΄ (228-225 π.Χ. περίπου), θα προκαλέσει την αγανάκτηση του Ελληνικού πληθυσμού της Βακτριανής.

Σύντομα θα ανατραπεί (225 π.Χ. περίπου), από την χήρα του Διοδότου Α΄ (η οποία ήταν αδελφή τουΣελεύκου Β΄, 246-225 π.Χ.) και τον θρόνο θα προσκληθεί να καταλάβει ο Ευθύδημος Α΄ (περίπου 225-195 π.Χ.), από τη Μαγνησία του Μαιάνδρου της Μικράς Ασίας (ή σύμφωνα με άλλους από την Μαγνησία του Σιπύλου στον ποταμό Έρμο της Λυδίας ή ακόμη και από την Μαγνησία της Θεσσαλίας – βλ. σχετικά Sidky ό.π. σελ. 161-162). Η Δυναστεία που ίδρυσε ο Ευθύδημος, θα παραμείνει στο θρόνο της Βακτριανής μέχρι το 185 π.Χ. περίπου.




Αργυρό τετράδραχμο Ευθυδήμου Α΄, Βασιλέως της Βακτρίας (225-195 π.Χ.)

Όταν ο Ευθύδημος Α΄ ανακηρύχθηκε βασιλεύς της Βακτρίας, η επικράτειά του περιελάμβανε επίσης και τις περιοχές της Σογδιανής (Τρανσοξιανή), της Μαργιανήςκαι πιθανόν της Αρείας ή Αριανής. Αν οι προηγούμενοι βασιλείς της Βακτριανής δημιούργησαν και οργάνωσαν το βασίλειο, η ισχυροποίησή του και η εξάπλωσή του ήσαν έργα του Ευθύδημου Α΄ και του γιου του Δημητρίου Α΄. Το 223 π.Χ. όμως, στο θρόνο των Σελευκιδών θα ανέλθει ο περίφημος Αντίοχος Γ΄ ο Μέγας (223-187 π.Χ.), ο οποίος θα αναλάβει το 212 π.Χ. (με την τολμηρή «Ανάβαση» προς τις ανατολικές επαρχίες του Βασιλείου του), να τακτοποιήσει τα ζητήματα που είχαν δημιουργηθεί εκεί.

Η εκστρατεία του Αντιόχου Γ΄ θα ξεκινήσει με θετικά αποτελέσματα. Αφού συντρίψει στο πεδίο της μάχης τον Πάρθο ηγεμόνα (Αρσάκη ΙΙ), ο οποίος θα καταφύγει στους Απασιάκες, θα προσαρτήσει και πάλι στο Βασίλειο των Σελευκιδών πολλές περιοχές που είχαν αποσπάσει παλαιότερα οι Πάρθοι. Τελικώς θα προτιμήσει να συμβιβαστεί με τον Πάρθο ηγεμόνα (μια έξυπνη πολιτική κίνηση εν όψει της συνέχισης της εκστρατείας ακόμη ανατολικότερα) και θα του αναγνωρίσει τον τίτλο του υποτελούς Βασιλέως, με αντάλλαγμα την ενίσχυση των Συριακών στρατευμάτων του με μονάδες του ξακουστού ιππικού των Πάρθων (209-208 π.Χ.).

Το 208 π.Χ. τα στρατεύματα του Αντιόχου Γ΄ θα εισβάλλουν στην Βακτρία, όπου ο Ευθύδημος Α΄ θα ηττηθεί σε μια αποφασιστική μάχη. Η συνέχεια όμως δεν υπήρξε εξίσου εύκολη για τον Σελευκίδη βασιλέα, δεδομένου ότι ο Ευθύδημος Α΄ δεν θα καταθέσει τα όπλα, αλλά θα κλεισθεί στην πρωτεύουσά του, τα Βάκτρα -Ζαρίασπα. Η πολιορκία της πρωτεύουσας θα κρατήσει δύο ολόκληρα χρόνια (208-207 π.Χ.) και σύμφωνα με τον αρχαίο ΙστορικόΠολύβιο, συγκαταλέγεται ανάμεσα στις πλέον διάσημες και φημισμένες πολιορκίες του (αρχαίου) Κόσμου.

Εν πάση περιπτώσει, όπως έδειχναν τα πράγματα, ούτε ο Αντίοχος Γ΄ είχε τη δυνατότητα να εκπορθήσει την πόλη ή να επιδιώξει την κατάκτηση της υπόλοιπης χώρας παρακάμπτοντας την πρωτεύουσα, αλλά ούτε και ο Ευθύδημος Α΄ μπορούσε να εξαναγκάσει τον Σελευκίδη βασιλέα να λύσει την πολιορκία. Χαρακτηριστική όμως υπήρξε η συμπεριφορά του Ιρανικού στοιχείου, που πλειοψηφούσε σαφώς έναντι των Ελλήνων στην Βακτρία, κατά τη διάρκεια αυτής της σύγκρουσης. Οι Ιρανοί πολέμησαν στο πλευρό του Ευθύδημου Α΄ με μεγάλο ηρωισμό επιδεικνύοντας αισθήματα αλληλεγγύης και συναδέλφωσης με τους Έλληνες αποίκους της χώρας. Το περίφημο ιππικό του Ευθύδημου Α΄, κατά το μεγαλύτερο μέρος του, απαρτιζόταν από το άνθος της Βακτριανής αριστοκρατίας και αυτή η αξιοθαύμαστη σύμπνοια Ελλήνων και Ιρανών θα διατηρηθεί σε όλο το διάστημα της διακυβέρνησης της χώρας από τους Έλληνες βασιλείς.

Σχετικά τώρα με την πολιορκία, μετά από την συνειδητοποίηση του μάταιου της παράτασής της και ύστερα από επιτυχείς διαπραγματεύσεις (στη διάρκεια των οποίων ο Αντίοχος Γ΄ θα εντυπωσιασθεί από τις ικανότητες του γιου του Ευθύδημου Α΄, του μελλοντικού βασιλέα της Βακτρίας, Δημητρίου Α΄), οι δύο ηγεμόνες θα έλθουν σε συμβιβασμό και ο μεν Ευθύδημος Α΄ αναγνωρίσθηκε επισήμως ως Βασιλεύς της ανεξάρτητης Βακτρίας, ενώ ο Αντίοχος Γ΄ έλαβε ως αντάλλαγμα πολεμικούς ελέφαντες και άφθονα εφόδια για τη συνέχιση της εκστρατείας του, που θα στραφεί πλέον προς τον Νότο (Πολύβιος ΙΑ΄ 39).

Πράγματι το 207/206 π.Χ. ο Αντίοχος Γ΄ θα διασχίσει τον Ινδικό Καύκασο (Ινδοκούχον, Hindu Kush) και θα εισέλθει στην κοιλάδα του ποταμού Κωφήνος (σημερινός Καμπούλ), στην περιοχή του αρχαίου Ινδικού Βασιλείου της Γκαντάρα (Gandhara), η οποία αναφέρεται ως Γανδαρική ή Γανδαρίτις στους Έλληνες συγγραφείς της αρχαιότητας. Εκεί θα συναντήσει τον«Ινδό βασιλέα» Σοφαγασήνο, προφανώς κάποιον τοπικό ηγεμόνα ενός από τα αναρίθμητα μικρά κρατίδια που δημιουργήθηκαν μετά το θάνατο του Ασόκα και τη διάλυση της Αυτοκρατορίας των Μωρύα (βλ. λήμμα Ινδοί).

Ο Αντίοχος Γ΄ θα συνάψει σύμφωνο φιλίας και ειρήνης με τον Σοφαγασήνο και θα αποσπάσει ακόμη περισσότερους πολεμικούς ελέφαντες, εφόδια καθώς και ένα μεγάλο χρηματικό ποσό, με την μορφή εφάπαξ φόρου υποτελείας του Ινδού ηγεμόνα προς το Βασίλειο των Σελευκιδών. Αφού προχωρήσει προς τα Ν.Δ. και διεισδύσει στις περιοχές της Αραχωσίας και Δραγγιανής, όπου θα διαχειμάσει (206/205 π.Χ.), ο Αντίοχος Γ΄ θα αποφασίσει να τερματίσει την περίφημη «Ανάβασή» του θεωρώντας ικανοποιητικά τα αποτελέσματα της πολύχρονης εκστρατείας του.

Μετά την αποχώρηση του Αντιόχου Γ΄ και του εκστρατευτικού του σώματος, ο Ευθύδημος Α΄ θα αρχίσει την επέκταση των ορίων του Βασιλείου του. Με αλλεπάλληλες πολεμικές επιχειρήσεις, ο μεγάλος και ικανότατος εκείνος Έλλην ηγεμών, θα αποσπάσει σημαντικά εδάφη από τους Πάρθους και από τα νομαδικά φύλα (Μασσαγέτες, Σάκες κ.ά.) των βορείων περιοχών της Βακτριανής, επεκτείνοντας τα σύνορα του Βασιλείου μέχρι τον ποταμό Ιαξάρτη και την εύφορη περιοχή της Σογδιανής, γύρω από τη πόλη Μαράκανδα (η μετέπειτα Σαμαρκάνδη). Επιπλέον, με μια τολμηρή εισβολή στην καρδιά της Κεντρικής Ασίας, θα απωθήσει τους επικίνδυνους νομάδες των περιοχών εκείνων και θα διασφαλίσει έτσι τις πολύτιμες εμπορικές αρτηρίες που κατέληγαν στη Βακτριανή. Τελικώς το Βασίλειο της Βακτριανής θα αποκτήσει κοινά σύνορα με την Κίνα και το Θιβέτ, φθάνοντας «μέχρι Σηρών και Φρυνών», όπως αναφέρουν οι αρχαιοελληνικές πηγές (Στράβων ΙΑ΄ ΧΙ. 1).

Το έργο του Ευθύδημου Α΄ θα συνεχίσει ο γιος του, Δημήτριος Α΄ ο Ανίκητος (περ. 195-185 π.Χ.), ο οποίος θα ανέλθει στο θρόνο το 195 π.Χ. περίπου. Ο νεαρός ηγεμόνας έκρινε σωστά ότι η αποσύνθεση της Αυτοκρατορίας των Μωρύας είχε φθάσει σε τέτοιο σημείο, ώστε οι δυνατότητες αντίδρασής της σε εξωτερικές επιθέσεις, είχαν προ πολλού εκμηδενισθεί. Παράλληλα η βαριά ήττα του Αντιόχου Γ΄ από τους Ρωμαίους στη μάχη της Μαγνησίας στην Μ. Ασία (190/189 π.Χ.), θα αφήσει ουσιαστικά απροστάτευτες τις μακρινές ανατολικές επαρχίες των Σελευκιδών. Έτσι γύρω στο 188 π.Χ. περίπου, ο Δημήτριος Α΄ θα ξεκινήσει την φιλόδοξη εκστρατεία του προς τα νότια, όπου θα προσαρτήσει τις επαρχίες της Αραχωσίας - αφού καταλάβει την πρωτεύουσά της Αλεξάνδρεια Αραχωτών (σημερινό Κανδαχάρ του Αφγανιστάν) – της Δραγγιανής, καθώς και το ανατολικό τμήμα τηςΓεδρωσίας, φθάνοντας μέχρι τις εκβολές του ποταμού Ινδού.

Εκεί θα κτίσει την πόλη Δημητριάδα, πιθανόν στη θέση όπου πριν από 150 χρόνια, ο Μ. Αλέξανδρος είχε κτίσει τα Πάταλα (Αρρ. Ε΄ 4 και ΣΤ΄ 17) ή Πάτταλα.




Αργυρό τετράδραχμο Δημητρίου Α΄, Βασιλέως της Βακτρίας (195-185 π.Χ.)

Στη συνέχεια ακολουθώντας την παραλία, θα διεισδύσει ακόμη νοτιότερα, κατακτώντας τις εκτάσεις των σημερινών επαρχιών Σιντ και Γκουτζαράτ, που ανήκαν προηγουμένως στην υπό διάλυση ήδη Αυτοκρατορία των Μωρύα, φθάνοντας μέχρι τα Βαρύγαζα, σπουδαίο λιμάνι της περιοχής. Κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του, ο Δημήτριος Α΄ θα αφήσει ως αντικαταστάτη και συμβασιλέα, τον αδελφό του Ευθύδημο Β΄ (188-186; π.Χ.). Αλλά ενώ ο Δημήτριος Α΄ δεν θα συναντήσει αξιόλογη αντίσταση στον Νότο, στην Βακτρία ο Ευθύδημος Β΄ θα ανατραπεί μετά από επανάσταση που θα υποκινήσει κάποιος Αντίμαχος. Ο Δημήτριος Α΄ θα πληροφορηθεί τα διαδραματισθέντα στην καρδιά του Βασιλείου του και θα σπεύσει να επαναφέρει την τάξη, αφήνοντας πίσω του ως τοποτηρητές, τους γιους του, Πανταλέοντα και Αγαθοκλή.



Αργυρό τετράδραχμο Ευθυδήμου Β΄ (188-186; π.Χ.)

Κατά την επιστροφή του όμως στην Βακτρία, ο Δημήτριος Α΄ θα πέσει στο πεδίο της μάχης σε μια σύγκρουση (περίπου 185 π.Χ.). Έτσι το έργο του δραστήριου και ικανού εκείνου ηγεμόνα, όχι μόνον θα μείνει ημιτελές, αλλά θα εκτραπεί σε τελείως διαφορετική κατεύθυνση. Και τούτο διότι μετά το θάνατο του Δημητρίου Α΄, η επικράτεια του Βασιλείου της Βακτρίας θα διασπασθεί σε δύο τμήματα με σύνορο τον Ινδικό Καύκασο (Ινδοκούχον ή Παροπάμισος).

Τελικώς θα προκύψουν δύο διαφορετικά κράτη, το κυρίως Βασίλειο της Βακτρίας στον Βορρά, όπου ο Αντίμαχος είχε ανακηρυχθεί βασιλεύς και το Ελληνο-Ινδικό Βασίλειο των γιων του Δημητρίου Α΄, στον Νότο. Ο Αντίμαχος (186-177/176 π.Χ.), θα κατακτήσει ορισμένες περιοχές στα νότια του Ινδοκούχου και θα ελέγξει την κοιλάδα του ποταμού Κωφήνος. Θα τον διαδεχθεί στο θρόνο της Βακτρίας ο γιος του Δημήτριος Β΄ (177/176-165 π.Χ.), ο οποίος τελικά κατέκτησε την Γανδαρίτιδα (Gandhara) και πιθανόν να προωθήθηκε στην Πενταποταμία και στην κοιλάδα του Ινδού.



Αργυρό τετράδραχμο

Βασιλέως Αντιμάχου της Βακτρίας (186 – 177/176 π.Χ.)

Είναι ο πρώτος ηγεμόνας που έκοψε νομίσματα με δίγλωσσες επιγραφές στην Ελληνική και στη γραφή Μπράχμι (Brahmi), πρόγονο των σημερινών γραφών της Ινδίας, η οποία είχε εμφανισθεί γύρω στο 500 π.Χ. και εχρησιμοποιείτο για την καταγραφή τηςΠρακριτικής (*) γλώσσας (βλ. Εικόνα).
Ενώ ο Δημήτριος Β΄ επιχειρούσε με τις εκστρατείες του να επεκτείνει τα όρια του Βασιλείου προς το Νότο, στην Βακτριανή σημειώθηκε και πάλι κάποια εξέγερση (γύρω στο 171 π.Χ.), επικεφαλής της οποίας ήταν κάποιος Ευκρατίδης, που είχε αυτοανακηρυχθεί Βασιλεύς.
_______________________________

(*) Πρακριτικές ονομάζονται συλλογικά οι διάλεκτοι της Μέσης Ινδικής που προέκυψαν από την Σανσκριτική και ήσαν οι δημώδεις (καθομιλούμενες) γλώσσες σε διάφορες περιοχές της Ινδίας μεταξύ του 3ου αιώνα π.Χ. και 4ου αιώνα μ.Χ. Ο πρώτος ηγεμόνας που χρησιμοποίησε πρακριτική διάλεκτο σε επίσημες επιγραφές ήταν ο περίφημος Ασόκα της Δυναστείας των Μωρύας (βλ. λήμμα Ινδοί).




Γραφή Μπράχμι

Ο Δημήτριος Β΄ θα επιστρέψει εσπευσμένα στην Βακτρία και θα αρχίσει, με συνεχείς εκστρατείες, τις προσπάθειές του για την εξουδετέρωση των στασιαστών, αλλά σε μια επιδρομή των δυνάμεων του επαναστάτη, βρήκε το θάνατο (περίπου 165 π.Χ.). Με τον τρόπο αυτόν ο Ευκρατίδης (171-145 π.Χ.) θα καταλάβει και επισήμως τον θρόνο της Βακτρίας. Μετά από μια περίοδο ανάπαυλας, ο Ευκρατίδης, με αλλεπάλληλες πολεμικές επιχειρήσεις θα καταλάβει τις επαρχίες της Μαργιανής, της Αρίας (Αριανή), της Δραγγιανής και της Αραχωσίας.



Αργυρό τετράδραχμο Ευκρατίδου (171-145 π.Χ.)
(ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΜΕΓΑΛΟΥ ΕΥΚΡΑΤΙΔΟΥ)


Επίσης, περί του νομίσματος του Αφγανιστάν με αναφορά στον Ευκρατίδη, βλ.:http://parisis.wordpress.com/%CF%84%CE%BF-%CE%BD%CF%8C%CE%BC%CE%B9%CF%83%CE%BC%CE%B1-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%B1%CF%86%CE%B3%CE%B1%CE%BD%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%B1%CE%BD/

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επιστρέψουμε χρονικά και να παρακολουθήσουμε τις εξελίξεις που συνέβησαν στα νότια του Ινδοκούχου, μετά το θάνατο του Δημητρίου Α΄ (περίπου 185 π.Χ.). Στις περιοχές αυτές, ο Πανταλέων και ο Αγαθοκλής, οι γιοι του Δημητρίου Α΄, είχαν διατηρήσει αρχικά την κυριαρχία της Δραγγιανής και Αραχωσίας. Αργότερα θα προσπαθήσουν να διεισδύσουν βορειότερα, αλλά θα τους απωθήσει ο Δημήτριος Β΄. Όταν όμως θα σημειωθεί η εξέγερση του Ευκρατίδη και ο Δημήτριος Β΄ θα αποσυρθεί στην Βακτρία για να την καταπνίξει (περίπου 170 π.Χ.), οι δύο αδελφοί θα καταλάβουν την Γανδαρίτιδα. Μετά από κάποιο διάστημα, ο Αγαθοκλής (ο Πανταλέων πιθανόν είχε πεθάνει τότε), θα κάνει πρωτεύουσά του τα Τάξιλα και θα επεκτείνει την κυριαρχία του σχεδόν σε ολόκληρη την Πενταποταμία.

Ο Αγαθοκλής θα πεθάνει γύρω στο 165 π.Χ. και το Κράτος του θα κληρονομήσει η νεαρή κόρη του, η Αγαθόκλεια.

Όπως τονίσαμε όμως παραπάνω, αυτήν ακριβώς την εποχή ο Ευκρατίδης έχει ανέλθει επίσημα πλέον στο θρόνο της Βακτρίας και έχει αρχίσει τις πολεμικές επιχειρήσεις για την διεύρυνση του Βασιλείου του. Ο Ευκρατίδης θα κατακτήσει ολόκληρη σχεδόν την επικράτεια του Ελληνο-Ινδικού Βασιλείου του Νότου, με αποτέλεσμα η Αγαθόκλεια να περιορισθεί σε μια μικρή έκταση, γύρω από την πρωτεύουσα Τάξιλα και την ανατολική Γανδαρίτιδα.

Ο Ευκρατίδης θα γίνει τελικά κύριος μιας τεράστιας επικράτειας, η οποία θα εκτείνεται από τις όχθες του Ιαξάρτη στον Βορρά, μέχρι τις εκβολές του Ινδού στο Νότο και από τις ανατολικές παρυφές του Ιρανικού οροπεδίου στη Δύση, μέχρι πέρα από τις όχθες του Ινδού στην Ανατολή. Έτσι δεν είναι δύσκολο να ερμηνευθεί το γεγονός ότι ο Ευκρατίδης θα μείνει στην παράδοση ως ο «Βασιλεύς των χιλίων πόλεων» (Στράβων ΙΕ΄ Ι. 3).

Έχει υποστηριχθεί (βλ. D. Christian: A History of RUSSIA, CENTRAL ASIA AND MONGOLIA-Vol. I-Oxford U.K. 1998, σελ. 173) ότι ο Ευκρατίδης είχε εκτός από τα Βάκτρα και δεύτερη πρωτεύουσα, την Ευκρατιδία, που την ταυτίζουν με την σπουδαία ελληνιστική πόλη, που όπως προαναφέραμε, ανακαλύφθηκε στο Άϊ Χανούμ.

Δυστυχώς όμως, το τεράστιο Κράτος του Ευκρατίδη, δεν θα διατηρηθεί για πολύ και σύντομα θα αρχίσει να συρρικνώνεται διότι ο Ευκρατίδης, απασχολούμενος με τις κατακτήσεις στην Ινδία, δεν θα δώσει μεγάλη προσοχή στα δυτικά του σύνορα, όπου οι Πάρθοι, κάτω από τον ικανότατο βασιλέα τους Μιθριδάτη Ι (171-138 π.Χ.) θα αποσπάσουν σημαντικές εκτάσεις.

Ο Ευκρατίδης θα έχει τραγικό τέλος, δολοφονηθείς από τον γιο του Πλάτωνα, γύρω στο 145/144 π.Χ. ο οποίος θα ανακηρυχθεί βασιλεύς. Αλλά ο πατροκτόνος δεν θα παραμείνει στην εξουσία για μεγάλο χρονικό διάστημα. Θα δολοφονηθεί με τη σειρά του από τον αδελφό του Ηλιοκλή Α΄(143-131/130 π.Χ.), ο οποίος θα ανέλθει στο θρόνο με την προσωνυμία «Δίκαιος».



Νόμισμα Ηλιοκλέους

Την ίδια χρονιά περίπου της δολοφονίας του Ευκρατίδη, στον θρόνο του Ελληνο-Ινδικού Βασιλείου, στα Τάξιλα, θα ανέλθει ο μεγαλύτερος και διασημότερος των Ελλήνων ηγεμόνων, ο περίφημος Μένανδρος (145-130 π.Χ. περίπου).

Έχει υποστηριχθεί από ορισμένους ιστορικούς, ότι ο Μένανδρος ήταν γιος του Δημητρίου Β΄, αλλά τα στοιχεία είναι ελάχιστα μέχρι στιγμής και δεν είναι δυνατόν να δεχθούμε ή να απορρίψουμε προς το παρόν αυτήν την άποψη. Ο Μένανδρος θα αναδειχθεί βασιλεύς, πιθανόν μετά το γάμο του με την Αγαθόκλεια, η οποία, όπως σημειώσαμε είχε κληρονομήσει το Βασίλειο του πατέρα της Αγαθοκλή. Ο Μένανδρος, εξορμώντας από τα περιορισμένα εδάφη της αρχικής επικράτειάς του, θα δημιουργήσει μέσα σε λίγα σχετικά χρόνια, ένα απέραντο Ελληνο-Ινδικό Κράτος, που θα μπορούσε άνετα να διεκδικήσει τον τίτλο της Αυτοκρατορίας.



Αφού αποσπάσει αρχικώς από τους διαδόχους του Ευκρατίδη τα εδάφη νοτίως του Ινδοκούχου, θα προχωρήσει στην Αραχωσία της οποίας θα καταλάβει σημαντικό τμήμα, αλλά θα αποφύγει να συγκρουσθεί με τους Πάρθους, στους οποίους είχαν περιέλθει οριστικά η Νότια και η Δυτική Αραχωσία, η Δραγγιανήκαι η Δυτική Γεδρωσία. Και τούτο διότι οι βλέψεις του Έλληνα ηγεμόνα είχαν ως αποκλειστικό στόχο τους τις Ινδίες, όπου ο Μένανδρος θα επικεντρώσει τις προσπάθειές του τα επόμενα χρόνια.

Έτσι, αφού κατακτήσει πρώτα τις περιοχές νοτίως του Καρακορούμ και των παρυφών των Ιμαλαΐων (σημερινό Κασμίρ), στη συνέχεια θα επιχειρήσει την περίφημη και ένδοξη εκστρατεία του στην κοιλάδα τουΓάγγη, με απώτερο σκοπό να φθάσει στην πρωτεύουσα των Μωρύα, την ξακουστή Παταλιπούτρα (Παλίβοθρα, κατά τους Έλληνες), όπου η νέα Δυναστεία των Σούνγκα (Shunga, 185/184-75 π.Χ.), είχε εγκαταλείψει την φιλική προς τους Έλληνες πολιτική των προκατόχων της, ενώ διέκειτο εχθρικά και προς τους Βουδιστές υπηκόους της (βλ. Ινδοί).



Νόμισμα Μενάνδρου με επιγραφές σε ελληνική (εμπροσθότυπος) και γραφή μπράχμι (οπισθότυπος)

Όλες αυτές οι πληροφορίες είχαν φθάσει ασφαλώς στον Μένανδρο, ο οποίος αφού ολοκληρώσει τις προετοιμασίες του, θα αρχίσει την κατάκτηση της κοιλάδας του Γάγγη, εμφανιζόμενος πιθανόν ως υποστηρικτής του Βουδισμού και τιμωρός των σφετεριστών Σούνγκα. Εν πάση περιπτώσει, το γεγονός είναι ότι ο Μένανδρος, αφού διαβεί τον ποταμό Ύφασι (σημερινός Beas, παραπόταμος του Σατλέτζ που χύνεται στον Ινδό – Βλ. Χάρτη κθ΄). Όπου είχε σταματήσει ο Μ. Αλέξανδρος, θα εισέλθει στην κυρίως Ινδία. Ακολουθώντας τον ρου του ποταμού Ιωμάνη (σημερινόςJumna ή Yamuna), ενός από τους σημαντικότερους παραπόταμους του Γάγγη, θα φθάσει στην σπουδαία πόλη Μοδούρα (σημερινή Mathura), η οποία θα του παραδοθεί. Εκεί θα ανανεώσει τις προμήθειές του στρατεύματος του και θα λάβει ενισχύσεις από τους εντόπιους.

Τελικώς, το 135 π.Χ. περίπου, ο Μένανδρος θα πολιορκήσει και θα καταλάβει την πρωτεύουσα των Σούνγκα Παταλιπούτρα (Παλίβοθρα), με τη βοήθεια περίτεχνων πολιορκητικών μηχανών τις οποίες για πρώτη φορά αντίκριζαν οι Ινδοί. Το κορυφαίο αυτό κατόρθωμα, το οποίο τοποθετεί δικαιωματικά τον Μένανδρο ανάμεσα στην πρώτη σειρά των μεγάλων στρατηλατών της αρχαιότητας, δεν θα έχει δυστυχώς ανάλογη συνέχεια. Ανησυχώντας μήπως αποκοπεί από τις βάσεις του, 1.500 χιλιόμετρα μακριά, στην καρδιά των Ινδιών, ο έλληνας ηγεμών θα αποφασίσει να υποχωρήσει στη Μοδούρα και στον ποταμό Ιωμάνη που θα αποτελέσουν τα ανατολικά σύνορα του Βασιλείου του.

Ακολούθως ο Μένανδρος θα πραγματοποιήσει κάποιες εξορμήσεις στο Νότο και θα προσαρτήσει τις τεράστιες εκτάσεις των σημερινών επαρχιών του Γκουτζεράτ και Ρατζαστάν. Με τον τρόπο αυτόν θα γίνει κύριος μιας αχανούς επικράτειας, ίσως της μεγαλύτερης σε έκταση από όλους τους Έλληνες βασιλείς των Ινδιών. Παράλληλα ο Μένανδρος θα μεταφέρει ανατολικότερα την έδρα του Βασιλείου του, ακριβώς λόγω των κατακτήσεων αυτών και της μετατοπίσεως του πολιτικού κέντρου προς την Ανατολή. Νέα πρωτεύουσα θα γίνει η πόλη Σάγαλα (Sakala, το σημερινό Σιαλκότ, Sialkot), στον άνω ρου του ποταμού Ακεσίνη (σημερινός Τσενάμπ, Chenab).

Γύρω στο 130 π.Χ. ο Μένανδρος θα επιχειρήσει μία εκστρατεία στην Βακτριανή όπου θα βρει το θάνατο, κατά πάσα πιθανότητα στο πεδίο της μάχης.



Μένανδρος

Η φήμη όμως του Μένανδρου, δεν προήλθε τόσο από τα πολεμικά του κατορθώματα, όσο από το ασύγκριτο πολιτικό του έργο. Πρέπει να τονίσουμε επίσης ότι ο Μένανδρος είναι ο μόνος από τους Έλληνες ηγεμόνες, το όνομα του οποίου αποθανατίστηκε στην Ινδική θρησκευτική λογοτεχνία. Και τούτο διότι ένα από τα ιερά Βουδιστικά κείμενα φέρει τον τίτλο Μιλινταπάνια (Milindapanha) δηλ. «οι ερωτήσεις του Μιλίντα».

Ο Μιλίντα δεν είναι άλλος από τον Μένανδρο, κατά την Ινδική παραφθορά του ονόματός του. Το περίφημο αυτό έργο περιέχει τους φιλοσοφικούς διαλόγους του βασιλέως Μιλίντα, με τον Βουδιστή μοναχό Ναγκασένα (Nagasena), όπου με τη Σωκρατική μέθοδο, αναλύονται και εξετάζονται τα μεγάλα μεταφυσικά ζητήματα.

Σύμφωνα με την Ινδική παράδοση, μετά από αυτές τις συζητήσεις, ο Μένανδρος ασπάσθηκε τον Βουδισμό. Δεν γνωρίζουμε την ακρίβεια της παραπάνω παράδοσης, αλλά μαντεύουμε τα πολιτικά κίνητρα αυτής της πράξης. Γεγονός πάντως είναι ότι πολλοί Έλληνες θα μυηθούν στο Βουδισμό με αποτέλεσμα, στο μεγάλο Βουδιστικό συνέδριο του 137 π.Χ. στην Κεϋλάνη, ο επικεφαλής της αντιπροσωπείας της Γανδαρίτιδος, ήταν Έλλην.

Στο διάστημα που ο Μένανδρος δημιουργούσε το τεράστιο Βασίλειό του, ο Ηλιοκλής στην Βακτριανή, προσπαθούσε απεγνωσμένα να διατηρήσει τις κτήσεις του από τις επιθέσεις των Πάρθων. Μετά το θάνατο του Μιθριδάτη Ι, στα 139/138 π.Χ., ο Ηλιοκλής θα ανακτήσει τα χαμένα εδάφη, αλλά το Βασίλειό του διανύει τα τελευταία χρόνια της υπάρξεώς του.

Είναι γνωστές στην Ιστορία οι μαζικές μετακινήσεις νομαδικών φύλων που σημειώνονταν κατά καιρούς στην Κεντρική Ασία. Ένα τέτοιο κύμα μετακινήσεων, που το αποτελούσαν οι Ανατολικοί Σκύθες ή Σάκες (Shakas κατά τις Ινδικές πηγές), θα σημειωθεί τον 2ο αιώνα π.Χ. Οι Σάκες, πιεζόμενοι από τους βορειότερους γείτονες τουςΓιουέ-τσι (Yüeh-chih) ή Τόχαρους, θα εμφανισθούν στα σύνορα των Βασιλείων του Νότου. Ένας κλάδος τους θα εισβάλλει στο Βασίλειο των Πάρθων, όπου ο ΑρσακίδηςΦραάτης ΙΙ θα χάσει τη ζωή του (129/128 π.Χ.) αγωνιζόμενος να τους εκδιώξει.

Ένας άλλος κλάδος τους είχε ήδη επιπέσει στο Βασίλειο της Βακτριανής το 131/130 π.Χ. καταστρέφοντάς το τελειωτικά. Η πόλη του Άϊ Χανούμ θα λεηλατηθεί, θα πυρποληθεί και θα καταστραφεί ανηλεώς, αυτήν ακριβώς την περίοδο (Sidky, H.: The Greek Kingdom of Bactria, 2000 – σελ. 227).

Ο Ηλιοκλής, μετά την κατάλυση του Βασιλείου του, θα καταφύγει στα περιορισμένα εδάφη, νοτίως του Ινδοκούχου, που είχε καταφέρει να αποσπάσει μετά το θάνατο του Μενάνδρου (130 π.Χ.) από το Ελληνο-Ινδικό Βασίλειο του Νότου. Πρωτεύουσα θα γίνει ηΠευκέλα, η παλιά Ινδική πόλη Πουρουσαπούρα(Purushapura = πόλη του Πώρου), πολύ κοντά στην σημερινή μεθοριακή πόλη στα βόρεια σύνορα του Πακιστάν, Πεσαβάρ (Peshawar = πόλη των συνόρων).

Στο μεταξύ, στο Ελληνο-Ινδικό Βασίλειο του Νότου, μετά το θάνατο του Μενάνδρου, θα τον διαδεχθεί στο θρόνο η ικανή σύζυγός του Αγαθόκλεια, ως επίτροπος του ανήλικου γιου τους Στράτωνος. Ο Στράτων θα ανέλθει στο θρόνο μόλις ενηλικιωθεί, αλλά λόγω της ανικανότητάς του, θα παραμερισθεί από το νεώτερο αδερφό του Απολλόδοτο.

Ο Απολλόδοτος Α΄ (115-95 π.Χ. περίπου), υπήρξε ο τελευταίος σημαντικός ηγεμόνας του Ελληνο-Ινδικού Βασιλείου. Μετά το θάνατο του οι Έλληνες θα περιορισθούν σε συνεχή άμυνα κατά της πλημμυρίδας των νομάδων εισβολέων. Η διαμάχη όμως των δύο Δυναστειών (των απογόνων του Ευκρατίδη και του Μενάνδρου) και ο κατακερματισμός σε διάφορα μικροσκοπικά βασίλεια θα φέρουν σύντομα το τέλος.

Μια τελευταία αναλαμπή θα σημειωθεί λίγο πριν από τα μέσα του 1ου αιώνα π.Χ., όταν ο Ερμαίος (90-70 π.Χ.), γιος του Αμύντα, από τη Δυναστεία των Ευκρατιδών και η Καλλιόπη, κόρη του Ιππόστρατου, από τη Δυναστεία του Μενάνδρου, θα ενωθούν με τα δεσμά του γάμου, συνενώνοντας ταυτόχρονα και τα Βασίλειά τους (γύρω στο 80 π.Χ.).



Ερμαίος

Δυστυχώς όμως ήταν ήδη αργά. Οι Σάκες που είχαν επιτεθεί στο Βασίλειο των Πάρθων, τελικά θα απωθηθούν και θα αποσυρθούν στην επαρχία της Δραγγιανής, στις ανατολικές περιοχές του Ιρανικού οροπεδίου, όπου θα εγκατασταθούν (Σακαστάν, σημερινή επαρχία Σεϊστάν). Στη συνέχεια, θα διεισδύσουν μέσα από τη διάβαση του Μπολάν και θα εισέλθουν στην κοιλάδα του Ινδού, στα μετόπισθεν των Ελληνο-Ινδικών κρατιδίων. Οι Σάκες θα αποσπάσουν τα τελευταία τμήματα της Αραχωσίας, της Δυτικής Πενταποταμίας και της Γανδαρίτιδος που είχαν απομείνει στην κυριαρχία των Ελλήνων.

Το Βασίλειο του Ερμαίου θα περιορισθεί βαθμιαία στην φυσικώς οχυρή κοιλάδα του ποταμού Κωφήνος (σημερινός Καμπούλ) όπου γύρω στο 30 π.Χ. οι νομάδες Γιουέ-τσι ή Τόχαροι, αφού διασχίσουν την ορεινή διάβαση Κυμπέρ του Ινδοκούχου, θα καταλύσουν το τελευταίο Ελληνιστικό Βασίλειο που είχε απομείνει.

Θα πρέπει να τονίσουμε ότι οι πληροφορίες μας για την Βακτρία προέρχονται από τις ελάχιστες αναφορές των κειμένων αρχαίων συγγραφέων στα γεγονότα που διαδραματίσθηκαν εκεί, όπως ο Πολύβιος, ο Στράβων και ο αμφισβητούμενης αξιοπιστίας Μάρκος Ιουνιανός Ιουστίνος.

Οι νομισματολογικές μελέτες και έρευνες συμπληρώνουν συχνά τα υπάρχοντα κενά με αποτέλεσμα να υπάρχουν διαφορετικές εκδοχές των γεγονότων. Για μια τέτοια διαφορετική εκδοχή των συμβάντων μετά τον θάνατο του Ευθυδήμου Α΄ (195 π.Χ. περίπου) με πολλές λεπτομέρειες βλ. στην εξαιρετική μελέτη του H. Sidky: The Greek Kingdom of Bactria – University Press of America, 2000.

Αυτό υπήρξε λοιπόν το τέλος της μεγαλειώδους περιπέτειας του Ελληνισμού στην Βακτρία και στην μακρινή, αλλά και θρυλική (για τον αρχαίο κόσμο), χώρα των Ινδιών. Η προσφορά πάντως και η συμμετοχή του Ελληνικού στοιχείου στην πολιτιστική ζωή και εξέλιξη της κεντρικής Ασίας, υπήρξε σημαντικότατη, αλλά η ανάλυση και η ακριβής εκτίμηση της, εκφεύγει ασφαλώς των πλαισίων του παρόντος Λεξικού.

Δ.Ε.Ε.http://parisis.wordpress.com

http://dia-kosmos.blogspot.gr/



Δρ. Ιωάννης ΠαρίσηςΥποστράτηγος ε.α., Διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης / Διεθνών Σχέσεων (Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό ΑΜΥΝΑ & ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ, τ. Φεβρουαρίου 2014)

Η έννοια του στρατηγικού περιβάλλοντος

Ο όρος στρατηγικό περιβάλλον χρησιμοποιείται συχνά, από πολλούς, ακόμη και σε θέματα που δεν έχουν κάποια σχέση με την στρατηγική. Κατά τα τελευταία χρόνια μάλιστα, είναι της «μόδας» θα έλεγα, η χρησιμοποίηση των συναφών όρων «γεωπολιτικό περιβάλλον», «γεωστρατηγικό περιβάλλον», ή «περιβάλλον ασφάλειας», χωρίς, ωστόσο, τις περισσότερες φορές να είναι σαφής η έννοια υπό την οποία χρησιμοποιούνται. 
 
Το στρατηγικό περιβάλλον ενός κράτους είναι ο χώρος εντός του οποίου βρίσκεται σε αλληλεπίδραση με άλλα κράτη ή μη κρατικούς δρώντες, με στόχο την εξυπηρέτηση των εθνικών συμφερόντων και την προαγωγή της ευημερίας της χώρας.


Το στρατηγικό περιβάλλον συνίσταται από το πλαίσιο που δημιουργείται από εσωτερικής και εξωτερικής φύσης καταστάσεις, σχέσεις, τάσεις, απειλές, ευκαιρίες, αλληλεπιδράσεις που επηρεάζουν την επιτυχία ενός κράτους σε σχέση με τον κόσμο που το περιβάλλει, σε σχέση με άλλα κράτη ή μη κρατικούς δρώντες, σε σχέση με τυχαία γεγονότα, καθώς και τις δυνατές προοπτικές που υφίστανται.

Η ασφάλεια αποτελεί προϋπόθεση της ανάπτυξης. Ένα ασφαλές περιβάλλον εξασφαλίζει τα εθνικά συμφέροντα και συμβάλει στη εγκαθίδρυση σταθερότητας και ειρήνης. Από την άλλη, η γεωγραφία αποτελεί σημαντικό στοιχείο στην εξέταση του στρατηγικού περιβάλλοντος και συχνά μας βοηθά στο να εξηγήσουμε πώς λειτουργεί το διεθνές σύστημα. Αποτελεί μία σταθερά που επιβάλλει περιορισμούς και καθορίζει το πώς ένα κράτος αναπτύσσεται, πώς αλληλεπιδρά με τα γειτονικά κράτη, αν είναι απομονωμένο ή όχι, αν είναι πλούσιο ή φτωχό, ισχυρό ή αδύναμο.

Τις λύσεις για την αντιμετώπιση των προβλημάτων και των προκλήσεων του στρατηγικού περιβάλλοντος, καλείται να βρει η ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ, η οποία έχει πολλές διαστάσεις, που όλες μπαίνουν στο παιχνίδι, σε μεγαλύτερη ή μικρότερη έκταση, κάθε φορά. Η στρατηγική, σε εθνικό κυρίως επίπεδο, επιδιώκει να φέρει ειδικά αποτελέσματα στο περιβάλλον. Συγκεκριμένα να προωθήσει τις ευνοϊκές συνέπειες και να αποκλείσει τις μη ευνοϊκές. Άνθρωποι, κοινωνία, πολιτισμός, πολιτική, οικονομία, κρατική οργάνωση και διοίκηση, πληροφορίες, τεχνολογία, επιχειρήσεις, ηγεσία (πολιτική και στρατιωτική) και γεωγραφία είναι μερικές από τις διαστάσεις αυτές.

Κεντρικό σημείο αναφοράς της στρατηγικής και σημαντικό στοιχείο της συμπεριφοράς των κρατών στο διεθνές περιβάλλον, είναι η ΙΣΧΥΣ. Υπό την έννοια αυτή, τα κράτη που μπορούν να προβάλλουν την ισχύ τους σε μεγαλύτερες αποστάσεις, αποτελούν τα κυρίαρχα κράτη σε κάθε ιστορική περίοδο στο διεθνές σύστημα. Η στρατηγική – είτε ως υψηλή στρατηγική είτε ως στρατιωτική στρατηγική – κάνει χρήση της εθνικής ισχύοςπροκειμένου να υλοποιήσει τους αντικειμενικούς σκοπούς της, στη διάρκεια τόσο των περιόδων ειρήνης όσο και των περιόδων πολεμικών συρράξεων.

Το στρατηγικό περιβάλλον μπορεί να αναλυθεί από διαφορετικές προοπτικές. Οι θεωρίες του χάους και της πολυπλοκότητας προσφέρουν μια προοπτική, η οποία περιγράφει το στρατηγικό περιβάλλον όπως αυτό είναι και όπως αντιδρά σε μια άμεση και απλή αιτία που μπορεί να έχει επιπτώσεις στην υφιστάμενη, σε κάποια δεδομένη στιγμή, ισορροπία. Αμφότερες οι θεωρίες χρησιμεύουν στο να βοηθήσουν εκείνους που λαμβάνουν αποφάσεις και υλοποιούν τη στρατηγική, ώστε να σκέπτονται κατά τρόπο ρεαλιστικό που να συλλαμβάνει και να αναλύει όλα τα νοήματα σχετικά με τη φύση και τη λειτουργία του στρατηγικού περιβάλλοντος. 

Οι αντιλήψεις της «μη γραμμικότητας», ως νοητικού εργαλείου οργάνωσης, λειτουργίας και λήψης αποφάσεων, είναι πολύ χρήσιμες.

Η διαμόρφωση του στρατηγικού περιβάλλοντος της Μεσογείου

Πέραν της υλοποίησης εθνικών σχεδίων, οποιαδήποτε συμμετοχή των ελληνικών μονάδων ειδικών επιχειρήσεων σε κάποια επιχείρηση, θα γίνει στο πλαίσιο κάποιας επιχείρησης διαχείρισης κρίσης, που θα αναπτυχθεί υπό το ΝΑΤΟ ή υπό την ΕΕ στο πλαίσιο της ΚΠΑΑ. Η μέχρι σήμερα εμπειρία δείχνει ότι αυτού του είδους οι επιχειρήσεις έχουν ως γεωγραφικό χώρο ανάπτυξης την ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου. Στην περιοχή αυτή θα αναφερθώ στη συνέχεια, δίνοντας έμφαση στην Ανατολική Μεσόγειο.

Η Μεσόγειος, ευρισκόμενη στο κέντρο ενός σχετικά ασταθούς περιφερειακού πλαισίου, διαδραματίζει κεντρικό ρόλο στη μορφή του γεωστρατηγικού περιβάλλοντος ολόκληρης της Ευρώπης, της Βόρειας Αφρικής, της Μέσης Ανατολής και ευρύτερα. Από γεωπολιτικής πλευράς, η μεσογειακή περιοχή, ως ένα διεθνές σύστημα, μπορεί να υποδιαιρεθεί σε διάφορες επιμέρους περιοχές (υποπεριοχές ή γεωπολιτικά υποσυστήματα). Στις κύριες υποπεριοχές που διακρίνουμε στην ευρύτερη μεσογειακή περιοχή ανήκουν η ευρωπαϊκή ήπειρος, η Βόρεια Αφρική και η Μέση Ανατολή, αλλά και περιοχές που εκτείνονται πέραν της μεσογειακής λεκάνης και αποτελούν κατά κάποιο τρόπο επέκτασή της. Στις περιοχές αυτές ανήκουν κυρίως η Υποσαχάρια Αφρική, ο Εύξεινος Πόντος και η περιοχή του Περσικού Κόλπου.

Στη μεσογειακή λεκάνη υπάρχουν επίσης θαλάσσιοι δίαυλοι επικοινωνίας προς και από την Αφρική, κυρίως στις περιοχές της Κύπρου, της Κρήτης, της Μάλτας, της Σικελίας, της Σαρδηνίας, των Βαλεαρίδων Νήσων και του Γιβραλτάρ που αποτελούν σημεία στρατηγικής σημασίας, επί των οποίων στηρίζονται άξονες γεωστρατηγικής επιρροής.

Η Βαλκανική Χερσόνησος, από γεωφυσική αλλά και γεωπολιτική και γεωοικονομική άποψη, έχει σαφώς διακριτή ταυτότητα και αυτονομία. Επιπλέον, με την εξαίρεση της Κύπρου, βρίσκεται πλησιέστερα από κάθε άλλη ευρω-μεσογειακή περιφέρεια στις κύριες πηγές προέλευσης βασικών καυσίμων. Στη Βαλκανική, η μεταψυχροπολεμική εποχή χαρακτηρίστηκε από την πλήρη ανατροπή του υφιστάμενου επί δεκαετίες γεωστρατηγικού σκηνικού, ενώ εξακολουθούν να υφίστανται κάποιες γεωστρατηγικής φύσης εκκρεμότητες. Έτσι, η σταθερότητα δεν έχει επιτευχθεί απολύτως, αν ληφθεί υπ’ όψιν ότι στα δυτικά Βαλκάνια συνεχίζεται η παρουσία στρατιωτικών και αστυνομικών δυνάμεων της ΕΕ, στο πλαίσιο αντιστοίχων επιχειρήσεων.

Ανατολικότερα, ο Εύξεινος Πόντος, αποτελεί καίριο συνδετικό κρίκο μεταξύ της Μεσογείου και της Κεντρικής Ασίας. Μαζί με τον Καύκασο και την Κασπία συνιστούν περιοχή ιδιαίτερου γεωπολιτικού και γεωστρατηγικού ενδιαφέροντος, που αυξάνει συνεχώς κατά τα τελευταία χρόνια. H ύπαρξη σημαντικών κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου, τα οποία κυρίως διακινούνται –με αγωγούς ή πλοία– μεταξύ των ακτών του Ευξείνου, αλλά και προς τη Δυτική Ευρώπη και τη Μεσόγειο, αυξάνει τη σημασία της περιοχής αυτής.

Στην περιοχή του Ευξείνου Πόντου και του Καυκάσου –και κατ’ επέκταση στη μεσογειακή περιοχή– προβάλλει ο γεωπολιτικός όγκος της Ρωσίας. Πέραν της στρατιωτικής, η Ρωσία προβάλλει και με την ενεργειακή παρουσία της, η οποία εκτείνεται μέσω των Βαλκανίων προς την Κεντρική και τη Δυτική Ευρώπη και μέσω της Τουρκίας στις ακτές της Ανατολικής Μεσογείου.

Ο Βορράς της αφρικανικής ηπείρου, ως τμήμα του αραβο-ισλαμικού κόσμου, συνδέεται στενότερα με την περιοχή της Μέσης Ανατολής απ’ ό,τι με την υπόλοιπη Αφρική. Τον πυρήνα της Βόρειας Αφρικής αποτελεί το Μαγκρέμπ (Maghreb) –η «Δύση» των Αράβων–, όπου κυρίως βρίσκονται τα μεγαλύτερα κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου όλης της αφρικανικής ηπείρου. Αλγερία και Λιβύη είναι οι πιο πλούσιες σε υδρογονάνθρακες χώρες της Βόρειας Αφρικής.

Παρά τις πρωτοβουλίες που έχουν αναπτυχθεί, κυρίως από την ευρωπαϊκή πλευρά, και τη σημαντική οικονομική και αναπτυξιακή βοήθεια που παρέχεται από την ΕΕ, πολλά και σημαντικά προβλήματα εμποδίζουν την ανάπτυξη των χωρών της Βόρειας Αφρικής αλλά και την πρόοδο της συνεργασίας τους με την Ευρώπη. Πολιτική αστάθεια, έλλειψη δημοκρατικών θεσμών, άνιση κατανομή του πλούτου, δημογραφικές εντάσεις, ανεργία, θρησκευτικός φανατισμός, πολιτισμικές ιδιαιτερότητες, ακόμη και αντιθέσεις μεταξύ των ίδιων των αραβικών χωρών της περιοχής, αποτελούν εμπόδια για την ανάπτυξη και τη δια-μεσογειακή συνεργασία.

Η Μέση Ανατολή αποτελεί το ενεργειακό κέντρο της παγκόσμιας οικονομίας. Μαζί με την Κεντρική Ασία είναι μία από τις δύο σημαντικότερες περιοχές του διεθνούς συστήματος, από στρατηγικής πλευράς. Στην περιοχή αυτή συμβαίνει μία από τις σημαντικότερες γεωπολιτικές συγκρούσεις του 20ού και του 21ου αιώνα.

Στην περιοχή της Μέσης Ανατολής ανήκει το Μασρέκ (Machrek) –η «Ανατολή» των Αράβων–, ο χώρος όπου «γεννιέται» ο ήλιος. Εδώ βρίσκεται και «εύφορη ημισέληνος». Μια περιοχή εύφορη, από τον Νείλο μέχρι την κοιλάδα του Ευφράτη και από τη μεσογειακή ακτή μέχρι τον Περσικό Κόλπο, πλούσια σε κοιτάσματα πετρελαίου, αλλά παράλληλα ασταθής, με σημαντικά προβλήματα και εντάσεις μεταξύ των κρατών που περιλαμβάνει.

Η Τουρκία αποτελεί ένα ξεχωριστό πρόβλημα στην περιοχή. Αν και μουσουλμανική χώρα, οι σχέσεις της με τους Άραβες γείτονές της δεν ήταν ποτέ ομαλές, ενώ η στρατηγική προσέγγιση που είχε αναπτύξει για χρόνια με το Ισραήλ οδηγήθηκε σε ναυάγιο στα τέλη της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα.

Από γεωγραφική άποψη, η Τουρκία αποτελεί το σταυροδρόμι τριών κόσμων: τουευρωπαϊκού στα βορειοδυτικά, του υπό ευρεία έννοια ρωσικού στα βορειοανατολικά και του μεσανατολικού στα νοτιοανατολικά. Συνδέει τον Εύξεινο Πόντο με τη Μεσόγειο και την Ευρώπη με τη Μέση Ανατολή, ευρισκόμενη σε μία από τις πιο ευαίσθητες, πολιτικά, οικονομικά, στρατιωτικά και γεωστρατηγικά, ζώνες του κόσμου.

Η Τουρκία είναι η μόνη χώρα-μέλος του ΝΑΤΟ που έχει χερσαία σύνορα με τις χώρες του Νοτίου Καυκάσου, το Ιράν και χώρες του αραβικού κόσμου. Υψηλής προτεραιότητας αντικείμενο αποτελεί η ομαλή λειτουργία των αγωγών μεταφοράς ενέργειας που διέρχονται από το έδαφός της. Από την άλλη, το Κουρδικό ζήτημα συνιστά έναν «στρατηγικό εφιάλτη» για την Τουρκία που κατέστη εντονότερος εξαιτίας της συριακής κρίσης.

Πέρα από το εγγύς περιβάλλον της μεσογειακής λεκάνης βρίσκεται η νοτίως της Σαχάρας Αφρική –η Υποσαχάρια Αφρική–, η οποία αποτελεί χώρο ιδιαίτερης σημασίας για την Ευρώπη, παρά το γεγονός ότι στην πράξη δεν βρίσκεται ψηλά στις προτεραιότητες των περισσότερων κρατών της ΕΕ. Ωστόσο, οι πρόσφατες και εν εξελίξει κρίσεις στο Σουδάν, το Τσαντ, το Μαλί και την Δημοκρατία της Κεντρικής Αφρικής, και η επέμβαση ευρωπαϊκών δυνάμεων, δίνουν μία εντύπωση της σημαντικότητας της περιοχής.

Ξεχωριστή σημασία για την Ευρώπη έχει η περιοχή του Σαχέλ (Sahel), μια άνυδρη και σχεδόν ξηρή κλιματολογική ζώνη που βρίσκεται στο νότιο όριο της ερήμου της Σαχάρας και εκτείνεται εγκάρσια προς την αφρικανική ήπειρο, από τον Ατλαντικό έως την Ερυθρά Θάλασσα. Αποτελεί μια ενδιάμεση ζώνη μεταξύ της τελείως άνυδρης Σαχάρας στο Βορρά και της πολύ υγρής σαβάνας και των δασών της Κεντρικής Αφρικής. Οι εννέα από τις χώρες που βρίσκονται στην περιοχή του Σαχέλ, με περίπου 50 εκατομμύρια κατοίκους περιλαμβάνονται μεταξύ των φτωχότερων στον κόσμο. Από τις χώρες αυτές προέρχεται ένα μεγάλο μέρος των λαθρομεταναστών που προσπαθούν να εισέλθουν στην Ευρώπη.

Η ζώνη αυτή έχει εξαιρετικό ενεργειακό ενδιαφέρον για την Ευρώπη. Παράλληλα υφίσταται τη διείσδυση των Ισλαμιστών της Αλ Κάιντα, οι οποίοι επιδιώκουν να τη μετατρέψουν σε βάση της διεθνούς τρομοκρατίας, κατά το πρότυπο του Αφγανιστάν. Αυτό σημαίνει ότι ολόκληρη η περιοχή συνιστά σοβαρό κίνδυνο για την Ευρώπη, η οποία, ωστόσο, ποτέ δεν αποφάσισε να αντιδράσει κατά τρόπο συστηματικό και αποτελεσματικό.

Σύμφωνα με όσα ήδη αναλύθηκαν, στη μεσογειακή περιοχή μπορούμε να διακρίνουμεάξονες (ή ζώνες) με σημαντική γεωστρατηγική αξία, υπό την έννοια ότι αυτοί, στηριζόμενοι σε σημεία στρατηγικής σημασίας, μπορούν να χρησιμεύσουν για τον έλεγχο και την άσκηση ελέγχου ή επιρροής σε συγκεκριμένες περιοχές. Η εκτίμηση της σημασίας των αξόνων αυτών γίνεται με βάση το ρόλο τους ως κόμβων ή διαδρόμων μεταφορών και επικοινωνιών, ως χώρων ενεργειακών αποθεμάτων και φυσικών πόρων, ως σημείων ή περιοχών συγκέντρωσης στρατιωτικών δυνάμεων, ως βάσεων υποστήριξης στρατιωτικών επιχειρήσεων, καθώς επίσης και ως σημείων άσκησης πολιτικής επιρροής.

Ως τέτοιους άξονες μπορούμε να αναφέρουμε:

(1) Τον οριζόντιο άξονα που τέμνει στο μέσον τη μεσογειακή λεκάνη.

(2) Τον άξονα που κινείται παραλλήλως προς τον προηγούμενο, στη Βόρεια Αφρική, από τον Ατλαντικό μέχρι την Ερυθρά Θάλασσα και τον Περσικό Κόλπο.

(3) Τους άξονες που κινούνται κατά την έννοια Βορράς – Νότος και αντιστρόφως, τέμνουν τους προηγούμενους και συνδέουν τη Βόρεια και την Κεντρική Ευρώπη με τη Βόρεια Αφρική, την Ανατολική Μεσόγειο – Διώρυγα του Σουέζ, και τηΜέση Ανατολή.

(4) Τον άξονα που συνδέει τον Εύξεινο Πόντο, διά των Στενών του Βοσπόρου και των Δαρδανελίων και του νησιωτικού συμπλέγματος του Αιγαίου, με την Κρήτη και τη Βόρεια Αφρική.

Ποιοι είναι οι κύριοι παράγοντες που επηρεάζουν και διαμορφώνουν το μεσογειακό στρατηγικό περιβάλλον;

Το στρατηγικό περιβάλλον της μεσογειακής περιοχής διαμορφώνεται κατ’ αρχήν από τις πολιτικές, τα συμφέροντα, τις δράσεις και τις συνεργασίες ή τις αντιπαραθέσεις των κρατών που περιβάλλουν την μεσογειακή λεκάνη. Ουσιαστικά της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη βόρεια ακτή και του αραβικού κόσμου στη νότια. Επιπλέον, το περιβάλλον αυτό επηρεάζεται από τις πολιτικές, τις επιδιώξεις και τα συμφέροντα μεγάλων παγκόσμιων παικτών που είναι παρόντες ή παρεμβαίνουν στην περιοχή.

Δεδομένου ότι η Μεσόγειος ενώνει έναν μεγάλο αριθμό χωρών, μέσα από τρία σημαντικά στρατηγικά σημεία πρόσβασης –Γιβραλτάρ, Βόσπορος-Δαρδανέλλια και Σουέζ–, παρέχει στους τρομοκράτες και στους διακινητές ανθρώπων, ναρκωτικών και όπλων εύκολη πρόσβαση στις μεγάλες και δύσκολα ελεγχόμενες ακτές της.

Στη μεταψυχροπολεμική εποχή, το ενδιαφέρον εστιάζεται στα πιθανά σημεία ανάφλεξης, κυρίως της Ανατολικής Μεσογείου, ενώ η παραγωγή και η μεταφορά των ενεργειακών πόρων αποτελεί έναν ακόμη σημαντικό παράγοντα που επηρεάζει καταλυτικά το μεσογειακό περιβάλλον. Τα αντικρουόμενα συμφέροντα και οι ανταγωνισμοί ισχύος των κυρίαρχων διεθνών παικτών, αποτελούν μία άλλη σημαντική πτυχή της ασφάλειας και της ισορροπίας ισχύος στη μεσογειακή περιοχή.

Η ΕΕ έχει αναπτύξει κοινές στρατηγικές και πρωτοβουλίες για την προσέγγιση των χωρών της νότιας ακτής και την αντιμετώπιση των προβλημάτων, των προκλήσεων και των απειλών για την ασφάλεια και τη σταθερότητα στην περιοχή. Παράλληλα, έχει αναπτύξει από την αρχή του 21ου αιώνα την Κοινή Πολιτική Ασφάλειας και Άμυνας (ΚΠΑΑ), ως αμυντικό βραχίονα και ως μέσο προβολής ισχύος της Ένωσης, σε συνεργασία και συμπληρωματικά προς το ΝΑΤΟ. Μέσα από την ΚΠΑΑ, η ΕΕ αναπτύσσει στρατιωτικές και μη στρατιωτικές δυνατότητες επέμβασης για τη διαχείριση κρίσεων. Στην πράξη, οι επιχειρήσεις που μέχρι σήμερα έχει αναπτύξει η ΕΕ αφορούν στο ευρύτερο μεσογειακό περιβάλλον: Βαλκάνια, Καύκασος, Παλαιστίνη, Ιράκ, Σουδάν, Τσαντ, Κονγκό.

Οι προβληματισμοί για την ασφάλεια στην περιοχή της Μεσογείου περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, την κατάσταση και τη θέση της Τουρκίας, την κρίση στη Συρία, που ουσιαστικά έχει εξελιχθεί σε εμφύλιο πόλεμο, τις συγκρούσεις στον Λίβανο, την πολιτική αστάθεια στην Αίγυπτο, τη Λιβύη, την Τυνησία και την Αλγερία, το Κυπριακό, το Παλαιστινιακό, τις σχέσεις του Ισραήλ με τον αραβικό κόσμο, το Κουρδικό.

Επιπλέον, προβληματισμούς για την ασφάλεια δημιουργούν η άνοδος ισλαμικών κομμάτων στην εξουσία αραβικών κρατών, η δράση τρομοκρατικών ομάδων, η διάχυτη οικονομική ανισότητα και η στρεβλή δημογραφική ανάπτυξη, η αύξηση του διεθνούς εγκλήματος, η διασπορά διαφόρων τύπων όπλων και, τέλος, οι δραστηριότητες των κυρίων παικτών του διεθνούς συστήματος και των διεθνών οργανισμών σε περιοχές όπου από παλιά υφίστανται αντιπαραθέσεις και επεμβάσεις.

Η ενεργειακή ασφάλεια αποτελεί επίσης κύριο στοιχείο του μεσογειακού περιβάλλοντος, καθώς περισσότερο από το 65% των εισαγωγών πετρελαίου και φυσικού αερίου της Ευρώπης διέρχεται από τη Μεσόγειο. Ένα ασφαλές και σταθερό περιβάλλον στην περιοχή είναι σημαντικό, όχι μόνο για τις χώρες που εισάγουν, αλλά επίσης για τις χώρες-παραγωγούς ενέργειας και τις χώρες μέσω των οποίων γίνεται η διαμετακόμιση του πετρελαίου και του φυσικού αερίου.

Ο όρος ενεργειακή ασφάλεια έχει διττή έννοια:

Από τη μια συναρτάται στενά με την ανάγκη θωράκισης της οικονομίας από τις επιπτώσεις τις οποίες μπορεί να προκαλέσει μια αιφνίδια διακοπή του εφοδιασμού της με ενέργεια, καθώς επίσης και μια μεγάλη αύξηση των τιμών των ενεργειακών πόρων.

Η δεύτερη έχει να κάνει με τη φυσική ασφάλεια, της εξασφάλισης δηλαδή ων ενεργειακών υποδομών από επιθέσεις και δολιοφθορές, με τη χρήση ακόμα και στρατιωτικής ισχύος.

Το «Τρίγωνο της Κρίσης»

Παρατηρώντας το χάρτη διαπιστώνουμε ότι οι σημαντικότερες κρίσεις, συγκρούσεις και εντάσεις συμβαίνουν στην περιοχή την οποία στο τελευταίο βιβλίο μου έχω ονομάσει«Τρίγωνο της Κρίσης». Ένα νοητό τρίγωνο του οποίου οι κορυφές βρίσκονται στη Μεσόγειο, την Κασπία και τον Περσικό Κόλπο. Αν διευρύνουμε το «τρίγωνο» αυτό, τοποθετώντας τις δύο –πλην της Μεσογείου– κορυφές του στην Κεντρική Ασία και στον Ινδικό Ωκεανό αντιστοίχως, θα μπορούσαμε να δούμε και άλλες περιοχές κρίσης, από το Αφγανιστάν μέχρι την Αραβική Θάλασσα. Όλα δείχνουν ότι το «Τρίγωνο της Κρίσης» θα απασχολήσει τη διεθνή κοινότητα για πολλά χρόνια.

Επίλογος

Στον 21ο αιώνα του οποίου ήδη διανύουμε τη δεύτερη δεκαετία, εμφανίστηκαν νέες μορφές απειλών και προκλήσεων οι οποίες δημιούργησαν νέα δεδομένα στο στρατηγικό περιβάλλον παγκοσμίως και επέβαλαν την ανάπτυξη νέων στρατηγικών για την αντιμετώπισή τους. Από την άλλη, η εξέλιξη της επιστήμης και της τεχνολογίας και οι στρατηγικές καινοτομίες που δημιούργησαν, καθώς επίσης και η δομή και ο τρόπος λειτουργίας των σύγχρονων κρατών, δημιούργησαν ευκαιρίες χρήσης και άλλων μέσων για την επιβολή της θέλησης επί του αντιπάλου. Επιπλέον, οι στρατηγικές καινοτομίες έπαιξαν ρόλο στην μετεξέλιξη της μορφής του πολέμου.

Τρεις κυρίως στρατηγικές καινοτομίες έχουν επηρεάσει τη διαμόρφωση του σύγχρονου στρατηγικού περιβάλλοντος και συνεχίζουν να επηρεάζουν τη στρατηγική αντίληψη και τη λήψη αποφάσεων στο διεθνές σύστημα: τα πυρηνικά όπλα, οι διεθνείς επικοινωνίες, και η τεχνολογία των ηλεκτρονικών υπολογιστών. Καθεμία έχει επιφέρει δραματική αλλαγή στις στρατιωτικές, πολιτιστικές και οικονομικές προκλήσεις που αντιμετωπίζουν τα κράτη. Κατά τα τελευταία χρόνια, το Διάστημα, ο Κυβερνοχώρος, η βιοτεχνολογία, η ρομποτική και τα μη επανδρωμένα συστήματαπου αποτελούν εφαρμογές της, συνιστούν τομείς που επίσης δημιουργούν νέα δεδομένα στο διεθνές σύστημα, τις στρατηγικές αντιλήψεις και τη λήψη αποφάσεων.

(*) Το άρθρο αυτό αποτελεί σύνοψη της εισήγησης που παρουσιάσθηκε στην ημερίδα «Οι Ειδικές Επιχειρήσεις στο Σύγχρονο Στρατηγικό Περιβάλλον» που οργανώθηκε από την Διακλαδική Διοίκησης Ειδικών Επιχειρήσεων του ΓΕΕΘΑ, στο αμφιθέατρο του Πολεμικού Μουσείου στις 22/1/14. 

http://parisis.wordpress.com/

http://dia-kosmos.blogspot.gr/




Γράφει ο Δρ. Ιωάννης ΠαρίσηςΥποστράτηγος ε.α., Διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης

Είναι γνωστή η φράση, ότι «ο Πόλεμος είναι πολύ σπουδαία υπόθεση για να την εμπιστευθούμε στους στρατιωτικούς» («La guerre ! C’est une chose trop grave pourla confier à des militaires») η οποία διατυπώθηκε το 1886, από τον μετέπειτα πρωθυπουργό της Γαλλίας Κλεμανσώ (Georges Clemenceau), στην περίοδο του Α’ΠΠ (1814-1929) και χρησιμοποιείται συνήθως από κάποιους με πρόθεση απαξιώσεως των στρατιωτικών. Είναι ενδιαφέρον να δούμε πότε και γιατί διατύπωσε την εν λόγω φράση ο Κλεμανσώ.


Πριν προχωρήσω στην εξέταση της φράσης αυτής, θα διατυπώσω κάποιες σκέψεις σχετικά με την στρατηγική. Ο πόλεμος δεν είναι πλέον αποκλειστικά στρατιωτικό φαινόμενο. Σήμερα ο πόλεμος έχει προσλάβει μια καθαρά ολοκληρωτική μορφή, δηλαδή διεξάγεται συγχρόνως σε διάφορα πεδία, πολιτικό, οικονομικό, διπλωματικό, στρατιωτικό. Κατά συνέπεια και η στρατηγική έχει επεκταθεί σε όλα αυτά τα πεδία και έχει και αυτή καταστεί ολοκληρωτική. Έτσι, χρησιμοποιήθηκε ο όρος της υψηλής στρατηγικής (grand strategy).


Κατά τον Λίντελ Χαρτ ο ρόλος της Στρατηγικής είναι να συντονίζει και να διευθύνει όλες τις πηγές ενός έθνους, ή ομάδας εθνών, για την επίτευξη του πολιτικού σκοπού του πολέμου: του σκοπού που καθορίζεται από τη βασική πολιτική (Liddell Hart, Στρατηγική της Έμμεσης Προσέγγισης). Επίσης, Ο Μοντγκόμερυ αναφέρει ότι στρατηγική είναι η τέχνη της κατανομής και της εφαρμογής στρατιωτικών μέσων, όπως ενόπλων δυνάμεων και εφοδίων, για την εκπλήρωση των στόχων της πολιτικής (Montgomery of Alamein, A History of Warfare).

Έρχομαι τώρα στην φράση του Κλεμανσώ για τον πόλεμο και τους στρατιωτικούς. Υπάρχει συνήθως η τάση όταν ακούμε λόγια που έχουν ειπωθεί στο παρελθόν, να θεωρούμε εκ προοιμίου πως πρέπει να έχουν και κάποια αξία. Δεν νομίζω ωστόσο ότι κάθε φράση που έγραψε ή είπε στη διάρκεια της Ιστορίας, η κάθε σημαντική ή ασήμαντη προσωπικότητα, θα πρέπει να τη θεωρούμε θέσφατο ή κάτι σαν διάταξη νόμου ή θεϊκή εντολή. Κατά συνέπεια θεωρώ ότι δεν υπάρχει λόγος ούτε να δίνουμε σ’ αυτές ιδιαίτερη σημασία ούτε να τις επαναλαμβάνουμε με κάθε ευκαιρία. Αν μάλιστα ψάξουμε λίγο θα δούμε ότι σε πολλές περιπτώσεις οι φράσεις αυτές ειπώθηκαν ή γράφηκαν στα πλαίσια κάποιας αντιπαράθεσης σε προσωπικό, πολιτικό ή εθνικό επίπεδο, όπως συνέβη και στην περίπτωση του Κλεμανσώ.

Ας δούμε τώρα πότε και γιατί εξέφρασε την εν λόγω άποψη ο Κλεμανσώ. Ενώ από το 1871 είχε ήδη έντονη πολιτική και δημοσιογραφική δράση με το κόμμα των Ριζοσπαστών-Σοσιαλιστών, το 1886 υποστήριξε την Δεξιά, με σκοπό τη διατήρηση στην Πρωθυπουργία του Φρεσινέ(Charles de Freycinet). Πρότεινε μάλιστα – και επέβαλε – ως Υπουργό Πολέμου τον Στρατηγό Μπουλανζέ (Georges Ernest Jean-Marie Boulanger, 1837– 1891), σημαντική στρατιωτική και στη συνέχεια πολιτική φυσιογνωμία της Γαλλίας, ο οποίος μάλιστα εξέφραζε εθνικιστικές απόψεις με στόχο την Γερμανία. Όταν αργότερα ο τελευταίος έδειξε τάσεις αυτονόμησης και φιλοδοξίες διεκδίκησης της εξουσίας (δημιουργήθηκε μάλιστα πολιτικό ρεύμα που ονομάσθηκε “Boulangism” – θα λέγαμε Μπουλανζισμός), ο Κλεμανσώ απέσυρε την υποστήριξή του προς τον Στρατηγό και έγινε φανατικός πολέμιός του, κυρίως διά του Τύπου (διέθετε μάλιστα δική του εφημερίδα, την “La Justice”, που είχε ιδρύσει το 1880).

Εύκολα λοιπόν μπορούμε να αντιληφθούμε, μέσα στον αριβισμό που φαίνεται ότι τον διέκρινε, γιατί έγραψε και την εν λόγω φράση. Με την ίδια λοιπόν λογική, αν επρόκειτο για ένα ιατρό-υπουργό Υγείας, ο Κλεμανσώ – ή κάποιος άλλος – θα μπορούσε να είχε πει ότι, «η Υγεία είναι πολύ σπουδαία υπόθεση για την εμπιστευθούμε στους γιατρούς». Για πιο λόγο αλήθεια, ένας τέτοιος αφορισμός θα έπρεπε να ακολουθεί τους γιατρούς για περισσότερο από έναν αιώνα; Εκτός φυσικά αν κάποιοι το επαναλάμβαναν συνεχώς προκειμένου να τους προσβάλουν ή να τους απαξιώνουν.

Ο Μοντγκόμερι γράφει σχετικά με την περί ής ο λόγος φράση, ότι:

«…είναι φυσικά αλήθεια. Εξίσου θα μπορούσε να ειπωθεί ότι ο πόλεμος είναι πολύ σοβαρή υπόθεση για να την αφήσουμε στους πολιτικούς. Η αλήθεια είναι ότι στο σύγχρονο πόλεμο η στενή συνεργασία μεταξύ των δύο (σ.σ. στρατιωτικών και πολιτικών) είναι ζωτικής σημασίας, και όπου αυτή απουσιάζει, είναι αμφίβολο το επιθυμητό αποτέλεσμα του πολέμου».Μπορούμε λοιπόν, ξεκινώντας από τη φράση αυτή του Κλεμανσώ – ανεξαρτήτως αν αυτή είχε ειπωθεί απαξιωτικά – να οδηγηθούμε σε κάποιες σκέψεις που έχουν σχέση με τα όσα περί υψηλής στρατηγικής αναφέραμε στην αρχή. Να τη θεωρήσουμε όχι ως πρόθεση αμφισβήτησης της ικανότητας των στρατιωτικών να φέρουν σε πέρας την αποστολή τους – η οποία γενικά συνίσταται στην εφαρμογή της στρατιωτικής στρατηγικής προς υποστήριξη του πολιτικού σκοπού του πολέμου – αλλά μάλλον για να την επισήμανση της πολυπλοκότητας του φαινομένου του πολέμου, η οποία επιβάλλει την ανάγκη κινητοποιήσεως όλων των δυνάμεων της χώρας προκειμένου να επιτευχθεί ο πολιτικός σκοπός του πολέμου. Με τη θέση αυτή συμβάλουμε στην ανάπτυξη της αντιλήψεως της υψηλής στρατηγικής, η οποία συμπεριλαμβάνει τη διαχείριση των πόρων ολοκλήρου του έθνους για τη διεξαγωγή του πολέμου.

Με άλλα λόγια θα μπορούσαμε να πούμε ότι, για τη διεξαγωγή του πολέμου δεν αρκεί η υλοποίηση της στρατιωτικής στρατηγικής εκ μέρους των στρατιωτικών, αλλά απαιτείται η υλοποίηση και των λοιπών διαστάσεων της υψηλής στρατηγικής (πολιτική, διπλωματία, οικονομία, εσωτερική οργάνωση της χώρας).

http://parisis.wordpress.com/

http://dia-kosmos.blogspot.gr/

Δρ. Ιωάννης Παρίσης(Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “Εθνικές Επάλξεις” του Συνδέσμου Επιτελών Εθνικής Άμυνας, τον Ιούνιο 2008)
Όλοι αναγνωρίζουν ότι κατά τη διάρκεια των 2-3 τελευταίων ετών, η Ρωσία έχει εισέλθει δυναμικά στο παγκόσμιο γεωπολιτικό παιχνίδι, δημιουργώντας σταδιακά τις προϋποθέσεις για να αναδειχθεί και πάλι σε παγκόσμια δύναμη. Ενώ γενικά είχε επικρατήσει η εντύπωση ότι εξέλιπε το αντίπαλο δέος για τη «μοναδική υπερδύναμη», σήμερα θα πρέπει να δεχθούμε ότι αυτό δημιουργείται συστηματικά από τη Ρωσία του Πούτιν. 

Μέσα σ’ αυτό το κλίμα ξεπροβάλλει και ο ρόλος που προτίθεται να παίξει η Ρωσία στο παγκόσμιο περιβάλλον. Πρόκειται για μια νέα Ρωσία, η οποία, κάτω από την ηγεσία του Πούτιν και των συνεργατών του, αφού πέρασε μια περίοδο περισυλλογής των ερειπίων της Σοβιετικής Ένωσης, διεκδικεί το ρόλο που θεωρεί ότι της ανήκει.

Από την ΕΣΣΔ στη Ρωσία του 21ου αιώνα

Στο παρελθόν, σχεδόν σε κάθε σύρραξη κρατών παγκοσμίως, οικονομική ή στρατιωτική, οι Ηνωμένες Πολιτείες υποστήριζαν τη μία πλευρά και η Σοβιετική Ένωση την άλλη. Αυτό συνέβη για παράδειγμα στον πόλεμο μεταξύ Ιράν και Ιράκ της δεκαετίας του ’80 και τη σύρραξη μεταξύ Ινδίας και Πακιστάν. Ήταν η εποχή των κατασκοπευτικών αεροσκαφών, των μυστικών στρατιωτικών βάσεων, των πυρηνικών καταφυγίων, της κρίσης των πυραύλων στην Κούβα και τέλος της Πρωτοβουλίας Στρατηγικής Άμυνας των ΗΠΑ, που πήρε το κοινό όνομα «Πόλεμος των Άστρων.

Από τα τέλη της δεκαετίας του ’80, με τις μεταρρυθμίσεις του Μιχαήλ Γκορμπατσώφ στην οικονομία και το άνοιγμα της πληροφόρησης, η ΕΣΣΔ άρχισε να προχωρεί σε ουσιαστικές πολιτικές αλλαγές. Από τον Αύγουστο του 1991 διάφορα κομμουνιστικά κράτη διακήρυξαν την ανεξαρτησία τους, ενώ στις 8 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους οι πρόεδροι της Ρωσίας, της Ουκρανίας και της Λευκορωσίας υπέγραψαν τις Συμφωνίες της Belavezha[1], για τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, η οποία επιβεβαιώθηκε μέσα σε λίγες εβδομάδες. Κάποιοι στη Δύση θεώρησαν ότι ήταν ώρα για πανηγυρισμούς, με δεδομένο ότι ο Ψυχρός Πόλεμος είχε τελειώσει, η δε Σοβιετική Ένωση έπαψε να υφίσταται. Κάποιοι άλλοι βιάστηκαν να διακηρύξουν τη νίκη των ΗΠΑ. Εκείνη τη στιγμή πράγματι, και κατά κάποιο τρόπο μέχρι σήμερα, οι Ηνωμένες Πολιτείες έγιναν η μόνη υπερδύναμη στον πλανήτη.

Η νέα Ρωσία που προήλθε από τη διάλυση της ΕΣΣΔ πέρασε από μια περίοδο οικονομικής κρίσης, αύξησης της εγκληματικότητας και κοινωνικής αναταραχής. Στην περίοδο αυτή άρχισε να λαμβάνει οικονομική βοήθεια από τις Ηνωμένες Πολιτείες, το ΔΝΤ και άλλες Δυτικές χώρες. Ένας λόγος ανησυχίας της Δύσης ήταν το παλιό πυρηνικό οπλοστάσιο της Ρωσίας. Στα τέλη της δεκαετίας του 1990, οι Ηνωμένες Πολιτείες δαπανούσαν περίπου ένα δις δολάρια ετησίως για να βοηθήσουν τη Ρωσία να διαλύσει τα όπλα μαζικής καταστροφής που διέθετε.

Με την αρχή του 21ου αιώνα αναδύεται μια νέα Ρωσία. Δεν είναι πλέον κομμουνιστική, αλλά (σχεδόν) δημοκρατική, με ένα νέο πρόεδρο, τον Βλαντιμίρ Πούτιν. Εντωμεταξύ είχε απολέσει κάποια από τα στρατηγικά μέσα που διέθετε, αλλά γρήγορα βρήκε τον εαυτό της χάρη στους μεγάλους ενεργειακούς πόρους που διαθέτει και τα έσοδα από αυτούς. Δεν ήταν πλέον εχθρός για τη Δύση, αν και ούτε ακριβώς σύμμαχος. Τελευταίως κατέστη ένα κράτος που δείχνει σημάδια αυτοπεποίθησης, σφρίγους και ισχύος.

Στα τέλη της δεκαετίας του ’90 και το 2000, υπήρχε η αισιοδοξία ότι οι οικονομικές και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις θα συνεχίζονταν και η Ρωσία θα παρέμενε στην υποτιθέμενη αργή αλλά σταθερή πορεία προς τον Δυτικό καπιταλισμό. Η αντίδραση της Ρωσίας στην τρομοκρατική επίθεση της 11/9 στις Ηνωμένες Πολιτείες, ήταν παρόμοια με εκείνη των περισσοτέρων χωρών: έκφραση συμπάθειας και υποστήριξης. Ακόμα η Μόσχα ξάφνιασε κάποιους όταν πρόσφερε στις αμερικανικές στρατιωτικές δυνάμεις πρόσβαση σε πρώην Σοβιετικές βάσεις στην Κεντρική Ασία κατά τον πόλεμο στο Αφγανιστάν. Τότε κάποιοι πίστεψαν ότι η Μόσχα ανέμενε σε ανταπόδοση από την Ουάσιγκτον να κάνει τα «στραβά μάτια» σε ότι αφορούσε τη δική της επέμβαση στην Τσετσενία. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα αναπτύχθηκε μια φιλική σχέση μεταξύ των προέδρων Πούτιν και Μπους. Ωστόσο, οι αμερικανο-ρωσικές σχέσεις άλλαξαν όταν οι ΗΠΑ ηγήθηκαν του «Πολέμου κατά της Τρομοκρατίας», που απλώθηκε από το Αφγανιστάν στο Ιράκ. Η Ρωσία, όπως και οι μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες, υποστήριξαν ότι μια επέμβαση στο Ιράκ θα έπρεπε να γίνει μόνο με εντολή των Ηνωμένων Εθνών.

Η Ειδική Σχέση με το ΝΑΤΟ

Στα πλαίσια των προσπαθειών για την εμπέδωση περιβάλλοντος ασφαλείας, μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ, το ΝΑΤΟ ανέπτυξε ειδικές σχέσεις με τη Ρωσία. Η Ρωσία υπέγραψε το πρόγραμμα της Σύμπραξης για την Ειρήνη (PfP) τον Ιούνιο του 1994, συμφωνώντας στην προώθηση ενός Διευρυμένου, Ενισχυμένου Διαλόγου και Συνεργασίας (Broad, Enhanced Dialogue and Cooperation) με το ΝΑΤΟ.

Στις 27 Μαΐου 1997, στο Παρίσι, το ΝΑΤΟ και η Ρωσία υπέγραψαν την Ιδρυτική Πράξη Αμοιβαίων Σχέσεων, Συνεργασίας και Ασφάλειας μεταξύ του ΝΑΤΟ και της Ρωσικής Ομοσπονδίας (Founding Act on Mutual Relations, Cooperation and Security between NATO and the Russia Federation) το οποίο αποτέλεσε τη βάση της συνεργασίας της Ατλαντικής Συμμαχίας με τον πρώην εχθρό της. Στα πλαίσια αυτά δημιουργήθηκε έναΜόνιμο Κοινό Συμβούλιο (NATO-Rusia Permanent Joint Council) το οποίο αργότερα μετονομάσθηκε σε NATO-Rusia Council (NRC) και αποτελεί το κύριο όργανο αυτής της σχέσης, για παροχή συμβουλών, συντονισμό και οικοδόμηση της συνεργασίας. Ο κύριος ρόλος του είναι η ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ ΝΑΤΟ και Ρωσίας και ο εντοπισμός ευκαιριών για κοινές δράσεις. Οι συναντήσεις λαμβάνουν χώρα σε διάφορα επίπεδα, που περιλαμβάνουν τους αρχηγούς κρατών και κυβερνήσεων, τους υπουργούς άμυνας και εξωτερικών ή πρέσβεις. Επίσης, οι αρχηγοί των επιτελείων άμυνας και οι στρατιωτικοί αντιπρόσωποι του ΝΑΤΟ και της Ρωσίας συναντιούνται στα πλαίσια του Συμβουλίου αυτού.

Πέντε χρόνια αργότερα, με απόφαση του NRC, συμφωνήθηκε να λειτουργήσει επισήμως η Στρατιωτική Αποστολή του ΝΑΤΟ (NATO Military Liaison Mission) στη Μόσχα. Η επίσημη έναρξη έγινε κατά τη σύνοδο κορυφής NATO-Ρωσίας στη Ρώμη, στις 28 Μαΐου 2002 και συνέπεσε τότε, με την πέμπτη επέτειο της υπογραφής του Founding Act. Η Στρατιωτική Αποστολή συντονίζει και υποστηρίζει όλες τις πρωτοβουλίες στα πλαίσια της στρατιωτικής συνεργασίας μεταξύ ΝΑΤΟ και Ρωσίας.

Η Ειδική Σχέση με την Ευρωπαϊκή Ένωση

Η ΕΕ έχει αυξήσει τη συνεργασία της με τη Ρωσία, κατά τα τελευταία χρόνια, σε όλους τους τομείς. Η Ρωσία συνιστά τον μεγαλύτερο και σημαντικότερο στρατηγικό εταίρο για την ΕΕ, τόσο σε επίπεδο ηπείρου όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο. Μέσω αυτής της στρατηγικής συνεργασίας, η ΕΕ υποστηρίζει την εδραίωση μίας σταθερής και δημοκρατικής Ρωσίας, η οποία θα κυβερνάται από ένα κράτος δικαίου. Η ΕΕ προσδοκά την οικοδόμηση μιας στενής συνεργασίας με την Ρωσία, με σκοπό την προώθηση της παγκόσμιας ασφάλειας και την αντιμετώπιση των κοινών προκλήσεων ασφαλείας της ευρωπαϊκής ηπείρου, όπως τον περιορισμό των όπλων μαζικής καταστροφής, μέσω ενός στενού διαλόγου για την πολιτική και την ασφάλεια και μέσω συγκεκριμένης συνεργασίας.

Τη νομική βάση των σχέσεων της ΕΕ με τη Ρωσία αποτελεί η συμφωνία Partnership and Cooperation Agreement (PCA) του 1997. Επίσης, τον Ιούνιο του 1999 η ΕΕ εξέδωσε την «Κοινή Στρατηγική για τη Ρωσία». Κατά τη Σύνοδο Κορυφής του PCA στην Αγία Πετρούπολη τον Μάιο του 2003, αποφασίσθηκε η αναβάθμιση του ήδη υφιστάμενου Συμβουλίου Συνεργασίας σε Μόνιμο Συμβούλιο Σύμπραξης (Permanent PartnershipCouncil – PPC). Το τελευταίο παρέχει ισχυρή θεσμική βάση στη συνεργασία ΕΕ-Ρωσίας, η οποία θα γίνει πιο ουσιαστική με την υιοθέτηση μίας αναθεωρημένης κοινής στρατηγικής που θέτει στόχους προτεραιότητας και προβλέπει λεπτομερώς τα όργανα και τα μέσα.

Το πλεονέκτημα της Ενέργειας

Η ενέργεια κατέστη κύριος παράγοντας των σχέσεων της Ευρώπης με τη Ρωσία. Από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, η Ρωσία κέρδισε σημαντικά έσοδα από τον τεράστιο πλούτο που διαθέτει σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο. Οι πόροι αυτοί της δίνουν, επίσης, δυνατότητες διπλωματικών ελιγμών προς τις γειτονικές της χώρες και εκείνες που προμηθεύονται ενεργειακές πρώτες ύλες, στις οποίες κυρίως περιλαμβάνονται μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Να θυμηθούμε ότι τον Ιανουάριο του 2006, η Ρωσία έφερε την Ευρώπη προ μιας χειμερινής ενεργειακής κρίσης, όταν απείλησε να διακόψει το φυσικό αέριο που παρέχει στην Ουκρανία, την κύρια οδό προς τη Δύση. Ο λόγος της ρωσικής απειλής ήταν η άρνηση της Ουκρανίας να υπογράψει συμβόλαιο με την Gazprom, την κρατική εταιρία της Ρωσίας που έχει το μονοπώλιο της ενέργειας, ως απάντηση στον τετραπλασιασμό της τιμής. Από πολλούς ειδικούς θεωρήθηκε ότι η αύξηση της τιμής επιβλήθηκε ως τιμωρία για την «Πορτοκαλί Επανάσταση» του 2004, καθώς και μια σειρά διαμαρτυριών και πολιτικών γεγονότων που οργανώθηκαν στην Ουκρανία κατά της ρωσικής επιρροής.

Τον Μάιο του 2006, μεγάλα ειδησεογραφικά πρακτορεία σε Ευρώπη και Αμερική ανέφεραν ότι επανήλθαν κάποια στοιχεία του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και του Ψυχρού Πολέμου, με εντάσεις που εμφανίζονταν μεταξύ κάποιων ευρωπαϊκών χωρών, της Ρωσίας και των ΗΠΑ. Για παράδειγμα, κατά τη διάρκεια της διατλαντικής συνδιάσκεψης στις Βρυξέλες, ο Υπουργός Άμυνας της Πολωνίας συνέκρινε τον νέο Ρωσο-Γερμανικό αγωγό, με το σύμφωνο Μολότωφ-Ρίμπεντροπ του 1939 (που με ένα μυστικό πρωτόκολλο διαίρεσαν την Πολωνία). Ο νέος αυτός αγωγός, μήκους περίπου 1200 χιλιομέτρων που βρίσκεται στο στάδιο της κατασκευής, θα συνδέσει τη Ρωσία με τη Γερμανία περνώντας κάτω από τη Μαύρη Θάλασσα, διαμέσου της Ουκρανίας, της Πολωνίας και των Βαλτικών χωρών. Η Πολωνία υποστήριξε ότι η Γερμανία θα έπρεπε να συμβουλευτεί τις άλλες χώρες της ΕΕ πριν προχωρήσει σε μια τέτοια συμφωνία. Σήμερα το θέμα παραμένει ως σημείο διαφωνίας, εξαιτίας του οποίου, στα τέλη του 2006, η Πολωνία έθεσε βέτο σε μια πρόταση για ενεργειακή συμφωνία μεταξύ ΕΕ-Ρωσίας.

Τον Αύγουστο του 2006, οι στατιστικές του ΟΠΕΚ έδειξαν ότι η Ρωσία είχε περάσει τη Σαουδική Αραβία, ως μεγαλύτερος παραγωγός αργού πετρελαίου παγκοσμίως. Συγκεκριμένα, η Ρωσία άντλησε 9,2 εκατομμύρια βαρέλια πετρελαίου – 46.000 περισσότερα από τη Σαουδική Αραβία. Εν τω μεταξύ, για την διάθεση του πετρελαίου και του φυσικού αερίου, η Ρωσία προβαίνει σε σημαντικές επενδύσεις και διακρατικές συνεργασίες για την κατασκευή αγωγών. Αναφέρουμε συγκεκριμένα τρεις κύριες συνεργασίες που συμφωνήθηκαν μέσα στο 2007: την υπογραφή της συμφωνίας κατασκευής του υπερβαλκανικού αγωγού πετρελαίου με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία, του υπερκασπιακού με το Καζακστάν και το Τουρκμενιστάν και προσφάτως του αγωγού φυσικού αερίου South Stream με την Ιταλία και τη συμμετοχή της Ελλάδας και άλλων ενδιάμεσων χωρών. Ειδικώς στο μέρος που αφορά τη χώρα μας, ο αγωγός Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη εξασφαλίζει στη Ρωσία πρόσβαση στις αγορές της Δυτικής Ευρώπης, και μάλιστα με τη διαμεσολάβηση χωρών μελών της ΕΕ. Με τον υπερκασπιακό αγωγό (Caspian Pipeline Consortium – CPC) η Ρωσία πέτυχε να καταστεί ο εξαγωγικός δίαυλος φυσικού αερίου από το Τουρκμενιστάν στη Δύση, ενώ με τον South Stream διασφαλίζει την διοχέτευση του φυσικού αερίου προς τις χώρες της ΕΕ.

Οικονομική ανάπτυξη

Πολλοί αναλυτές και ειδικά ινστιτούτα μελετών, σημειώνουν την οικονομική ανάπτυξη της Ρωσίας και προβλέπουν ότι σύντομα θα συγκαταλέγεται μεταξύ των πλουσιότερων χωρών. Επισημαίνεται η ανάπτυξη του ΑΕΠ κατά 7.9% στο πρώτο τετράμηνο του 2007, το θετικό εμπορικό ισοζύγιο και ο οριακός μηδενισμός του εξωτερικού χρέους, που αποτελούν τις τρεις βασικές συνισταμένες του ρωσικού οικονομικού θαύματος, το οποίο τοποθετεί τη χώρα μεταξύ των δέκα ισχυρότερων οικονομιών του πλανήτη. Είναι προφανές ότι ο υψηλός ρυθμός ανάπτυξης της ρωσικής οικονομίας οφείλεται κατά βάση στην παγκόσμια άνοδο των τιμών του πετρελαίου και του φυσικού αερίου και της εξ αυτού του λόγου ανατίμησης του ρούβλι.

Ειδικά στον βιομηχανικό τομέα παρατηρείται σημαντική πρόοδος, κάτι στο οποία βοηθούν οι πρόσοδοι από την εξαγωγή ενεργειακών πόρων. Για παράδειγμα αναφέρεται ότι, σύμφωνα με ανταπόκριση του πρακτορείου RIA Novosti, του Αυγούστου 2007, η Ρωσία σχεδιάζει να κατασκευάσει περισσότερα από 4.500 πολιτικά και στρατιωτικά αεροσκάφη μέχρι το 2025, αξίας 250 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Ο αρμόδιος για την αεροπορική βιομηχανία Ρώσο επίσημο, η Ρωσία θα κατασκευάζει εησίως, μέχρι το 2025, 300 πολιτικά, 100 μεταφορικά και ειδικού ρόλου και 100 στρατιωτικά αεροσκάφη.

Στρατιωτικές δυνατότητες

Ως επακόλουθο της διάλυσης της Σοβιετικής Ένωσης, η πλειονότητα των μέσων ενημέρωσης θεώρησαν ότι η Ρωσία κατέστη στρατιωτικά αδύναμη. Ωστόσο, από το 2004 ακόμη φάνηκαν τα σημάδια της νέας Ρωσικής ισχύος. Σε κύριο άρθρο της η WallStreet Journal επισήμανε ότι η Ρωσία αποτελούσε την κύρια απειλή για την ασφάλεια των Ηνωμένων Πολιτειών. Μια χαρακτηριστική φράση του άρθρου ήταν ότι «οι υψηλά ιστάμενοι της εξωτερικής πολιτικής στην Ουάσιγκτον έχουν παραπλανηθεί από τις δικές τους επιθυμίες και έφθασαν να πιστεύουν ότι οι ΗΠΑ είναι τώρα η μόνη υπερδύναμη στον κόσμο, διατηρώντας συντριπτικό πλεονέκτημα έναντι οποιουδήποτε πιθανού αντιπάλου. Αυτό αποτελεί προφανή ανοησία»

Η Ρωσία συνέχισε να αναπτύσσει το οπλοστάσιό της, στο οποίο συμπεριλαμβάνονται νέοι πύραυλοι και πυρηνική τεχνολογία. Μετά από περισσότερο από μια δεκαετία αδράνειας, εμφανίζονται σημάδια νέων δραστηριοτήτων στις υπόγειες εγκαταστάσεις πυρηνικών δοκιμών στο αρχιπέλαγος Novaya Zemlya.[2] Αναλύσεις των υπηρεσιών πληροφοριών των ΗΠΑ διαπιστώνουν σημαντικές προόδους στην ανάπτυξη κεφαλών πυραύλων και στην τεχνολογία κατεύθυνσης και πτήσης τους. Τον Ιανουάριο του 2006, σε συνέντευξή του ο Πρόεδρος Πούτιν δήλωσε ότι, «Η Ρωσία έχει κάνει δοκιμές πυραυλικών συστημάτων που κανένας στον κόσμο δεν έχει», προσθέτοντας ότι, «Αυτά τα πυραυλικά συστήματα δεν αποτελούν απάντηση σε κάποιο σύστημα πυραυλικής άμυνας, αλλά είναι απρόσβλητα από αυτά. Είναι υπερηχητικά και ικανά να αλλάζουν την πορεία πτήσης τους.»

Επισημαίνεται ότι η Ρωσία εξάγει οπλικά συστήματα σε επιλεγμένες χώρες-πελάτες. Ανάμεσά τους η Κίνα, η οποία έχει γίνει ο μεγαλύτερος πελάτης της Ρωσίας σε στρατιωτική τεχνολογία και προϊόντα. Ενώ η ΗΠΑ και η ΕΕ έχουν απαγορεύσει τις εξαγωγές όπλων στην Κίνα, από την καταστολή των διαδηλώσεων διαμαρτυρίας του 1989 στην πλατεία Τιενανμέν, η Ρωσία παρέχει μεγάλη βοήθεια στον στρατιωτικό τομέα της Κίνας, προμηθεύοντάς την ακόμη και με μαχητικά αεροσκάφη Su-27 και άλλα προοδευμένης τεχνολογίας όπλα. Από τη μεριά της η Κίνα εκφράζει την επιθυμία να ενισχύσει τους δεσμούς της και τη στρατηγική συνεργασία με τη Ρωσία. Οι δύο αντίπαλοι του Ψυχρού Πολέμου θα μπορούσαν να κινηθούν σε μια από κοινού αντίδραση στην παγκόσμια κυριαρχία των ΗΠΑ.

Ο νέος «Ψυχρός Πόλεμος»

Στους πρώτους μήνες του 2007, ζήσαμε την διένεξη ΗΠΑ-Ρωσίας και την επιδείνωση των σχέσεών τους, που από πολλούς χαρακτηρίσθηκε ως επάνοδος σε έναν ιδιότυπο νέο Ψυχρό Πόλεμο, εξαιτίας του προγράμματος αντιπυραυλικής άμυνας που θέλουν να εγκαταστήσουν οι Αμερικανοί σε χώρες της ανατολικής Ευρώπης. Η αντίδραση του Προέδρου Πούτιν αποτέλεσε μια ένδειξη της επανόδου της Ρωσίας ως ισότιμου παίκτη στη διεθνή γεωπολιτική σκηνή. Η πρόθεση των Ηνωμένων Πολιτειών να εγκαταστήσουν βάσεις ραντάρ και αντιβαλλιστικών πυραύλων στην Τσεχία και την Πολωνία αντίστοιχα, προκάλεσαν την έντονη αντίδραση της Μόσχας, η οποία θεωρεί ότι το σύστημα αυτό στρέφεται ουσιαστικά κατά της δική της ασφάλειας. Παράλληλα, οι απειλές Ρώσων επισήμων προς τις δύο χώρες πρώην συμμάχους της έδειξαν ότι η Ρωσία δεν προτίθεται να αποσύρει τις αντιδράσεις της. Στο πλαίσιο μάλιστα των αντιδράσεών της η Μόσχα ζήτησε τη σύγκληση έκτακτης διάσκεψης σχετικά με τη συνθήκη για τις Συμβατικές Δυνάμεις στην Ευρώπη – Conventional Forces in Europe (CFE), στην έδρα του ΟΑΣΕ στη Βιέννη, τον Ιούνιο του 2007. Η διάσκεψη, όπως αναμενόταν οδηγήθηκε σε αδιέξοδο και τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους η Ρωσία ανέστειλε τη συμμετοχή της στη CFE, δηλώνοντας ότι θα παραμείνει έτσι έως ότου οι εταίροι της στο ΝΑΤΟ προχωρήσουν στην επικύρωση την αναθεωρημένης συνθήκης CFE-2.

Η συνθήκη CFE τροποποιήθηκε κατά τη Σύνοδο Κορυφής του ΟΑΣΕ στην Κωνσταντινούπολη, στις 17-18 Νοεμβρίου 1999, προκειμένου να ανταποκριθεί στο ευρωπαϊκό περιβάλλον ασφάλειας που διαμορφώθηκε μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης. Η Αναθεωρημένη Συνθήκη, CFE-2, βοήθησε την επέκταση του ΝΑΤΟ, προβλέποντας, μεταξύ των άλλων, το δικαίωμα στις χώρες που την υπέγραψαν να επιτρέπουν την στάθμευση ξένων δυνάμεων στο έδαφός τους. Η CFE-2 έχει επικυρωθεί από τις Ουκρανία, Λευκορωσία, Καζακστάν και Ρωσία από το 2004. Οι χώρες του ΝΑΤΟ και τρίτες χώρες έχουν συνδέσει την επικύρωσή της με την υλοποίηση των δεσμεύσεων της Κωνσταντινούπολης, του 1999, ως προς την αποχώρηση των ρωσικών στρατευμάτων και πολεμικού υλικού από τη Γεωργία και τη Μολδαβία. Το κύριο σημείο τριβής είναι ακριβώς η εμμονή της Ρωσίας στη διατήρηση στρατιωτικών δυνάμεών της στις δύο αυτές χώρες παρά την αντίθεσή τους.

Από την πλευρά της η Μόσχα απειλεί με εγκατάσταση πυραυλικών συστημάτων πλησίον των συνόρων με την Κεντρική Ευρώπη αλλά και τη χορήγηση τέτοιων συστημάτων στη Λευκορωσία. Πράγματι, όπως δήλωσε ο διοικητής των Ρωσικών Δυνάμεων Πυραύλων και Πυροβολικού, η Ρωσία σχεδιάζει τη διάθεση τακτικών πυραυλικών συστημάτων Iskander στη Λευκορωσία, ως απάντηση στην ανάπτυξη αμερικανικών αντιβαλλιστικών πράυλων στην Ευρώπη. Οι πύραυλοι αυτοί στον τύπο Iskander-E (γνωστό στο ΝΑΤΟ ως SS-26 Stone), έχουν βεληνεκές 280 χιλιομέτρων, γεγονός που τους καθιστά ανίκανους να προσβάλουν τους αμερικανικούς. Τι θα συμβεί όμως αν η Ρωσία χορηγήσει τη βελτιωμένη έκδοση Iskander, με βεληνεκές πέραν των 500 χιλιομέτρων, που αποτελεί το όριο που επιβάλλει η Συνθήκη Intermediate-Range Nuclear Forces (INF); Σύμφωνα με παρατηρητές, η τυχόν εμφάνισή τους ίσως να σημαίνει ότι η Ρωσία αποσύρεται από την INF, η οποία είχε υπογραφεί από τις ΗΠΑ και την ΕΣΣΔ το 1987.

Έξοδος στη Μεσόγειο

Η προθέσεις της Ρωσίας για παρουσία στον ευρύτερο γεωστρατηγικό περιβάλλον της είναι εμφανείς. Τον Αύγουστο του 2007, ο Διοικητής του Ρωσικού Στόλου της Μαύρης Θάλασσας, δήλωσε ότι η Μεσόγειος αποτελεί σημαντικό θέατρο επιχειρήσεων για τον Ρωσικό Στόλο τη Μαύρης Θάλασσας, προσθέτοντας ότι η ζώνη ελέγχου του στόλου εκτείνεται από τις θάλασσες του Ευξείνου και της Μεσογείου προς τον Ατλαντικό Ωκεανό. «Πρέπει να επαναφέρουμε τη μόνιμη παρουσία του Ρωσικού Ναυτικού στην περιοχή αυτή» τόνισε ο Ρώσος ναύαρχος. Με τον τρόπο αυτό επιδιώκεται να επισημανθούν τα ενδιαφέροντα της εξωτερικής πολιτικής της Ρωσίας. Ο Ρώσος ναύαρχος επισήμανε ότι η παρουσία του Ρωσικού Ναυτικού στην περιοχή της Μεσογείου είναι κρίσιμη για την προστασία των οδών μεταφοράς ενέργειας μέσω του αγωγού φυσικού αερίου Blue Stream και μελλοντικά του πετρελαιαγωγού Μπουργκάς–Αλεξανδρούπολης.

Τα πρώτα ρωσικά πλοία έκαναν την εμφάνισή τους στη θάλασσα της Μεσογείου στα μέσα Ιανουαρίου 2008, όταν ναυτική δύναμη του στόλου του Ευξείνου Πόντου, αποτελούμενη από ένα αεροπλανοφόρο, δύο καταδρομικά και βοηθητικά πλοία, καθώς και ένα ακόμη πλοίο εξοπλισμένο με κατευθυνομένους πυραύλους κρουζ μετά μια περιοδεία δύο μηνών στη Μεσόγειο Θάλασσα, κατευθύνθηκαν προς το Βόρειο Ατλαντικό, προκειμένου να συμμετάσχουν σε μεγάλη αεροναυτική άσκηση. Στην άσκηση αυτή έλαβαν μέρος πλοία του στόλου της Βόρειας Θάλασσας, καθώς επίσης αεροσκάφη στρατηγικού βομβαρδισμού, με σκοπό την εξέταση της διαλειτουργικότητας, για διάστημα μερικών ημερών. Είναι ωστόσο προφανές ότι κύριος στόχος ήταν η επιβεβαίωση της ρωσικής ναυτικής παρουσίας σε κύριες επιχειρησιακές περιοχές των μεγάλων θαλασσών και ωκεανών και η δημιουργία συνθηκών ασφαλούς ναυσιπλοΐας των ρωσικών πλοίων. Ο Ναύαρχος Nikolai Maksimov, επικεφαλής της ναυτικής δύναμης που διέπλευσε την Μεσόγειο, δήλωσε ότι μετά την επίσκεψη αυτή, την πρώτη ύστερα από 15 χρόνια, η Ρωσία σκοπεύει να εγκαταστήσει μόνιμη παρουσία στην περιοχή.

Η αυξημένη σημασία που αποκτά η μεσογειακή λεκάνη εξαιτίας της ανάπτυξης του δικτύου των αγωγών πετρελαίου και φυσικού αερίου οι οποίοι καταλήγουν στις ακτές της, κάνει τη Ρωσία να ενδιαφέρεται για τα συμφέροντά της στην περιοχή. Η προστασία των ρωσικών ενεργειακών συμφερόντων επιβάλλει την παρουσία ναυτικών της δυνάμεων, τις οποίων θα πρέπει να αναμένεται ότι θα βλέπουμε συνεχώς αυξανόμενη. Πλέον των ενεργειακών συμφερόντων υπάρχουν και τα γενικότερα στρατηγικά συμφέροντα της Ρωσίας, ως υπερδύναμης πλέον, στην ευρύτερη μεσογειακή περιοχή που βέβαια άμεσα συνάπτεται με την περιοχή της Μέσης Ανατολής.

Αμερικανικές εκτιμήσεις

Σύμφωνα με εκτιμήσεις της ανεξάρτητης υπηρεσίας πληροφοριών Stratfor των ΗΠΑ, η Ρωσία είναι σήμερα ισχυρότερη από ότι ήταν πριν την πτώση του Κομμουνισμού. Οι αναλυτές του Stratfor, σε έκθεσή τους με τίτλο “Annual Forecast 2008: Beyond the Jihadist War – Former Soviet Union”, που εκδόθηκε στις 8 Ιανουαρίου, εκτιμούν ότι η Ρωσία εισήλθε στο 2008 με την ισχυρότερη γεωπολιτική θέση από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Στην έκθεση διαβάζουμε ότι η εκτεταμένη αποσύνθεση των ρωσικών ενόπλων δυνάμεων έχει σημαντικά ανακοπεί , νέα οπλικά συστήματα αρχίζουν να μπαίνουν σε χρήση, η χώρα έχει αποκτήσει μεγάλα ποσά από πετροδολάρια, τα χρέη της έχουν εξαφανιστεί, η τσετσένικη αντίσταση έχει κατασταλεί, η κεντρική κυβέρνηση έχει περιορισμένη εσωτερική αντίδραση, το καθεστώς είναι δημοφιλές στο εσωτερικό και η αμερικανική στρατιωτική δύναμη είναι αδύναμη να κάνει κάτι περισσότερο από το κάποιες συμβολικές κινήσεις για να εμποδίσει οποιαδήποτε ρωσική εκδήλωση.

***************************************************************************************************

[1] Οι συμφωνίες της Belavezha (Belavezha Accords), είναι οι συμφωνίες που υπέγραψαν στις 8 Δεκεμβρίου 1991, οι ηγέτες της Ρωσίας Boris Yeltsin, της Λευκορωσίας Stanislav Shushkevich και της Ουκρανίας Leonid Kravchuk, με τις οποίες διακηρύχθηκε η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και η δημιουργία στη θέση της, της Κοινοπολιτείας των Ανεξαρτήτων Κρατών. Τρεις ημέρες μετά, στις 12 Δεκεμβρίου 1991, το Ανώτατο Σοβιέτ και η Ρωσική Ομόσπονδη Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία (SFSR), επικύρωσαν τις συμφωνίες και την ίδια στιγμή κατήγγειλαν τη Συνθήκη για τη Δημιουργία της Σοβιετικής Ένωσης του 1922. Η τελευταία είχαν υπογραφεί στις 30 Δεκεμβρίου 1922, από εκπροσώπους των παραπάνω τριών σοσιαλιστικών δημοκρατιών και της SFSR της Υπερκαυκασίας, η οποία την εποχή εκείνη αποτελείτο από την Αρμενία τη Γεωργία και το Αζερμπαϊτζάν. Στις 25 Δεκεμβρίου 1991, ο Μιχαήλ Γκορμπατσώφ παραιτήθηκε από τη θέση του Προέδρου της Σοβιετικής Ένωσης και παρεχώρησε τις εξουσίες του στο Μπόρις Γιέλτσιν, αποδεχόμενος ντε φάκτο τη διάλυσης της Σοβιετικής Ένωσης.

[2] Η Novaya Zemlya, γνωστή στα αγγλικά ως Nova Zembla, είναι αρχιπέλαγος στον Αρκτικό Ωκεανό, στο βορρά της Ρωσίας. Κατοικείται από 2.700 περίπου κατοίκους. Αποτελείται από δύο κύρια νησιά – Σεβέρνυ (βόρεια) και Γιούζνι (νότια) – που χωρίζονται μεταξύ τους από το Στενό Ματόκιν (Matochkin Strait), και από αριθμό μικρότερων νησιών. Η Novaya Zemlya χωρίζει τη Θάλασσα του Μπάρεντς από τη Θάλασσα του Καρά. Στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου αποτελούσε ευαίσθητη στρατιωτική περιοχή και για το λόγο αυτό η Σοβιετική Αεροπορία είχε μόνιμη παρουσία σε βάση στη νότια νήσο. Κύρια αποστολή της ήταν οι επιχειρήσεις αναχαίτισης, αλλά παρείχε επίσης υποστήριξη διοικητικής μέριμνας στην κοντινή περιοχή πυρηνικών δοκιμών.

http://parisis.wordpress.com

http://dia-kosmos.blogspot.gr