Subscribe Us

Header Ads
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Δημοσθένης Κούκουνας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Δημοσθένης Κούκουνας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή


ΠΑΝΩ ΑΠΟ 510 ΔΙΣ. ΕΥΡΩ ΤΑ ΚΑΤΟΧΙΚΑ ΔΑΝΕΙΑ


Τι οφείλει η σημερινή Γερμανία προς την Ελλάδα

ΤΟ ΑΚΡΙΒΕΣ ΥΨΟΣ ΤΩΝ ΚΑΤΟΧΙΚΩΝ ΔΑΝΕΙΩΝ

Υπερβαίνει τα 510 δις € για τη Γερμανία (υπολογίζεται με 2,5% επιτόκιο από το 1946, οπότε κατέστησαν ληξιπρόθεσμα κατά τη Διάσκεψη Ειρήνης στο Παρίσι το 1946)

Του Δημοσθένη Κούκουνα

Επειδή κατά περιόδους έχουν λεχθεί πολλά για τα κατοχικά δάνεια και ιδιαίτερα για το ύψος που αντιπροσωπεύουν, θα ήταν πολύ χρήσιμο να γίνει ένας αντικειμενικός – επιστημονικός θα έλεγα – υπολογισμός, ώστε να γνωρίζουμε το πραγματικό ποσόν, φυσικά υπό την προϋπόθεση ότι το ζήτημα αυτό είναι υπαρκτό και η ελληνική αξίωση για την αποπληρωμή τους ρεαλιστική. Το καθήκον αυτό επαφίεται σε πιο ειδικούς οικονομολόγους και είναι όλως ατυχές που μέχρι σήμερα δεν βρέθηκε ένας αρμόδιος οιασδήποτε βαθμίδας να το πράξει ή ένας υπεύθυνος πολιτικός να αναθέσει σε μια επιτροπή εμπειρογνωμόνων μια εμπεριστατωμένη μελέτη.

Μετά την Απελευθέρωση ο αρμόδιος θεσμικός φορέας, η Τράπεζα της Ελλάδος, βάσει των σχετικών λογαριασμών που τηρούσε, προσδιόρισε το σύνολο των καταβολών που δόθηκαν από την αρχή στους κατακτητές σε όλο το διάστημα της Κατοχής. Το συνολικό ποσόν που αφορά τη Γερμανία ανέρχεται σε 1.617.781.093.648.819 δρχ. και στην Ιταλία σε 220.479.188.480 δρχ. Μετά την αφαίρεση των κατά τα διεθνή νόμιμα εξόδων κατοχής, όπως αυτά συμφωνήθηκαν με τους κατακτητές, η μεν Γερμανία έλαβε πέραν αυτών ως προκαταβολές 1.530.033.302.528.819 δρχ. και η Ιταλία αντίστοιχα 157.053.637.000 δρχ.[1]

Αυτά τα τελευταία ποσά είναι ακριβώς τα λεγόμενα κατοχικά δάνεια, που θα έπρεπε – κατά τις συμφωνίες Μαρτίου 1942 και Δεκεμβρίου 1942 – να επιστραφούν με τη λήξη του πολέμου. Αυτό είναι το κεφάλαιο του κατοχικού δανείου σε ονομαστική αξία και αυτή ήταν η βάση για να υπολογισθεί η οφειλή όταν θα γινόταν η εξόφληση, διότι το ακριβές ποσόν πρέπει να εξαχθεί με το μέτρο της τιμαριθμικής δραχμής. Εδώ τώρα τίθεται το ζήτημα ποιος είναι ο κανόνας του προσδιορισμού της.

Η Τράπεζα της Ελλάδος, προκειμένου να έχει την εποχή εκείνη μια αρχική εκτίμηση, χρησιμοποίησε τη μέθοδο της αντιστοίχισης στην τιμή της χρυσής λίρας. Προσδιορίστηκε έτσι ότι η συνολική οφειλή της Γερμανίας ως προς τα κατοχικά δάνεια ανερχόταν σε 3.670.610 χρυσές λίρες, της δε Ιταλίας σε 835.616 χρυσές λίρες[2].

Εκ πρώτης όψεως η μέθοδος αυτή φαίνεται λογική, πλην όμως δεν είναι αντιπροσωπευτική, διότι η επίσημη τιμή της χρυσής λίρας ήταν διαφορετική από την ανεπίσημη – και φυσικά ήταν χαμηλότερη. Πέραν αυτού, η συμφωνία που επέβαλαν οι κατακτητές δεν όριζε συγκεκριμένη μέθοδο αποτιμαριθμοποίησης, πολύ δε περισσότερο όταν η μελετώμενη κατοχική περίοδος ήταν εξαιρετικά περίπλοκη. Συνεπώς, η αναζήτηση της δίκαιης αποτίμησης του χρέους θα πρέπει να ακολουθήσει ασφαλέστερο υπολογισμό.

Την άποψη ότι ο υπολογισμός του κατοχικού δανείου δεν είναι ορθός αν γίνει με τη βάση της χρυσής λίρας, πρώτος υποστήριξε ο καθηγητής Άγγελος Αγγελόπουλος, επιμένοντας ότι πιο ορθολογική και αντιπροσωπευτική είναι εκείνη του δολαρίου. Στην περίπτωση αυτή, πρόσθετε, κατά την εκτίμησή του το κεφάλαιο οριζόταν για τη Γερμανία σε 151 εκατ. δολάρια και μέχρι το 1964[3] θα έπρεπε να προστεθούν 177 εκατ. δολάρια για τόκους από 1ης Ιανουαρίου 1942, δηλαδή συνολικά 328 εκατ. δολάρια.

Ωστόσο, αν στηριζόμαστε στη συμφωνία του Μαρτίου 1942, που συνήφθη μεταξύ Γερμανών και Ιταλών στη Ρώμη, δεν πρέπει να αρχίσει η χρέωση από την ημερομηνία εκείνη, διότι σαφώς αναφερόταν ότι επρόκειτο περί ατόκου επιστροφής των καταβολών. Και δεν μπορούμε να αγνοήσουμε τη συμφωνία εκείνη, διότι επ’ αυτής εδράζεται η ελληνική αξίωση. Διαφορετικά αν αγνοηθούν επιλεκτικά ορισμένοι όροι της, υπάρχει ο κίνδυνος να αδυνατίσει η θέση μας και να δοθούν επιχειρήματα για τη μη τήρησή της.

Από την άλλη μεριά δεν είναι ορθολογική η εκτίμηση του καθηγητή Αγγελόπουλου, διότι χρησιμοποιεί μεθοδολογία που στην πραγματικότητα μειώνει το σύνολο της οφειλής με το να λαμβάνει εσφαλμένη εκκίνηση της οφειλής στα 151 εκατ. δολάρια, που τον Απρίλιο 1964 αντιστοιχούσαν σε 15.100.000 χρυσές λίρες ή κατ’ επέκταση το 2012 σε 4.530.000.000 ευρώ. Περαιτέρω, σύμφωνα με τον Αγγελόπουλο, τον Απρίλιο 1964 το κεφάλαιο έφθανε έντοκα, ως προς τη Γερμανία πάντα, στις 32.800.000 χρυσές λίρες, οπότε με τις ίδιες αναλογίες (δηλαδή με επιτόκιο 4% και ετήσιο ανατοκισμό) το 2012 η συνολική οφειλή θα ήταν 215.513.819 χρυσές λίρες ή σε ευρώ 64.654.145.587 ευρώ. Αυτή είναι η εκτίμηση Αγγελόπουλου για τα κατοχικά δάνεια της Γερμανίας που οφείλονται στην Ελλάδα[4].

Ωστόσο ο υπολογισμός αυτός έχει δύο βασικά μειονεκτήματα. Όπως προελέχθη,
α) αγνοεί τον όρο της άτοκης επιστροφής κατά τη λήξη του πολέμου, και 
β) υπολογίζει επιτόκιο 4%. Ενδεχομένως το 1964, όταν έκανε τους υπολογισμούς του, το επιτόκιο να ήταν φυσιολογικό, πλην όμως προκειμένου για κρατικά δάνεια το ορθό θα ήταν 2,5% και όχι περισσότερο.
Επιλέγοντας αυτό το χαμηλό επιτόκιο του 2,5% και εκκινώντας τον ανατοκισμό από το 1946, χρονολογία που ανυπερθέτως, δηλαδή με τη λήξη του πολέμου που νοείται κατά τη Διάσκεψη Ειρήνης των Παρισίων, θα έπρεπε το γερμανικό κράτος να επιστρέψει τις καταβολές που είχε λάβει καθ’ υπέρβαση των εξόδων κατοχής υπό σαφώς δανειακή μορφή και με την ανεπιφύλακτη δέσμευση επιστροφής των χρημάτων, καταλήγουμε σε άλλο ποσόν.

Πλην όμως η εκτίμηση του καθηγητή Αγγελόπουλου το 1964, όσο και εκείνη του κατοχικού υπουργού Γκοτζαμάνη το 1952 (περί 240 εκατ. δολαρίων), είναι εσφαλμένες. Αγνοούν την ορθή αποτίμηση της αναγκαίας τιμαριθμικής βάσης, η οποία όντως είναι αρκετά περίπλοκη. Αρκεί μόνο να υπομνησθεί πόσο ακραίες και αιφνίδιες ανατιμήσεις βασικών ειδών γίνονταν τότε, ιδίως αν λάβουμε υπόψη ότι οι πραγματικές τιμές αγαθών απείχαν εξαιρετικά από τις επίσημες και πόσο δύσκολο είναι να αναπαρασταθούν ώστε να ληφθούν για να χρησιμοποιηθούν ως βάση υπολογισμών. Γι’ αυτόν τον λόγο αναζητήσαμε μια άλλη μεθοδολογία.

Η έρευνά μας προσανατολίστηκε διαφορετικά λοιπόν και με έναν συνδυασμό επίσημων και πραγματικών τιμών στα τρόφιμα και στα είδη καθημερινής χρήσης, της πραγματικής τιμής της χρυσής λίρας στην ελεύθερη αγορά, λαμβάνοντας υπόψη και τις αξίες των πωλουμένων ακινήτων, καθώς και άλλων δεικτών, περιλαμβανομένης και της γερμανικής οφειλής από τις ελληνικές εξαγωγές προς τη Γερμανία διαρκούσης της Κατοχής[5], καταλήξαμε σε διαφορετικό ποσόν. Έτσι, η πραγματική αποτίμηση του κατοχικού χρέους έφθασε την ημέρα που αποχώρησαν τα γερμανικά στρατεύματα στο συνολικό ύψος των εκατό δισεκατομμυρίων ευρώ, χωρίς να περιλαμβάνονται πολεμικές επανορθώσεις και αποζημιώσεις.

Αυτό είναι το ακριβές ποσόν και είναι βέβαιο ότι αν κάποτε η ελληνική κυβέρνηση αποφασίσει να ασχοληθεί με το ζήτημα και αναθέσει σε μια επιτροπή ειδικών να το ερευνήσει σε βάθος, τότε θα επαληθευθεί πλήρως η δική μας εκτίμηση.

Επί πλέον, θα πρέπει να αναφερθεί ότι ο όρος περί άτοκης σύντομης επιστροφής των κατοχικών δανείων ξεπεράστηκε όταν η οιονεί δανειακή σύμβαση κατέστη ληξιπρόθεσμη. Αυτό συνέβη με τη Διάσκεψη Ειρήνης του 1946 και από τότε τα δάνεια είναι έντοκα, ώστε το αρχικό κεφάλαιο των 100 δισεκατομμυρίων να ανέρχεται σήμερα, με χαμηλό επιτόκιο 2,5%, στα 510.033.165.000 ευρώ.
Επομένως αυτό το ποσόν όφειλε να έχει καταβάλει το μεταπολεμικό γερμανικό κράτος και αδιαφόρησε να το πράξει. Υπό το πρόσχημα του διαμελισμού επλέχθη μια σειρά επιχειρημάτων για να αποφύγει την αποπληρωμή των κατοχικών δανείων με την ανοχή ή συνενοχή των συμμαχικών κυβερνήσεων. Αρκετά χρόνια μετά τη Διάσκεψη Ειρήνης εφευρέθηκε το επιχείρημα ότι η Γερμανία δεν ήταν σε θέση να υπογράψει την τελική συνθήκη ειρήνης ενόσω ήταν διαμελισμένη. Αν ήταν καλόπιστος οφειλέτης η Δυτική Γερμανία, στο διάστημα των 44 χρόνων που μεσολάβησαν μέχρι να ενοποιηθεί θα μπορούσε να είχε καταβάλει το μερίδιο που της αναλογούσε, έστω και σταδιακά. 

Απέφυγε όμως να το πράξει, όπως απέφυγε και στα επόμενα χρόνια, αφού πλέον ήταν ενοποιημένη και δεν μπορούσε να επικαλεσθεί παρόμοιες αιτιάσεις.

(Απόσπασμα από το νέο βιβλίο του Δημοσθένη Κούκουνα "Η ελληνική οικονομία κατά την Κατοχή και η αλήθεια για τα κατοχικά δάνεια", σελ. 459-463 που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ερωδιός)


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1]. Η Ιταλία υποχρεώθηκε να αποδεχθεί την οφειλή της, ανερχόμενη κατά τον χρόνο της αποδοχής, στο ποσόν των 105 εκατ. δολαρίων, ποσόν όμως κατώτερο του πραγματικού, διότι επρόκειτο περί συμβιβασμού με την τότε ιταλική κυβέρνηση.

[2]. Μεταπολεμικά η Ιταλία, η οποία αναγνώρισε την εν προκειμένω οφειλή της και δεν αρνήθηκε να την εξοφλήσει, φέρθηκε πολύ εντιμότερα από τη Γερμανία και τελικά, ύστερα από διαπραγματεύσεις με τις ελληνικές κυβερνήσεις ως προς το ακριβές ύψος της οφειλής της, το αποπλήρωσε. Η Γερμανία, παρά το γεγονός ότι δεν αρνείται την ύπαρξη της υποχρέωσης με τη λήξη του πολέμου, πεισματικά και συστηματικά δεν δέχεται να την τακτοποιήσει.

[3]. Η χρονολογία 1964 χρησιμοποιείται διότι τη χρονιά εκείνη έκανε τους υπολογισμούς και τις εκτιμήσεις του ο Α. Αγγελόπουλος, δημοσιεύοντας σχετικό άρθρο του στην εφημερίδα Το Βήμα (17.4.1964), που αναδημοσιεύθηκε στη συνέχεια στο περιοδικό Νέα Οικονομία, που εξέδιδε ο ίδιος (Μάιος 1964).

[4]. Στα τέλη Μαΐου 2012 η δημοσιογράφος Βίκυ Βουλβουκέλη δημιούργησε αίσθηση στη γερμανική κοινή γνώμη (Bild 23.5.2012), προβάλλοντας το αίτημα για την επιστροφή των κατοχικών δανείων, στηριζόμενη στην εκτίμηση που είχε παρουσιασθεί από τα γερμανικά μέσα ενημέρωσης τον Σεπτέμβριο 2011 περί 70 δισεκ. ευρώ. Το ποσόν, όπως αναλύουμε, είναι κατά πολύ χαμηλότερο της πραγματικότητας.

[5]. Το ισοζύγιο του ανανεωμένου ελληνογερμανικού κλήριγκ, όπως εξελίχθηκε με τη δραστηριότητα της Degriges από τον Σεπτέμβριο 1942 μέχρι τέλους της Κατοχής, είναι σαφώς οικονομικό μέγεθος και πρέπει να εντάσσεται στη συμφωνία για τα κατοχικά δάνεια, όπως αναμφίβολα προκύπτει.







Το άρθρο του καθηγητή Αγγελόπουλου στο "Βήμα" (17.4.1964).




Ο Γερμανός καθηγητής Ιστορίας της Οικονομίας Albrecht Ritschl αποδέχεται πλήρως την υπόσταση της γερμανικής οφειλής για τα κατοχικά δάνεια (συνέντευξή του στο γερμανικό περιοδικό Spiegel 21.6.2011) ΚΛΙΚ ΕΔΩ.



Ο έγκυρος Γάλλος οικονομολόγος Jacques Delpla, οικονομικός σύμβουλος της τράπεζας BNP Paribas εκτιμά το ύψος της γερμανικής οφειλής στα 575 δις ευρώ (συνέντευξή του στην οικονομική εφημερίδα Les Echos 23.6.2011) ΚΛΙΚ ΕΔΩ.


ΠΡΟΣΘΗΚΗ 12/6/2012:
Όσο και να φανεί παράδοξο, μέχρι στιγμής το μόνο πολιτικό κόμμα που ασχολήθηκε σοβαρά με το ζήτημα της εξόφλησης των κατοχικών δανείων ήταν η "Χρυσή Αυγή", η οποία - όπως ανακοίνωσε σήμερα ο βουλευτής Επικρατείας Χρήστος Παππάς στη Βουλή - ενέταξε στο οικονομικό της πρόγραμμα τη διεκδίκηση των κατοχικών δανείων, επικαλούμενη το νέο βιβλίο του Δημοσθένη Κούκουνα. Ρεπορτάζ της Α. Τράκου στο δελτίο ειδήσεων του "Αντέννα" (12.6.2012, 13:00)

O συγγραφέας Δ. Κούκουνας με το νέο βιβλίο του, που θα κυκλοφορήσει την επομένη των εκλογών, στις 18 Ιουνίου 2012, έκανε μια έκκληση ευθύνης προς όλες τις ενεργές πολιτικές δυνάμεις της χώρας, ανεξάρτητα από πολιτικό χρωματισμό, προκειμένου να διεκδικηθούν τα κατοχικά δάνεια. Όσο κι αν φανεί παράδοξο για την κοινή γνώμη, πλην της "Χρυσής Αυγής" και εν μέρει των "Ανεξάρτητων Ελλήνων", με τοποθέτηση του Χρ. Ζώη, κανένα άλλο πολιτικό κόμμα δεν ενδιαφέρθηκε για να προτάξει το ζήτημα. Ένα ζήτημα καίριας πολιτικής σημασίας, διότι με την επιστροφή των κατοχικών δανείων η εθνική οικονομία απαλλάσσεται από το εξωτερικό χρέος και θα αποκτήσει ένα σημαντικό κεφάλαιο για να ξεκινήσει την ανάπτυξη.

Υπήρξε όμως και μια απροσδόκητη αρνητική τοποθέτηση εκ μέρους του βουλευτή Επικρατείας του ΣΥΡΙΖΑ Μανώλη Γλέζου, το πλήρες κείμενο της οποίας έχει ως εξής:

"Όχι, πατριώτες! Δεν σας γελούν τ’ αυτιά και τα μάτια σας. Απλούστατα οι θαυμαστές του Χίτλερ δεν διστάζουν να ακολουθήσουν τη γραμμή των ναζιστικών κυβερνήσεων, οι οποίες ουδέποτε αμφισβήτησαν το δανειακό και συμβατικό χαρακτήρα του δανείου. Ακόμα και ο ίδιος ο Χίτλερ όχι μόνο είχε αναγνωρίσει τα δάνεια του Γ΄ Ράιχ από την Τράπεζα της Ελλάδος, αλλά είχε δώσει και εντολή να ξεκινήσει η διαδικασία εξόφλησής τους, όπως έγινε. Οι Ναζί από τον Απρίλιο του 1943 άρχισαν να επιστρέφουν το κατοχικό δάνειο και μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1944 κατέβαλαν κάποιες δόσεις. Επομένως οι όπου γης επίγονοί τους δεν έχουν πρόβλημα να εκμεταλλευτούν ακόμα και αυτό. Μόνο που οι Ναζί ποτέ δεν ενδιαφέρθηκαν για τους χιλιάδες νεκρούς από την πείνα Έλληνες, που ήταν γι’ αυτούς απλώς μια «παράπλευρη απώλεια»… Δεν δίστασαν ποτέ να πατήσουν τη σκανδάλη ενάντια σε Έλληνες που μόνο τους έγκλημα ήταν ότι ήθελαν την πατρίδα τους ελεύθερη από το ναζιστικό ζυγό. Εμείς στο όνομα αυτών των νεκρών μιλήσαμε, στο όνομα αυτών των νεκρών συνεχίζουμε να διεκδικούμε. Οι θαυμαστές του Χίτλερ μιλάνε σήμερα για λεφτά. Εμείς μιλάμε για ανθρώπους".

Από τον συγγραφέα Δ. Κούκουνα παρακληθήκαμε να δημοσιεύσουμε την ακόλουθη δήλωσή του:

"Χωρίς το παραμικρό ενδιαφέρον να εμπλακώ στην προεκλογική αντιπαράθεση, θα ήθελα να σημειώσω ότι εξεπλάγην από την αρνητική τοποθέτηση του επιζώντος ήρωα από την κατοχική περίοδο. Ούτε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος της κ. Μέρκελ δεν θα αποτολμούσε να αρνηθεί έτσι αβασάνιστα τη διεκδίκηση μιας τέτοιας μεγάλης διακρατικής οφειλής. Εκπλήσσομαι διότι πάντοτε έτρεφα μια εκτίμηση και μια συμπάθεια προς τον κ. Γλέζο και δεν μπορώ να κατανοήσω πώς παίρνει προσωπικά την ευθύνη να πείσει την ελληνική κοινή γνώμη ότι δήθεν τα κατοχικά δάνεια έχουν επιστραφεί διαρκούσης της Κατοχής. Ειλικρινά δεν μπορώ να το κατανοήσω και επί πλέον αδυνατώ να ερμηνεύσω τη στάση του αυτή επί της ουσίας του θέματος.

Η υπόσταση της οφειλής είναι αδιαμφισβήτητη, ανεξάρτητα από τι λέει ο κ. Γλέζος. Δεν μπορώ να φαντασθώ πώς ένας πολιτικός με τόσο μακρά πολιτική εμπειρία, αδιάφορο από τις σημαίες υπό τις οποίες κατά καιρούς έχει εκλεγεί, άλλες μνημονιακές και άλλες αντιμνημονιακές, αποτάσσεται την είσπραξη της γερμανικής οφειλής. Πιθανόν να μην τα γνωρίζει καλά τα πράγματα.

Πέραν πολλών άλλων, θα σταθώ σ' ένα γεγονός. Τον Ιούλιο 1964, όταν προέκυψε και τότε ζήτημα είσπραξης του κατοχικού δανείου, ο επί κατοχής πληρεξούσιος του Ράιχ στην Ελλάδα Γκύντερ Άλτενμπουργκ κλήθηκε ως έχων άμεση γνώση να γνωμοδοτήσει στην κυβέρνησή του αν ευσταθεί η απαίτηση. Ο παλαιός εκείνος διπλωμάτης, που το όνομά του συνδέθηκε με τραγικές στιγμές της σύγχρονης ιστορίας μας, ένας εξ εκείνων που είχαν προσυπογράψει τις αντίστοιχες δανειακές συμβάσεις, ανεπιφύλακτα έλαβε θέση καταφατική. Για λόγους που δεν είναι γνωστοί, πλην όμως δεν είναι και αναγκαίο να τους ψάξουμε σήμερα, το ελληνικό κράτος δεν επανήλθε στην αξίωσή του αυτή, χωρίς όμως αυτό να στοιχειοθετεί την εντύπωση ότι παραγράφηκε ή καθ' οιονδήποτε άλλο τρόπο ρυθμίστηκε.

Τα κατοχικά δάνεια είναι πλήρως απαιτητά. Έστω και τώρα, οπότε κατά τις εκτιμήσεις το ύψος τους υπερβαίνει τα 500 δισεκ. ευρώ, συνεπώς υπερκαλύπτει το ελληνικό δημόσιο χρέος, θα έπρεπε να γίνει κάθε ενέργεια για να αξιωθεί η εξόφλησή τους. Όποιος παραγνωρίζει το ρεαλιστικό του πράγματος και, μάλιστα με τέτοια κατηγορηματικότητα, αποποιείται την εθνική αυτή αξίωση, θα έλεγα ότι ούτε λίγο ούτε πολύ αγγίζει τα όρια της εθνικής μειοδοσίας.

Μου φαίνεται βαρύ να απευθύνω τέτοιο χαρακτηρισμό στον κ. Μανώλη Γλέζο. Ωστόσο μου προκαλεί, ως Έλληνα πολίτη, οδυνηρή έκπληξη η στάση του αυτή, ως οιονεί απολογητή της σημερινής Γερμανίας, πολύ δε περισσότερο που επικαλείται την ιδιότητα του "προέδρου του Εθνικού Συμβουλίου Διεκδίκησης των Οφειλών της Γερμανίας προς την Ελλάδα", που μπορεί μεν να είναι αθεσμοθέτητο όργανο, αλλά το βέβαιο είναι ότι δεν έχει προβεί σε καμιά ουσιαστική πράξη διεκδίκησης των δεδομένων γερμανικών οφειλών από τα κατοχικά δάνεια.

Δεν είμαι πολιτικός και δεν θα κρίνω τη στάση αυτή του κ. Γλέζου, πέρα από την επισήμανση ότι τέτοιες πρόχειρες και αστήρικτες τοποθετήσεις αδυνατίζουν την ευρύτερη εθνική θέση για την ικανοποίηση της Ελλάδος από τα κατοχικά δάνεια, που όμως ήταν η αιτία για να υπάρξουν πολλές χιλιάδες νεκρών Ελλήνων από την πείνα και τις στερήσεις, αλλά και η αιτία για την οικονομική καταβαράθρωση της χώρας και τη μιζέρια του ελληνικού λαού από τότε μέχρι τις μέρες μας. Λυπάμαι και αισιοδοξώ ότι ο κ. Γλέζος αιρόμενος στο ύψος των περιστάσεων θα αναθεωρήσει την πλημμελή στάση του".

Σάββατο


Ο Δημ. Κούκουνας άνοιξε τα πολύτιμα αρχεία του και μας αποκάλυψε τις ρίζες της Γερμανίας, στον τόπο μας, μέσα απ’ τους απογόνους των τότε συνεργατών τους και οι οποίοι παίζουν και σήμερα ρόλο στην πολιτική μας σκηνή... Αναφέρει λεπτομερώς τους ρόλους τους, αλλά και τα οφέλη που αποκόμισαν από τη συνεργασία με το Γ’ Ράιχ.


❍ ❍ ❍

1) Ο Γεώργιος Ζωγράφος ζάπλουτος κτηματίας που καταγόταν απ’ τα Καλάβρυτα, είχε αγοράσει όλη την περιοχή που φέρει και σήμερα το όνομά του.
Πριν απ’ τον πόλεμο ανοικοδόμησε το αρχοντικό του, Πανεπιστημίου και Αμερικής. Είναι δίπλα στο μέγαρο Σλήμαν, είναι συνδεδεμένο με τη γερμανική κατοχή, διότι φιλοξένησε την Κομαντατούρ, και μετέπειτα τη Ζίμενς, που διατηρούσε έκθεση προϊόντων της στο ισόγειο επί πολλά έτη.

❍ ❍ ❍

2) Ο Γεώργιος Μαρής, πολιτικός απ’ την Κρήτη, στέλεχος των Φιλελευθέρων, στενός συνεργάτης του Βενιζέλου, είχε διατελέσει υπουργός Οικονομικών, τότε με τα μεγάλα σκάνδαλα, την τετραετία Βενιζέλου 1928-32.

❍ ❍ ❍

3) Ο Γεώργιος Πωλογιώργης, αντιβενιζελικός, όπως και ο πατέρας του, που είχε αγωνισθεί για την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα.
Αυτός προτίμησε τις επιχειρήσεις. Ήταν κύριος μέτοχος πολλών σημαντικών εργοστασίων και του μοναδικού ελληνογερμανικού εργοστασίου λαμπτήρων Όσραμ, και πολλών μικρών εργοστασίων ηλεκτρισμού σε διάφορες επαρχιακές πόλεις.

4) Ο Γεώργιος Ράλλης, γιος και αδερφός πρωθυπουργών.
Το επάγγελμά του ήταν αντιπροσωπείες μεγάλων αμερικανικών εργοστασίων, αυτοκινητοβιομηχανιών, συνεταίρος με τον Αμβρόσιο Πλυτά, δήμαρχο Αθηναίων όταν μπήκαν οι Γερμανοί. Ο Γεώργιος Δ. Ράλλης, ο διατελέσας πρωθυπουργός, δεν είχε εκτίμηση στον θείο του. Ο περί ου ο λόγος Ράλλης επί κατοχής διετέλεσε πρόεδρος του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού. Αυτός με τον Νικ. Χριστοφοράκο καί τον καθηγητή Λογοθετόπουλο πέρασαν απ’ το δικαστήριο δοσιλόγων, αλλά αθωώθηκαν λόγω αμφιβολιών.

❍ ❍ ❍

5) Ο Γεώργιος Μερκούρης, ο θείος της Μελίνας, με τον οποίο έζησε η Μελίνα όταν χώρισαν οι γονείς της. Πατέρας της ήταν ο Σταμάτης Μερκούρης.
Ο θείος της ο Γιώργος Μερκούρης το 1933 είχε ιδρύσει το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα Ελλάδας, που στη συνέχεια ατόνησε. Όταν το ’41 μπήκαν οι Γερμανοί το επανασύστησε, διεκδικώντας την κατοχική πρωθυπουργία. Στις αρχές του 1943 έγινε Διοικητής της Εθνικής Τράπεζας.

Αυτοί είναι οι πέντε Γιώργηδες που συμμετείχαν στο κογκλάβιο της χρυσής λίραςΟ Μερκούρης, που ασκούσε επίσημο επάγγελμα λόγω τραπέζης, για τη λίρα έστελνε αντικαταστάτη του τον φίλο του Γεώργιο Σημίτη, τον οποίο είχε διορίσει Γραμματέα στην Ένωση Ελληνικών Τραπεζών στην οποία ο Μερκούρης ήταν πρόεδρος.



http://ermionh.blogspot.gr/2015/07/5.html

http://dia-kosmos.blogspot.gr/

Κυριακή

Ο πατέρας Σημίτης σύμβουλος επί Κατοχής
του Γεωργίου Μερκούρη, του αρχηγού του
Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος Ελλάδος!



Ο Γεώργιος Σημίτης με τον Άρη Βελουχιώτη στους δρόμους της Λαμίας.



Το αρχικό καταστατικό του κόμματος που ίδρυσε ο Γεώργιος Μερκούρης.




Ο αρχηγός του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος Ελλάδος Γεώργιος Μερκούρης, ο οποίος ανέλαβε επί Κατοχής διοικητής της Εθνικής Τράπεζας. Ήταν ο κατοχικός προστάτης του Γ. Σημίτη, στενού φίλου του.



Ο Ιωάννης Μεταξάς, συνοδευόμενος από τον Θεολόγο Νικολούδη. Ο πατέρας Σημίτης έτρεφε βαθύ θαυμασμό για τον δικτάτορα της 4ης Αυγούστου.



Ο Κώστας Σημίτης στα πρώτα χρόνια της πολιτικής σταδιοδρομίας του.

Του Δημοσθένη Κούκουνα

Αν κάποιος ευφάνταστος μπορούσε να αναρωτηθεί τι το κοινό είχαν ο Ιωάννης Μεταξάς, ο Γεώργιος Μερκούρης και ο Άρης Βελουχιώτης, δύσκολα θα κατέληγε στο συμπέρασμα ότι επρόκειτο για ένα πρόσωπο: τον Γεώργιο Σημίτη. Πρόκειται για τον πατέρα του πρώην πρωθυπουργού και αρχηγού του ΠΑΣΟΚ Κώστα Σημίτη, μεγαλοδικηγόρου τρίτης γενεάς.

Και για τα τρία προαναφερθέντα ιστορικά πρόσωπα, εντελώς αντιφατικά μεταξύ τους, ο πατέρας Σημίτης έτρεφε θαυμασμό και σεβασμό. Ήταν τα πρότυπά του προφανώς και μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον ανατράφηκε ο μετέπειτα επί οκταετία πρωθυπουργός.

Ο Γεώργιος Σημίτης ήταν μεγαλοδικηγόρος του Πειραιά. Ο Σπυρίδων Σημίτης (παπούς του σημερινού πολιτικού) είχε γεννηθεί το 1872 στην Αθήνα και πέθανε το 1914. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στη Γερμανία, στη Γαλλία και στο Βέλγιο.

Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, εγκαταστάθηκε στον Πειραιά, το 1896 (σε ηλικία 24 ετών) εξελέγη υφηγητής του εμπορικού δικαίου και αργότερα, όταν ο Ελευθ. Βενιζέλος είχε έρθει στην Αθήνα και είχε γίνει πρωθυπουργός, ο Σπυρ. Σημίτης τοποθετήθηκε πρόεδρος της επιτροπής για τη σύνταξη του εμπορικού κώδικα. Είχε συντάξει επίσης το καταστατικό του πρώτου εμπορικού επιμελητηρίου που ιδρύθηκε στην Ελλάδα (Πειραιώς), του οποίου μάλιστα υπήρξε νομικός σύμβουλος μέχρι τον θάνατό του.

Και οι δύο γιοι του, ο Γεώργιος και ο Αντώνιος, έγιναν επίσης δικηγόροι και διαδέχθηκαν τον πατέρα τους επαγγελματικά. Ο Γεώργιος Σημίτης είχε γεννηθεί στον Πειραιά το 1899, σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και έγινε διδάκτορας το 1928, ενώ το 1936, σε ηλικία 37 ετών, εξελέγη υφηγητής του εμπορικού δικαίου, όπως και ο πατέρας του. Κατά τη διάρκεια του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου, εμφανίσθηκε σφόδρα βασιλικός και θαυμαστής του δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά, επιτυγχάνοντας μάλιστα το 1940 να διορισθεί από τον τελευταίο με συνοπτικές διαδικασίες ως καθηγητής της Ανωτάτης Εμπορικής Σχολής. Έκτοτε διατηρούσε τον τίτλο του «καθηγητή», αν και μόνο για τρία χρόνια (1940-43) άσκησε τα καθήκοντά του, κυρίως κατά την Κατοχή. Προηγουμένως είχε διορισθεί σε διάφορες θέσεις, όπως το 1926 νομικός σύμβουλος του Επιμελητηρίου Πειραιώς, θέση που διατηρούσε πολλά χρόνια νωρίτερα ο πατέρας του, και από το 1932 νομικός σύμβουλος της Εμπορικής Τράπεζας. Από το 1932 επίσης μέχρι το 1941 ήταν πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς.

Το 1944, όταν πλέον ήταν αδιαμφισβήτητα ορατή η νίκη των Συμμάχων και φαινόταν άμεση η αποχώρηση των Γερμανών, ο Γεώργιος Σημίτης προσχώρησε στην κυβέρνηση των βουνών (ΠΕΕΑ) και διορίστηκε κατά την Απελευθέρωση γενικός διοικητής Ρούμελης, μια θέση που βέβαια ήταν εξωθεσμική σε σχέση με τη νόμιμη υπό τον Γεώργ. Παπανδρέου Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητος, στην οποία συμμετείχαν εκπρόσωποι του ΕΑΜ.

Προηγουμένως, ο Γεώργιος Σημίτης ήταν στενός συνεργάτης του Γεωργίου Μερκούρη, του αγαπημένου θείου της ηθοποιού Μελίνας Μερκούρη. Αλλά ο Γεώργιος Μερκούρης δεν ήταν ένα τυχαίο πρόσωπο στην κατοχική Αθήνα. Ήταν ο αρχηγός του μόνου πολιτικού κόμματος, του οποίου επιτρεπόταν η λειτουργία επί Κατοχής: του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος Ελλάδος. Είχε επιδιώξει πολλές φορές να γίνει κατοχικός πρωθυπουργός, πότε με τις πλάτες των Γερμανών (1941, 1942) και πότε με των Ιταλών (1943), αλλά ανεπιτυχώς.

Κάθε τόσο συνέτασσε κατάλογο υπουργών για να γίνει η κυβέρνησή του, αλλά τελικά οι Γερμανοί που είχαν τον αποφασιστικό λόγο σ’ αυτό το θέμα ποτέ δεν ενέδωσαν. Ανάμεσα στους επίδοξους υπουργούς ήταν διάφοροι κατά καιρούς, ανάμεσα στους οποίους ο καθηγητής Δημήτριος Δελιβάνης, ο πρώην βουλευτής του ΚΚΕ Μιχ. Τυρίμος κ.ά., πιθανόν δε και ο Γ. Σημίτης.

Χαρακτηριστική πάντως είναι μια δήλωση που είχε κάνει ο Γεώργ. Μερκούρης, όταν οι Γλέζος και Σάντας είχαν κλέψει τη γερμανική σημαία από την Ακρόπολη. Είχε δημοσιευθεί τότε στις αθηναϊκές εφημερίδες (1 Ιουν. 1941):«Το υπό την ηγεσίαν του κ. Γ. Μερκούρη Εθνικοσοσιαλιστικόν Κόμμα της Ελλάδος εξέδωκεν ανακοίνωσιν, εν τη οποία, αφού καυτηριάζει την κλοπήν της γερμανικής σημαίας, λέγει τα εξής:

“Η αυθαίρετος και ακατονόμαστος πράξις της κλοπής της σημαίας του Ράιχ εκ της Ακροπόλεως είναι αδύνατον να είναι έργον Έλληνος ανεξαρτήτου την ψυχήν και το φρόνημα ελευθερωτικού πνεύματος. Αντιθέτως, πιστεύομεν ακραδάντως, ότι είναι ασχημία κατωτέρου ανθρώπου, ξένα συμφέροντα υπηρετούντος και παν συμφέρον έχοντος να ενσπείρη μεταξύ του γερμανικού Ράιχ και του ατυχούς ελληνικού λαού την παράτασιν των αγαγόντων μέχρι του σημερινού εθνικού δράματος ανοσίων εγκλημάτων. Ανεξαρτήτως αισθημάτων, φρονημάτων, πολιτικών αντιλήψεων, η Γερμανία και η Ελλάς ευρέθημεν αντιμέτωποι. Οι λαοί μας επετέλεσαν γενναίως το προς τας πατρίδας των και την τιμήν των καθήκον των. Εκ της συγκρούσεως ως ήτο επόμενον εξήλθον νικηταί και ηττημένοι. Εκατέρωθεν ανεγνωρίσθη και εθαυμάσθη το πνεύμα της αυτοθυσίας και του ηρωισμού. Επήλθεν ανακωχή. Τα ένδοξα ελληνικά όπλα έτυχον των αρμοζουσών εις αυτά τιμών. Οι αιχμάλωτοί μας αφέθησαν ελεύθεροι. Οι αξιωματικοί μας διετήρησαν τα ξίφη των. Η ελληνική κυριαρχία εφ’ όλων των κατεχομένων εδαφών ανεγνωρίσθη διά του σχηματισμού ελληνικής κυβερνήσεως. Υπεγράφη μεταξύ νικητών και ηττημένων μία ηθική σύμβασις κυρωθείσα διά πασών των ανωτέρω πράξεων, δεσμεύουσα εκατέρους και επ’ αμοιβαιότητι εις αλληλοσεβασμόν και αλληλοβοήθειαν να εξέλθωμεν εκ του κυκεώνος των τραγικών παρεξηγήσεων και να βαδίσωμεν προς μίαν αμοιβαίαν κατανόησιν. Τούτων ούτως εχόντων διά πάντα εκ καταγωγής Έλληνα και παραμείναντα τοιούτον και αιρόμενον άνωθεν των οδυνηρών περιστάσεων, η ξενόδουλος πράξις η μολύνασα τον φιλόξενον και ιερόν χώρον της Ακροπόλεως, μόνον ως κατά της ελληνικής πατρίδος στρεφομένη χαρακτηρίζεται και ως τοιαύτη μαζί με όλας τας άλλας τας προκαλεσάσας την εθνικήν συμφοράν παραδίδεται εις την γενικήν περιφρόνησιν και αποδοκιμασίαν”».

Αυτού του πολιτικού (άλλοτε υπουργού, γιου του δημάρχου Αθηναίων Σπύρου Μερκούρη) ήταν συνεργάτης ο πατέρας Σημίτης. Αλλά, όπως τον Ιανουάριο 1941, είχε χάσει τον προστάτη του, τον Ιωάννη Μεταξά, που είχε πεθάνει, έτσι και τον Δεκέμβριο 1943 έχασε τον προστάτη του Γεώργιο Μερκούρη, με αποτέλεσμα να χάσει τη θέση του στην Ανωτάτη Εμπορική ως παρανόμως διορισθείς και να μεταστραφεί στο ΕΑΜ που ήταν γεμάτο προσδοκίες ότι θα κυβερνούσε την Ελλάδα όταν οι Γερμανοί θα έφευγαν.

Με το που δημιουργήθηκε η «κυβέρνηση των βουνών» κατέφυγε στα ελεύθερα βουνά λοιπόν, πήρε μέρος στο Εθνικό Συμβούλιο Κορυσχάδων και συνδέθηκε φιλικά, μεταξύ άλλων, με τον Άρη Βελουχιώτη, τον διάττοντα αστέρα της εαμικής αντίστασης. Έγινε πολιτικός διοικητής Ρούμελης, στο πλευρό του, αξίωμα που δεν κράτησε παρά ελάχιστο διάστημα, διότι εν τω μεταξύ είχε απελευθερωθεί η χώρα και η κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου πήρε στα χέρια της όλη την εξουσία, ενώ η ΠΕΕΑ αυτοδιαλύθηκε.

Ο Γ. Σημίτης είχε όμως το ατύχημα να χάσει και τον άλλο προστάτη του, τον Άρη Βελουχιώτη, που σκοτώθηκε κατά τις γνωστές συνθήκες τον Ιούνιο του 1945. 

Απορφανισμένος για μια ακόμη φορά πλέον, αφοσιώθηκε στο προσοδοφόρο επάγγελμά του ως μεγαλοδικηγόρος και ασχολήθηκε με την οικογένεια και τα παιδιά του. Για τα αγοράκια του μπορεί να αγόραζε άλλοτε στολές φαλαγγιτών, άλλοτε κονκάρδες με σβάστικες και άλλοτε σκούφους με σφυροδρέπανα, μερίμνησε όμως για να αποκτήσουν γερμανική παιδεία, τηρώντας άλλωστε την οικογενειακή παράδοση. Σήμερα το ένα αγοράκι είναι συνταξιούχος πρωθυπουργός και το άλλο ασχολείται με τη βιοηθική...

http://historia-hellas.blogspot.gr/2012/06/blog-post_23.html

http://dia-kosmos.blogspot.gr/

Η Οικ. Λάτση, ο Υπ. Παιδείας Κώστας Γαυρόγλου, ο Απόστολος Κιουζέ Πεζάς, η Μελίνα, και οι Δωσίλογοι-μαυραγορίτες της Κατοχής!.....


Ας τον ρωτήσει κάποιος αν έχει ή δεν έχει συγγένεια με την οικογένεια Γιαδικιάρογλου.


Υπενθυμίζεται ότι ο εκ των παρισταμένων Κώστας Γαβρόγλου είναι μέλος του Δ.Σ. του Ιδρύματος Λάτση, το οποίο έχει έδρα το Λιχτενστάιν.



Ο συνήθως περιδεής προ των δοσιλόγων Κώστας Γαβρόγλου (αριστερά) αποδίδει τιμές στον μεγαλύτερο μαυραγορίτη της Κατοχής Απόστολο Κιουζέ Πεζά (δεξιά)

Του Δημοσθένη Κούκουνα

Με τη συμπλήρωση 75 χρόνων από το Μπλόκο της Καλογρέζας, ο γνωστός αφελληνιστής Κώστας Γαβρόγλου αποφάσισε ενυπογράφως να τιμήσει τον ηθικό αυτουργό της εκτέλεσης 22 θυμάτων, τον Απόστολο Πεζά, τον μεγαλύτερο μαυραγορίτη που γνώρισε η Κατοχή: Έδωσε το όνομά του στο Δημοτικό Σχολείο Νέας Κίου, σύμφωνα με την υπ' αριθ. Φ10/16286/Δ1 υπουργική απόφαση που υπογράφει ο ίδιος και που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 796 τεύχος Β (7 Μαρτίου 2019). Σημειωτέον ότι στις 15 Μαρτίου 2019 συμπληρώθηκαν ακριβώς 75 χρόνια από το Μπλόκο της Καλογρέζας (15 Μαρτίου 1944), που διατάχθηκε τότε επειδή διαταρασσόταν η λειτουργία των Λιγνιτορυχείων Καλογρέζας που ανήκαν στον Απόστολο Κιουζέ Πεζά, ο οποίος είχε ζητήσει να ληφθούν μέτρα κατά των απεργών εργατών του!

Βέβαια οι προσωπικές προτιμήσεις του Κ. Γαβρόγλου, ενός υπουργού της χειρότερης κατοχικής κυβέρνησης που υπήρξε ποτέ στην Ελλάδα, προς ό,τι μπορεί να θυμίζει δοσιλογισμό δεν είναι κάτι το καινούργιο.

Ας τον ρωτήσει κάποιος τι θαυμασμό τρέφει για τη δοσιλογική οικογένεια Λάτση που έδρασε επί Κατοχής... Ας τον ρωτήσει κάποιος αν έχει ή δεν έχει συγγένεια με την οικογένεια Γιαδικιάρογλου...




Τον Μάιο 1957, όταν στην Αθήνα συλλαμβανόταν και προφυλακιζόταν ως εγκληματίας πολέμου ο διαβόητος Μαξ Μέρτεν, ο Απόστολος Κιουζέ Πεζάς επανερχόταν στην Ελλάδα για να δημιουργήσει το ...Χίλτον Αθηνών. Κάτοχος τότε ενός στόλου 20 τάνκερ, διέθεσε εκατομμύρια δολαρίων για να επενδύσει στην ιδέα που θα του επέτρεπε να γυρίσει στην Ελλάδα ακωλύτως. Είχαν περάσει ήδη δώδεκα χρόνια αφότου είχε διαφύγει, λαδώνοντας δεξιά κι αριστερά για να βγάλει ένα ναυτικό φυλλάδιο ως δόκιμος πλοίαρχος (σε ηλικία 54 ετών!), κρυμμένος σ' ένα εμπορικό πλοίο (που μόλις το είχε αγοράσει κρυφά) και με βαλίτσες χρυσού που είχε μαζέψει στη διάρκεια της Κατοχής και ενώ εκκρεμούσαν εις βάρος του δέκα δικογραφίες για δοσιλογισμό.

Και για να κάνει πράξη το νέο όραμά του, να δημιουργήσει ένα ξενοδοχείο με τη μαγική φίρμα "Χίλτον" στην Αθήνα, δεν είχε παρά να αγοράσει πρώτα το μεγαλύτερο "φιλέτο" που μπορούσε να ονειρευθεί κανείς τότε, ακριβώς εκεί που χτίστηκε τελικά. Ήταν ένας τεράστιος χώρος που ανήκε στο υπουργείο Εθνικής Άμυνας. Ο τότε υφυπουργός Γ. Θεμελής (όλως κατά σύμπτωση το τέταρτο εμπλεκόμενο στην υπόθεση Μέρτεν πρόσωπο, μετά τον Κ. Καραμανλή, τον Δημήτριο Μακρή και τη σύζυγό του Δοξούλα) έκανε στον Απ. Πεζά μια πολύ καλή τιμή για να αγοράσει το οικόπεδο (βλ. τα πρακτικά της συζήτησης στην Επιτροπή Εξουσιοδοτήσεως της Βουλής στις 10 Ιουλίου 1959, όταν γινόταν η συζήτηση για το ειδικό νομοσχέδιο "περί απ' ευθείας πωλήσεως, εκμισθώσεως και υποθηκεύσεως ακινήτου του Ταμείου Εθνικής Αμύνης προς ανέγερσιν τουριστικού ξενοδοχείου τύπου Χίλτον").

Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.

Ο Απόστολος Κιουζέ Πεζάς (1891-1966), που μέχρι τη γερμανική εισβολή ήταν ένας μικροπλοιοκτήτης, αποφάσισε με την Κατοχή να κάνει το μεγάλο άλμα. Καθώς πλέον δεν γίνονταν εισαγωγές καυσίμων, έχοντας στα χέρια του μια μεταλλειολογική μελέτη, δημιούργησε τα Λιγνιτορυχεία Καλογρέζας και Νέου Ηρακλείου. Σε βάθος μόλις είκοσι μέτρων υπήρχαν κοιτάσματα λιγνίτη, των οποίων άρχισε την εξόρυξη και έτσι η εταιρία του τροφοδότησε τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής, αλλά και το κρατικό εργοστάσιο ηλεκτροφωτισμού. Μέσα σε ελάχιστο διάστημα ο μέχρι τότε μικροεφοπλιστής έγινε ζάπλουτος, όχι τόσο από τις κύριες ποσότητες που πουλούσε στις κατοχικές αρχές, αλλά από τις μικρότερες ποσότητες που πουλούσε μέσω ενός πολυπλόκαμου χονδρεμπορικού δικτύου σε μικροκαταναλωτές με μαύρη αγορά. Κατά την Κατοχή είχε στην Αθήνα τον πλήρη έλεγχο της διάθεσης του λεγόμενου ανθρακίτη που παρήγαγε ο ίδιος στα λιγνιτορυχεία του. Κανείς δεν είχε άλλη επιλογή για να βρει στερεά καύσιμα (για υγρά δεν γινόταν λόγος) για να μαγειρέψει στο σπίτι του, για να ζεσταθεί στοιχειωδώς. Αλλά και τα περίφημα γκαζοζέν για να κινηθούν, στον ...Πεζά κατέληγαν. Συνολικά 110.000.000 τόνους λιγνίτη εξόρυξε από την Καλογρέζα η εταιρία του Πεζά κατά την Κατοχή!


Τα Λιγνιτορυχεία Καλογρέζας που δημιούργησε επί Κατοχής ο Απόστολος Πεζάς.

Και σαν καλός επιχειρηματίας που διέθετε προϊόν με τέτοια ζήτηση, απαιτούσε να πληρώνεται τοις μετρητοίς. Μπορεί να φαντασθεί κανείς τι αμύθητα ποσά συγκέντρωνε καθημερινά. Και όλα αυτά τα ποσά τα μετέτρεπε σε χρυσό και τα αποθήκευε στο σπίτι του, που βρισκόταν στο ασφαλέστερο σημείο της Αθήνας: 

Στην οδό Ακαδημίας 4, ακριβώς κάτω από το πολυσυζητημένο διαμέρισμα που έμενε τότε η Μελίνα Μερκούρη με τον σύζυγό της Πάνο Χαροκόπο και βεβαίως συγκατοικούσε ενίοτε ο Γιαδικιάρογλου (ο μαυραγορίτης που τον είχε χαστουκίσει ανελέητα ο ίδιος ο Τσολάκογλου).

Με όλη αυτή τη δύναμη του χρυσού, όταν έφυγαν οι Γερμανοί και επρόκειτο να αρχίσουν οι αναμενόμενες διώξεις εναντίον του, αγόρασε παρασκηνιακά ένα φορτηγό πλοίο, επιβιβάσθηκε σ' αυτό ως δόκιμος πλοίαρχος, συναποκομίζοντας την κινητή περιουσία του και φυσικά δραπέτευσε.

Εφημερίδες της εποχής γράφουν σχετικά:

"Εστία" 31 Οκτ. 1945: "...με φρικτάς κατηγορίας, ως υπαιτίου φυλακίσεων και εκτελέσεων Ελλήνων, αρπαγών και εκβιασμών". Ανάμεσά τους και μία του υπουργείου Γεωργίας και μία άλλη της επιτροπής δοσιλόγων του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθηνών.

"Εστία" 7 Νοε. 1945 (ανακοίνωση υπουργείου Δικαιοσύνης): "Ανακοινούται ότι κατά του Αποστόλου Κιουζέ Πεζά έχει εκδοθή το υπ' αριθ. 26/945 ένταλμα συλλήψεως υπό του προανακριτού κ. Ρωμανού. Υπό του αρμοδίου Επιτρόπου Αθηνών, ως ούτος αναφέρει διά της υπ' αριθ. 15098/45 αναφοράς του, δεν εξεδόθη πιστοποίησις περί του ότι ούτος δεν διώκεται ως δοσίλογος, ήτις απητείτο διά την κανονικήν εις το εξωτερικόν αναχώρησίν του. Παρηγγέλθη ο Εισαγγελεύς Πειραιώς, όπως εξακριβώση τους όρους και τας συνθήκας της δραπετεύσεως εις το εξωτερικόν του άνω αναφερομένου και ασκήση την νόμιμον κατά των δραστών ποινικήν αγωγήν".

"Ελευθερία" 11 Δεκ. 1945: "Μήπως το υπουργείον Εμπορικής Ναυτιλίας έχει καμμίαν πληροφορίαν διά την τύχην του δραπετεύσαντος εις το εξωτερικόν μεγαλοδοσιλόγου Αποστόλου Κιουζέ Πεζά; Όπως θα ενθυμείσθε ο κύριος αυτός κατώρθωσε να επιβιβασθή του φορτηγού "Βιρτζίνια" ως μηχανικός του ενώ εναντίον του εκκρεμούν δεκάδες μηνύσεων επί προδοσία. Όταν ανεκαλύφθη το σκάνδαλον το οποίον διεπράχθη υπουργούντος του κ. Μάτεσι - ανεκοινώθη επισήμως ότι διετάχθη η σύλληψίς του εις τον πρώτον λιμένα, εις τον οποίον θα προσήγγιζε το φορτηγόν. Και πρώτος λιμήν ήτο το Οράν. Υπάρχουν όμως πληροφορίαι ότι ούτε εις το Οράν ούτε εις το Λονδίνον - τον δεύτερον λιμένα - συνελήφθη. Εν τω μεταξύ η δικαιοσύνη εμερίμνησε διά την κατάσχεσιν της περιουσίας του εδώ και εις το εξωτερικόν;"

"Ριζοσπάστης" 1 Δεκ. 1945: "...Ο αρχιδοσίλογος Πεζάς, αν και ζούσε άνετα στο δοσιλογικό κλίμα της Αθήνας, ίσως για περισσότερη ασφάλεια, αλλά μάλλον για να απολαύσει στη μεγαλύτερη ζωή του εξωτερικού το βαύτιμο τίμημα της συνεργασίας του με τους Γερμανούς - πολλές χιλιάδες λίρες - ζήτησε από το κράτος το διαβατήριό του. Οι συγγενικοί δεσμοί του δικηγόρου του με τον υπουργό της Εμπορικής Ναυτιλίας κ. Μάτεση έκαναν απλούστερη την υπόθεσή του. Έτσι, ο διαβόητος Πεζάς ταξίδευσε πριν λίγο καιρό με πιστοποιητικό ότι ανήκει στο πλήρωμα του πλοίου. Αυτή είναι η μια απάτη. Υπάρχει και δεύτερη. Αμέσως μετά την αναχώρησή του βγήκε ένταλμα συλλήψεως, ενώ οι μηνύσεις είχαν υποβληθεί πριν δέκα μήνες. Τι λένε για όλα αυτά: α) η εισαγγελική αρχή για την κοινή πλαστογραφία του υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας και β) ο κ. Αποστολόπουλος, γενικός επίτροπος διώξεως των δοσιλόγων;"



Αλλά ο Απόστολος Κιουζέ Πεζάς είχε ήδη διαφύγει. Έφθασε πρώτα στον Καναδά, όπου ανασυντάχθηκε επενδύοντας τα αμύθητα κέρδη της Κατοχής. Έπειτα εξασφάλισε την είσοδό του στην Αμερική, όπου μετέφερε την έδρα και τα κεφάλαιά του και άρχισε να αγοράζει πλοία μέχρι που έγινε μεγαλοεφοπλιστής. Μέσω τρίτων προσώπων έφθασε στο σημείο ακόμη και λίμπερτι να αγοράσει σε χαριστικές τιμές. Χαρακτηριστική περίπτωση ήταν ο νεαρός και υπεράνω κάθε υποψίας ανιψιός του Ευγένιος Παναγόπουλος, ο οποίος εγκαίρως είχε φύγει στη Μέση Ανατολή και εντάχθηκε ως έφεδρος αξιωματικός στον στόλο της εξόριστης κυβέρνησης Τσουδερού.



Ο εφοπλιστής Σπύρος Ανδρεάδης (αδελφός του περίφημου Στρατή Ανδρεάδη) είχε καταγγείλει μεταξύ άλλων (επιστολή του προς τον Σ. Βενιζέλο, 24 Ιουνίου 1947): "Ευγένιος Παναγόπουλος, νεαρός την ηλικίαν και τελείως άγνωστος εις τον εφοπλιστικόν κόσμονως εφοπλιστής, με μόνον προσόν το ότι ετύγχανε ανεψιός επ' αδελφή του διωκομένου την εποχήν εκείνην επί δοσιλογία θείου του, Αποστόλου Κιουζέ Πεζά, όπισθεν του οποίου και εκρύπτετο ούτος. Μετ' επιτάσεως διαδίδεται μεταξύ καλώς πληροφορημένων εφοπλιστικών κύκλων ότι το μέγιστον μέρος της κυριότητος του σκάφους του χορηγηθέντος δυνάμει της υπό του Ευγενίου Παναγοπούλου υποβληθείσης αιτήσεως, μετεβιβάσθη αργότερον εις τον ως άνωθι ειρημένον Απόστολον Κιουζέ Πεζάν".



Αυτόγραφη επιστολή του Γ. Μοάτσου προς τον Σοφ. Βενιζέλο: Να γίνει ό,τι έγινε με τον Πεζά...

Ο Γεώργιος Μοάτσος έγραφε σε προσωπική του επιστολή προς τον πρωθυπουργό Σοφοκλή Βενιζέλο στις 28 Αυγούστου 1950: "Το βαπόρι μου "Κρήτη" το επούλησα στο Γιώργη Εμπειρίκο το γαμβρό του μακαρίτη Γιάννη Γουλανδρή. Υπέβαλα μια αίτηση στο Υπουργείο να εγκρίνουν την αλλαγή της ιδιοκτησίας και σε παρακαλώ πες στον Κωστόπουλο να διατάξει να εγκριθεί η αίτησίς μου, μη τυχόν μπερδέψει στα χέρια κανενός λιμενικού. Να γίνει δηλαδή ό,τι έγινε και με το S/S "Σούνιον" το οποίον επώλησε ο Μάνθος στον Πεζά. Σοφοκλή μου σε παρακαλώ μη το ξεχάσεις...".

Καράβια, λίμπερτι, Πεζάς, Μοάτσος, Σοφοκλής κλπ. Όλες εκείνες οι αλχημείες στην ελληνική ναυτιλία καταγγέλλονται από τον Αριστοτέλη Ωνάση (βλ. το μοναδικό βιβλίο που είχε γράψει ο ίδιος, "Εγχειρίδιο του Έλληνα εφοπλιστή"), ενώ η ανάμιξη του ίδιου του Σοφοκλή Βενιζέλου σ' αυτές χρησιμοποιήθηκε πολλά χρόνια αργότερα ως εργαλείο πίεσης εναντίον του από την κυβέρνηση Καραμανλή για να μην ανεβάσει τους αντιπολιτευτικούς τόνους όταν φούντωσε η υπόθεση Μέρτεν το 1959...

http://aera2012.blogspot.com/
http://dia-kosmos.blogspot.gr/

Τρίτη


Οι Συνεργάτες του ΝΑΖΙ Γκαίμπελ, στην Ελλάδα επί Κατοχής...


ΛΑΜΠΡΑΚΗΣ ΚΑΙ ΠΙΚΡΑΜΕΝΟΣ ΕΠΙ ΚΑΤΟΧΗΣ


Η ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΠΡΟΠΑΓΑΝΔΑ 1941-44

Απόσπασμα από το νέο βιβλίο του Δημοσθένη Κούκουνα "Η ελληνική οικονομία κατά την Κατοχή και η αλήθεια για τα κατοχικά δάνεια" (Εκδόσεις Ερωδιός)

Από την έναρξη της Κατοχής οι Γερμανοί κινήθηκαν αποφασιστικά για να θέσουν υπό τον έλεγχό τους τα μέσα ενημέρωσης, ώστε να κατευθύνουν την προπαγάνδα τους. Αρχικά επεδίωξαν να μην ανατρέψουν το καθεστώς που ίσχυε στον χώρο του Τύπου και οι παρεμβάσεις τους ήταν διακριτικές, ενώ προσπάθησαν μάλιστα να δώσουν την εικόνα ότι δεν τους ενδιαφέρει η άσκηση προληπτικής λογοκρισίας, όπως συνέβαινε μέχρι τότε με τις ελληνικές υπηρεσίες λογοκρισίας. Τελικά κατέληξαν στη διευθέτηση να αναθέσουν τον τομέα αυτόν στη δικαιοδοσία της κυβέρνησης Τσολάκογλου, η οποία χωρίς δυσκολία συνέχισε τις δομές που είχε κληρονομήσει από την κυβέρνηση Κοριζή. Έτσι οι ημερήσιες αθηναϊκές εφημερίδες συνέχισαν κανονικά την έκδοσή τους, σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις οι εκδότες πιέστηκαν να συνεχίσουν την έκδοσή τους.

Η μόνη εφημερίδα που πραγματικά παύθηκε με άνωθεν γερμανική εντολή ήταν ο «Ασύρματος». Η απόφαση ανήκε στον στρατάρχη Βίλελμ Λιστ, ανώτατο διοικητή της περιοχής Βαλκανίων και μέχρι σήμερα δεν έχει διευκρινιστεί το ακριβές αιτιολογικό που τον ώθησε να λάβει αυτή την απόφαση. Ίσως κάποια προσωπική αναφορά για τον ίδιο, που την εξέλαβε ως αιχμή, να τον ώθησε σ’ αυτό. Το εντελώς παράδοξο είναι ότι ο ιδιοκτήτης αυτής της εφημερίδας, ο Γεώργιος Τζιρακόπουλος, ήταν σύγγαμβρος του στρατηγού Τσολάκογλου, ο οποίος μερικούς μήνες αργότερα θα τον τοποθετήσει, πλην άλλων διορισμών σε διάφορα διοικητικά συμβούλια, ως πρόσωπο εμπιστοσύνης στη θέση του κυβερνητικού επιτρόπου της Αγροτικής Τράπεζας.

Επίσης με την έναρξη της Κατοχής διέκοψε την έκδοσή της η εφημερίδα «Έθνος», όχι όμως για πολιτικούς λόγους, αλλά μάλλον για πρακτικούς. Οι τυπογραφικές εγκαταστάσεις της, από τις πιο σύγχρονες τότε, δεσμεύθηκαν για να φιλοξενήσουν τις δύο νέες εφημερίδες των κατακτητών που χρειάζονταν για εσωτερική τους χρήση: την ιταλόγλωσση «Giornaled’Italia» και τη γερμανόγλωσση «Deutsche Nachrichten für Griechenland».

Ταυτόχρονα οι Γερμανοί δεν αδιαφόρησαν, πέραν του πολιτικού, και για τον οικονομικό έλεγχο των μεγάλων εκδοτικών συγκροτημάτων. Ο σχεδιασμός έγινε από το Βερολίνο, απ’ όπου στάλθηκαν στην Αθήνα ειδικοί εκπρόσωποι της ειδικής ημικρατικής εταιρίας «Mundus», που είχαν από νωρίτερα συστήσει τα γερμανικά υπουργεία Εξωτερικών και Προπαγάνδας, με συμμετοχή 50% το καθένα τους. Η εταιρία αυτή, που είχε ως στόχο ακριβώς τη διάδοση της γερμανικής προπαγάνδας στις κατεχόμενες χώρες, είχε εμφανιστεί στο Παρίσι, μόλις ολοκληρώθηκε η κατάληψή του, και μεταξύ άλλων εξαγόρασε μερίδια γαλλικών εταιριών που εξέδιδαν εφημερίδες και περιοδικά[1].

Οι εκπρόσωποι αυτής της εταιρίας εμφανίστηκαν και στην Αθήνα τον Μάιο του 1941 και μελέτησαν πώς θα κινηθούν για να αποκτήσουν αποφασιστικού μεγέθους θεσμική συμμετοχή στην παραγωγή και τη διακίνηση του ελληνικού και ξένου Τύπου. Πραγματοποίησαν πολλές επαφές πριν καταλήξουν σε οριστικές αποφάσεις, ενώ έλαβαν υπόψη τους τις αναφορές και την εμπειρία των αρμοδίων της γερμανικής πρεσβείας, κυρίως του γραφείου Τύπου και του συμβούλου μορφωτικών υποθέσεων. Το κύριο βάρος των διαπραγματεύσεων είχε ο Maurach, που έφερε τον βαθμό του Rittmeister και χρησιμοποιούσε για έδρα του ένα γραφείο στον τρίτο όροφο της γερμανικής πρεσβείας, είχε όμως στη διάθεσή του πλούσιο υλικό για την αξιοπιστία όσων θα μπορούσαν να «τιμηθούν» με την εμπιστοσύνη του Ράιχ κατά την Κατοχή.

Ιδρύθηκαν έτσι τρεις βασικές εταιρίες για τον κάθετο έλεγχο του ελληνικού Τύπου, στις οποίες περισσότερο με προθυμία παρά υπό καθεστώς βίας έλαβαν μέρος οι Έλληνες επιχειρηματίες που δέχθηκαν να συνυπογράψουν τα ιδρυτικά καταστατικά με τους απεσταλμένους του Γκαίμπελς και του Ρίμπεντροπ, στους οποίους (ως επικεφαλής των δύο γερμανικών υπουργείων Προπαγάνδας και Εξωτερικών) ανήκε η εταιρία «Mundus». Το θλιβερό γεγονός της εκούσιας αυτής συμμετοχής καταδικάστηκε μετά την Απελευθέρωση από το επίσημο κράτος με τον βαρύτατο χαρακτηρισμό των εν λόγω εταιριών ως εχθρικών περιουσιών και τέθηκαν υπό μεσεγγύηση, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι τα πρόσωπα που έλαβαν μέρος δεν αντιμετώπισαν ποινικές κυρώσεις, απλώς μόνον ηθικές.

Ωστόσο οι εφημερίδες, που μέχρι την Απελευθέρωση ανήκαν στο ελληνογερμανικό αυτό συγκρότημα δεν μπόρεσαν να επανεκδοθούν ποτέ, οπότε ο ευφυής Δ. Λαμπράκης άλλαξε τους τίτλους (από «Αθηναϊκά Νέα» σε «Νέα» και από «Ελεύθερον Βήμα» σε «Βήμα»), ο επανελθών στον κομμουνισμό Γιάννης Πετσόπουλος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει πολλά περιουσιακά στοιχεία για να παραμείνει με άλλες πηγές εισαγωγής χαρτιού στην αγορά, όσο δε για την πρακτόρευση εφημερίδων ο Όθων Πικραμένος αναγκάστηκε πρόσκαιρα να αποσυρθεί και να αρκεστεί στη διαχείριση του εργοστασίου γραφικών τεχνών «Πυρσός», ενός από τα μεγαλύτερα στην Αθήνα, που είχε βρεθεί στα χέρια του[2]. Θα ήταν ειρωνικό να συνεχίζει να διακινεί τις εφημερίδες και τα περιοδικά όταν η χώρα απελευθερώθηκε, αφού μέχρι τότε διακινούσε τις νομότυπα εκδιδόμενες υπό γερμανικό έλεγχο εφημερίδες και τις λοιπές προπαγανδιστικές εκδόσεις, ελληνόγλωσσες και γερμανόγλωσσες.

Οι εταιρίες που ίδρυσαν οι Γερμανοί εκπρόσωποι του Γκαίμπελς και του Ρίμπεντροπ μόλις κατέλαβαν την Αθήνα:

Α.Ε. «Βίβλος». Όπως αναγραφόταν στο καταστατικό της, είχε τους εξής σκοπούς: εισαγωγή ξένων βιβλίων, μουσικών έργων (νότες), έργων εικαστικής τέχνης, εποπτικών μέσων διδασκαλίας, ως και η διεξαγωγή πασών των εργασιών ομοίας ή συγγενούς φύσεως και σχετικών επιχειρήσεων[3]. Στην εταιρία αυτή έλαβαν μέρος ως μέτοχοι, καταβάλλοντας και το αντίστοιχο κεφάλαιο, δύο από τους μεγαλύτερους Αθηναίους βιβλιοπώλες της εποχής εκείνης. Στο πρώτο διοικητικό συμβούλιο συμμετείχαν οι: Έριχ Μπέρινγκερ[4], Κωνστ. Γ. Ελευθερουδάκης, Χέρμαν Θ. Κάουφμαν, Νικ. Λούβαρις, Βάλτερ Βρέντε, Σάββας Κέντρος, Σίγκφριντ Φατ. Ο πρώτος, πολύ γνωστή προσωπικότητα στους κύκλους των διανοουμένων, ήταν πρόεδρος της εταιρίας και παράλληλα μορφωτικός σύμβουλος της γερμανικής πρεσβείας, θέση που κατείχε από προπολεμικά. Ο Κώστας Ελευθερουδάκης ήταν ο γνωστός ιδρυτής του ομώνυμου βιβλιοπωλείου και ο Κάουφμαν επίσης, ο οποίος σημειωτέον ήταν Ρώσος πρόσφυγας γερμανικής καταγωγής και όχι Εβραίος όπως νομιζόταν μέχρι τότε στην Αθήνα, πρόσφυγας από το 1917 εγκαταστημένος στην Ελλάδα[5]. Ο Νικόλαος Λούβαρις ήταν ο γνωστός γερμανόφιλος καθηγητής φιλοσοφίας, άλλοτε διακεκριμένο μέλος του Ελληνογερμανικού Συνδέσμου, όπως και ο τότε μεγαλοδικηγόρος Σάββας Κέντρος. Ως προς δε τον Βάλτερ Βρέντε[6], διευθυντή του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου Αθηνών, θα πρέπει να αναφερθεί ότι ήταν από τα προπολεμικά χρόνια ο επίσημος τοπάρχης του Γερμανικού Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος για τη γερμανική παροικία της Αθήνας.

«Ένωσις Ελληνικού και Ξένου Τύπου» Α.Ε. Η εταιρία αυτή προέκυψε προκειμένου να επιτύχουν οι Γερμανοί τον απόλυτο έλεγχο κάθε διακινούμενου εντύπου και αποτελούσε μια κοινοπραξία των μέχρι τότε ελληνικών πρακτορείων μαζί με την περίφημη εταιρία «Μούντους». Σύμφωνα με το καταστατικό της σκοπός ήταν: η κυκλοφορία και η διά του οργανισμού της εταιρίας διάθεσις είτε εν τω εξωτερικώ, είτε εν τω εσωτερικώ των εκδιδομένων ενταύθα ή αλλαχού εφημερίδων, περιοδικών και λοιπών εντύπων ημεδαπής και αλλοδαπής, ημεροδεικτών και παντός εν γένει προϊόντος διανοίας ή τέχνης. Είχε κατά την ίδρυσή της κεφάλαιο 5.000.000 δρχ. διαιρεμένο σε 5.000 μετοχές[7]. Μέτοχοι: Εταιρία «Mundus» 2550 μετοχές, Εταιρία Ελληνικού Τύπου «Τ. Α. Πικραμένος» 850, Κεντρικόν Πρακτορείον Εφημερίδων Σπύρος Τσαγγάρης, Αναγνωστοπούλου και Σία[8] 1050, Ελισάβετ Τσιβόγλου 550. Στη σύνθεση του διοικητικού συμβουλίου έλαβαν μέρος οι Herbert Schwoerbel[9], πρόεδρος, επικεφαλής του γραφείου Τύπου της γερμανικής πρεσβείας (οιονεί εκπρόσωπος του γερμανικού υπουργείου Προπαγάνδας), Ferdinand Vorauer, στέλεχος επίσης της γερμανικής πρεσβείας (οιονεί εκπρόσωπος του γερμανικού υπουργείου Εξωτερικών), Όθων Π. Πικραμένος (εκπρόσωπος του ομώνυμου πρακτορείου εφημερίδων και γενικός διευθυντής της νέας εταιρίας που συστάθηκε)[10], Κωνσταντίνος Ν. Νικολετόπουλος (δικηγόρος), Ιωάννης Χ. Αναγνωστόπουλος (μέλος της οικογένειας Τσαγγάρη, ο οποίος αργότερα διαρκούσης της Κατοχής θα αναλάβει την προεδρία του Δ.Σ.). Η μέτοχος Ελισάβετ Τσιβόγλου[11], ιδιοκτήτρια του ομώνυμου μικρού πρακτορείου ξένων εφημερίδων και περιοδικών, καθώς και διακίνησης τουριστικών εντύπων (καρτ-ποστάλ και πολύγλωσσων οδηγών), που λειτουργούσε από ετών και είχε περιέλθει στην ιδιοκτησία της έπειτα από τον θάνατο του συζύγου της ήδη πριν από τον πόλεμο, δεν συμμετείχε αυτοπροσώπως στο συμβούλιο, αφού άλλωστε ως από ετών συνεργάτης του Ο. Πικραμένου την εκπροσωπούσε ο τελευταίος.

«Ελεύθερον Βήμα – Εταιρία Δημοσιογραφικών Εκδόσεων» Α.Ε. Η εταιρία αυτή υποκατέστησε το δημοσιογραφικό συγκρότημα Λαμπράκη με τη συμμετοχή της γερμανικής «Μούντους», η οποία κατείχε το 51% των μετοχών, ενώ το υπόλοιπο 49% των μετοχών ανήκε στους δημοσιογράφους Γεώργιο Συριώτη και Αλκ. Ζαφειρόπουλο, παλαιά στελέχη του συγκροτήματος Λαμπράκη, καθώς και στον διαχειριστή του, πριν και μετά την Κατοχή, Ιορδάνη Τσαρτίλη. Οι Γερμανοί κατέβαλαν μετρητά για την απόκτηση του ποσοστού αυτού[12], ώστε μεταπολεμικά η εταιρία θεωρήθηκε ως εχθρική περιουσία και τέθηκε υπό μεσεγγύηση ως ανήκουσα στο γερμανικό δημόσιο. Η εταιρία κατείχε εις χείρας της όχι μόνο τους τίτλους του συγκροτήματος («Ελεύθερον Βήμα», «Αθηναϊκά Νέα» και «Οικονομικός Ταχυδρόμος»), αλλά και τις τυπογραφικές εγκαταστάσεις του, καθώς βεβαίως και την εν γένει δημοσιογραφική επιχείρηση. Σύμφωνα με το καταστατικό, σκοπός της ήταν η έκδοση εφημερίδων, περιοδικών και παντός ετέρου εντύπου, καθώς και κάθε συναφής εργασία. Τα τυπογραφεία του συγκροτήματος χρησιμοποιήθηκαν τόσο για ελληνόγλωσσες εκδόσεις, όσο και ξενόγλωσσες, ακόμη και αραβόγλωσσες προπαγανδιστικές εκδόσεις που αποστέλλονταν στις στρατιές του Ρόμελ ή προς χρήση των μελών της αραβικής παροικίας που είχε δημιουργηθεί εκτάκτως στο Λαύριο[13]. Στο διοικητικό συμβούλιο πρόεδρος ήταν ο Νικόλαος Λούβαρις[14], ο οποίος σημειωτέον δεν είχε γίνει ακόμη υπουργός, και αντιπρόεδρος ο ιατρός Γεώργιος Βλαβιανός, ο ιδρυτής της γνωστής και τόσο κακοφημισμένης οργάνωσης ΕΣΠΟ, που έδρασε επί Κατοχής. Συμμετείχαν επίσης τα στελέχη της γερμανικής πρεσβείας στην Αθήνα Φερδινάνδος Φοράουερ και Ερβέρτος Σβαίρμπελ, οι εκπρόσωποι του συγκροτήματος Γεώργ. Α. Συριώτης, Αλκ. Π. Ζαφειρόπουλος και Ιορδάνης Ε. Τσαρτίλης, καθώς και ο μεγαλοδικηγόρος Σάββας Χ. Κέντρος[15].

Εκτός από τις προαναφερθείσες τρεις εταιρίες, που ιδρύθηκαν με τη συμμετοχή και τον απόλυτο έλεγχο της γερμανικής προπαγανδιστικής εταιρίας «Μούντους», στην πορεία προέκυψε ζήτημα με τις εισαγωγές χάρτου. Όσο και αν φανεί περίεργο, το χαρτί και κυρίως το δημοσιογραφικό, που δεν παραγόταν στην Ελλάδα, ήταν χαρακτηρισμένο ως είδος πρώτης ανάγκης και υπό την έννοια αυτή η Γερμανία ως κατέχουσα δύναμη όφειλε να μεριμνά για την επαρκή κάλυψη της χώρας. Επί Κατοχής εισαγόταν δημοσιογραφικό και κοινό χαρτί, καθώς και χαρτί για την εκτύπωση χαρτονομισμάτων από τη Γερμανία, κυρίως φινλανδικής και ελάχιστα γερμανικής προέλευσης. Μέχρι ενός χρονικού σημείου, οι Γερμανοί αδιαφορούσαν για την επακριβή διοχέτευση του εισαγόμενου χαρτιού, αφού καλύπτονταν οι βασικές ανάγκες των εφημερίδων, η δε διαχείριση του χαρτιού γινόταν μέσω της Α.Ε. «Τύπος», η οποία ανήκε στον Γιάννη Πετσόπουλο και την οικογένειά του. Η εν λόγω εταιρία ήταν ο αποκλειστικός αντιπρόσωπος γερμανικού χαρτιού στην Ελλάδα από την προπολεμική περίοδο, αλλά όταν εισέβαλαν οι Γερμανοί στη χώρα ανέθεσαν στην εταιρία του, προφανώς από λόγους εμπιστοσύνης, τη διαχείριση όχι μόνο των δικών τους χαρτιών, αλλά και των ποσοτήτων που βρήκαν και που είχαν κατασχεθεί κατά την έναρξη της Κατοχής.

Στη συνέχεια όμως έκαναν μια άλλη διαπίστωση που τους ανησύχησε. Ένα μέρος από τις εισαγόμενες ποσότητες περνούσε στη μαύρη αγορά και κάποιοι κερδοσκοπούσαν υπερβολικά. Έτσι πήραν την απόφαση να θέσουν υπό αυστηρότερο έλεγχο τη διανομή του χαρτιού, κλείνοντας τις στρόφιγγες προς την ελεύθερη αγορά. Τους ενδιέφερε πρωταρχικά η χρήση του για την προπαγάνδα και δεν ήθελαν το χαρτί που εισήγαγαν να καταλήγει σε τρίτους, όπως για παράδειγμα στο εμπόριο για συσκευασία ή σε εκδότες για να εκδίδονται ποιητικές συλλογές. Η διαρροή ποσοτήτων χαρτιού γινόταν κυρίως με πρόσχημα τη φύρα και την υγρασία, ενώ οι επιτήδειοι προωθούσαν κρυφά τις ποσότητες που εξοικονομούσαν στη μαύρη αγορά. Αίφνης όμως οι Γερμανοί έκαναν και μια δεύτερη διαπίστωση: Ένα μέρος αυτού του χαρτιού έφτανε στα χέρια των αντιστασιακών οργανώσεων για την εκτύπωση παράνομων εφημερίδων.

Για κάποιους βασικά ανεξήγητους και απροσδιόριστους λόγους, τον Πετσόπουλο τον είχαν σε εκτίμηση οι χιτλερικοί συνδικαλιστές. Ακόμα πιο μυστηριώδης ήταν η στάση του στις παραμονές του πολέμου, όταν για μεγάλο διάστημα παρέμεινε στη Γερμανία. Η αλήθεια όμως είναι ότι ξαφνικά απέκτησε έναν απροσδόκητο ανταγωνιστή στις προτιμήσεις των Γερμανών ως προς τους εισαγωγείς χαρτιού στην κατεχόμενη Ελλάδα: Επρόκειτο για τον δικηγόρο και άλλοτε φανατικό βενιζελικό πολιτικό Ευστράτιο Κουλουμβάκη, ο οποίος τέθηκε επικεφαλής μιας άλλης «προνομιακής» χαρτεμπορικής εταιρίας.

Επρόκειτο για την Α.Ε.Ε. «Εμπορίου και Βιομηχανίας Χάρτου» (Χαρτέξ)[16], που ιδρύθηκε στα τέλη του 1941 με αντικείμενο: Εμπόριο και βιομηχανία χάρτου, αντιπροσωπείες οίκων εξωτερικού και εσωτερικού. Οι τέσσερις συνιδρυτές της εταιρίας, οι Ευστράτιος Γ. Κουλουμβάκης, Νικόλαος Σ. Καστρινός, Γαβριήλ Παρουσιάδης και Ιωάννης Κ. Βελλίδης) αποτέλεσαν το πρώτο διοικητικό της συμβούλιο.

Οι δύο προνομιούχες χαρτεμπορικές εταιρίες βρέθηκαν σε μεγάλη διάσταση μεταξύ τους, καθώς – πέραν του οικονομικού αντικειμένου – υπήρχε προϊστορία για τις προσωπικές σχέσεις Κουλουμβάκη-Πετσόπουλου από 25ετίας. Ο ανταγωνισμός αυτός είχε απήχηση και στη μαύρη αγορά του χαρτιού, όχι μόνο του δημοσιογραφικού, αλλά και του εμπορικού. Ήδη από γερμανικής πλευράς είχε πραγματοποιηθεί μια παρέμβαση στην ελεύθερη αγορά με την ίδρυση μιας εταιρίας για παραγωγή χαρτιών συσκευασίας. Συγκεκριμένα είχε ιδρυθεί στην Αθήνα η Ελληνική Βιομηχανία Χαρτοσάκκων «Ασπίς» από τους Βάλτερ Ντίρμπεκ και Νικόλαο Νικολόπουλο[17].

Με αφορμή τον ανταγωνισμό των δύο βασικών εισαγωγέων χαρτιού, του Πετσόπουλου και των Κουλουμβάκη και λοιπών Βορειοελλαδιτών πρώην εκδοτών, οι αρμόδιοι Γερμανοί της πρεσβείας πληροφορήθηκαν ότι και από τις δύο εταιρίες διέρρεε το χαρτί που κατέληγε στα τυπογραφεία των παράνομων αντιστασιακών εφημερίδων.

Τότε αποφασίστηκε να λάβουν αυστηρά μέτρα για να εμποδίσουν αυτή τη διαρροή του χαρτιού. Τον Δεκέμβριο του 1942 ιδρύθηκε μια νέα εταιρία, στην οποία περιερχόταν ο έλεγχος των εισαγωγών χαρτιού. Επρόκειτο για την Α.Ε. «Ανώνυμος Ελληνική Εμπορική Εταιρία»[18]. Πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου ο πρώην κομμουνιστής και άλλοτε εκδότης του «Ριζοσπάστη» Γιάννης Πετσόπουλος, ο οποίος είχε από παλαιά περίεργες προνομιακές σχέσεις με τα συνδικάτα των εργαζομένων στις γερμανικές χαρτοβιομηχανίες, τα οποία σημειωτέον ανήκαν με φανατισμό στο εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα.

Ο ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΗΣ Πετσόπουλος[19] στα προπολεμικά χρόνια είχε αποκτήσει τεράστια περιουσία ως χαρτέμπορος και αντιπρόσωπος γερμανικού χαρτιού με την Α.Ε. «Τύπος», ενώ γύρω στα χρόνια της Κατοχής καθετοποίησε τις υπηρεσίες που πρόσφερε στους πελάτες του, οργανώνοντας στην οδό Αναξαγόρα[20] ένα μεγάλο τυπογραφικό συγκρότημα για εκτύπωση εφημερίδων και περιοδικών για λογαριασμό των πελατών του. Στη νέα εταιρία, που λειτούργησε παράλληλα με την εταιρία «Τύπος», συμμετείχε και η περιώνυμη γερμανική εταιρία «Μούντους» του Γκαίμπελς[21].

[1]. Η εταιρία «Μούντους» αποτέλεσε μεταπολεμικά αντικείμενο στις μεγάλες δίκες της Νυρεμβέργης, αλλά ελάχιστες αναφορές έγιναν για τη δράση της στην Ελλάδα. Για τη δράση της στη Γαλλία, βλ. την κατάθεση του Γάλλου πολιτικού Εντγκάρ Φωρ στη Δίκη της Νυρεμβέργης στις 5 Φεβρουαρίου 1946.
[2]. Τη θέση του γενικού διευθυντή (είχε κάνει ειδικές σπουδές στη Γερμανία) είχε και για ένα μικρό διάστημα μέχρι το 1928. Η εταιρία «Πυρσός», που στο παρελθόν είχε εκδώσει τη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεία, όπως και η κατασκευαστική εταιρία «Προμηθεύς», ανήκαν βασικά στον Παυσανία Μακρή (κεντρικό πρόσωπο στα σκάνδαλα της οδοποιίας στα χρόνια του μεσοπολέμου, με χρηματοδότες τους Άγγλους τραπεζίτες Χάμπρο και Σάμιουελ), στενό συγγενή της οικογένειας Πικραμένου. Και οι δύο αυτές εταιρίες συνεργάστηκαν οικονομικά με τους Γερμανούς κατά την Κατοχή, η μεν μία σε εκτυπωτικές εργασίες η δε άλλη σε κατασκευαστικές. Τελικά ο Όθων Πικραμένος θα επανέλθει αργότερα, αφού θα αποφύγει τη δίωξη για δοσιλογισμό, όπως και όλοι όσοι συνεταιρίστηκαν με τους εκπροσώπους της εταιρίας «Μούντους», στην πρακτόρευση εφημερίδων και περιοδικών, δημιουργώντας το λεγόμενο «Νέο Πρακτορείο», συνέχεια του οποίου – ύστερα από διάφορες μεταβιβάσεις μετά τον θάνατό του στα χρόνια της δικτατορίας και αφού ο μεγαλύτερος υιός του, αν και για ένα διάστημα το διαχειρίστηκε, αποφάσισε να το εγκαταλείψει για να σταδιοδρομήσει στο δικαστικό σώμα – είναι σήμερα το πρακτορείο εφημερίδων «Ευρώπη». Από τα τέλη του 1944 (τυπικά τον Ιανουάριο 1945) όμως είχε συγκροτηθεί το «Πρακτορείο Αθηναϊκού Τύπου», που αμέσως πήρε το μεγαλύτερο μερίδιο της αγοράς και διάδοχος του οποίου – ύστερα από την εξαγορά του από το συγκρότημα Λαμπράκη μετά τον θάνατο του Παρασκευά Χριστοδουλόπουλου – είναι σήμερα το πρακτορείο «Άργος». Τον Μάιο 2012 ο υιός του Όθωνος Παναγιώτης Πικραμένος ανέλαβε υπηρεσιακός πρωθυπουργός.
[3]. Εφημερίδα Οικονομολόγος 26.7.1941.
[4]. Ο καθηγητής Erich Boehringer (1897-1971) υπήρξε αρχαιολόγος και νομισματολόγος. Το 1937 έγινε μέλος του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος και τον Μάρτιο 1940 έφτασε στην Αθήνα ως μορφωτικός ακόλουθος, θέση που διατήρησε μέχρι τον Απρίλιο 1943. Μεταπολεμικά έγινε πρόεδρος του κεντρικού Γερμανικού Αρχαολογικού Ινστιτούτου.
[5]. Περί των κινήσεων του Χέρμαν Κάουφμαν (1897-1965) όταν του προτάθηκε η συνεργασία με τους Γερμανούς, έχουμε πληροφορίες από τον τότε δικηγόρο του που χειριζόταν τις υποθέσεις του (Χρ. Χρηστίδη, Χρόνια Κατοχής 1941-1944, Μαρτυρίες Ημερολογίου, Αθήνα 1971, σελ. 28, 46 κ.α.).Από τις εγγραφές προκύπτει ότι όχι μόνον ενδιαφερόταν να συμμετάσχει ο Κάουφμαν, αλλά έτρεφε και ανησυχίες μήπως αποκλειστεί από τη συμφωνία με τη «Μούντους».
[6]. Καθοριστικής σημασίας ήταν στην Ελλάδα η παρουσία του Walther Wrede (1893-1990) ως διευθυντή της Γερμανικής Αρχαιολογικής Σχολής στην Αθήνα (1937-43), ενώ στη χώρα μας έζησε πολλά χρόνια από το 1921. Φανατικός εθνικοσοσιαλιστής, το 1935 τοποθετήθηκε ως επικεφαλής του κόμματος για τη σχετικά πολυάριθμη γερμανική παροικία στην Αθήνα. Εγκατέλειψε την Αθήνα μαζί με τα γερμανικά στρατεύματα που αποχωρούσαν τον Οκτώβριο 1944. Η έντονη κομματική δραστηριότητά του τον εμπόδισε μεταπολεμικά να συνεχίσει τη σταδιοδρομία του, ούτως ή άλλως αμαυρωμένη από καταγγελίες για παράνομες ανασκαφές, και έστρεψε το ενδιαφέρον του στη βοτανική.
[7]. Εφημερίδες Οικονομικός Ταχυδρόμος 2.6.1941, Οικονομολόγος 26.7.1941.
[8]. Το Κεντρικό Πρακτορείο Εφημερίδων είχε ιδρυθεί από τον δραστήριο Σπύρο Τσαγγάρη (1852-1931), που θεωρείται ως ένας από τους πρώτους στυλοβάτες του ελληνικού Τύπου. Οι διάδοχοι του Τσαγγάρη συνέχισαν την επιχείρηση και στην Κατοχή συνεταιρίστηκαν με τους Γερμανούς.
[9]. Ο Ερβέρτος Σβαίρμπελ (1881-1969) μετά τις πανεπιστημιακές σπουδές του εισήλθε στη γερμανική διπλωματική υπηρεσία και κατά τη διάρκεια των βαλκανικών πολέμων υπηρετούσε στο προξενείο Θεσσαλονίκης, ενώ ένα κείμενό του το 1916 αποτελεί μια από τις χαρακτηριστικές μαρτυρίες για τη γενοκτονία των Αρμενίων από τους Τούρκους. Αργότερα υπηρέτησε σε προξενικές θέσεις στη Βυρητό και την Καμπούλ. Κατά τη διάρκεια του χιτλερικού καθεστώτος χρησιμοποιήθηκε στο υπουργείο Εξωτερικών σε θέματα προπαγάνδας και μεταξύ άλλων υπήρξε συντάκτης λευκών βίβλων και εκδότης της προπαγανδιστικής αξονικής επιθεώρησης Illustrierten Berlin Rom Tokio. Το 1940 επιλέχθηκε ως ελληνομαθής να αναλάβει διευθυντής του γραφείου Τύπου στη γερμανική πρεσβεία Αθηνών, αλλά σύντομα ανέλαβε ευρύτερες αρμοδιότητες στην έδρα του γερμανικού υπουργείου Εξωτερικών με αντικείμενο ολόκληρη την περιοχή των Βαλκανίων. Μεταπολεμικά δεν μπόρεσε να επανέλθει στη διπλωματία και έγινε δημοσιογράφος στο Πασάου. Στην Ελλάδα, λόγω και της παλαιάς θητείας του, είχε εκτεταμένες επαφές με Έλληνες δημοσιογράφους και πολιτικούς και μετά τη γερμανική εισβολή επανήλθε για μικρό διάστημα και ασχολήθηκε με τη δημιουργία των μικτών ελληνικών επιχειρήσεων στον χώρο της προπαγάνδας με τη συμμετοχή της «Μούντους». Το 1942 τοποθετήθηκε ως ακόλουθος Τύπου στην πρεσβεία Αθηνών ο συνονόματος υιός του, ο οποίος επανειλημμένα δημοσίευσε άρθρα στον κατοχικό Τύπο. Συχνά γίνεται σύγχυση ανάμεσα στον πατέρα (1881-1969) και στον υιό (1911-), ενώ ο δεύτερος υιός Edgar (1918-) υπηρέτησε μεταπολεμικά και αυτός στη γερμανική διπλωματία και μεταξύ άλλων στην κεντρική υπηρεσία της Βόννης ως υπεύθυνος για την Ελλάδα και την Κύπρο.
[10]. Το ωραίο τετραόροφο ακίνητο της οδού Σωκράτους 43, σήμερα διατηρητέο κτίριο, που ανήκε στον Όθωνα Πικραμένο και σ’ ένα τμήμα του οποίου μέχρι τότε κατοικούσε, πωλήθηκε – ως απόρροια της συμφωνίας με τη γερμανική «Μούντους» – στην ελεγχόμενη και εξαγορασμένη πλέον από τους Γερμανούς Εταιρία Βωξιτών Παρνασσού με ονομαστική τιμή 22 εκατ. δρχ. Με τα χρήματα αυτά αγοράστηκε από την οικογένεια Πικραμένου αυθημερόν ένας όροφος 18 δωματίων στην εντυπωσιακή πολυκατοικία της οδού Ακαδημίας 52, όπου μετεγκαταστάθηκε και όπου έζησε όλες τις επόμενες δεκαετίες, ενώ δύο ακόμη όροφοι από την οικογένεια Πιζάνη. Το κτίριο της οδού Σωκράτους 43 μεταπολεμικά περιήλθε στην ιδιοκτησία του ανταγωνιστικού Πρακτορείου Εφημερίδων Αθηναϊκού Τύπου. Ο αρχικός ιδρυτής το 1917 της Εταιρείας Ελληνικού Τύπου Τάκης Πικραμένος (1876-1935) ήταν δικηγόρος και σταφιδέμπορος από την Πάτρα.
[11]. Η οικογένεια Τσιβόγλου προερχόταν από την Κωνσταντινούπολη και κατά τη διάρκεια της Κατοχής μεταξύ άλλων περιουσιακών στοιχείων κατείχε το ακίνητο, στο οποίο διαδραματίστηκε το 1944 το «μπλόκο της Κοκκινιάς» και που ο χώρος αυτός απαλλοτριώθηκε το 1982 για να γίνει εκεί το Μουσείο Εθνικής Αντίστασης (βλ. εφημερίδα Ριζοσπάστης 5.3.2005). Η αναφερόμενη Ελισάβετ Τσιβόγλου, που πέθανε στις αρχές του 1945, ήταν από τον πρώτο γάμο της με τον θεατρικό συγγραφέα Μιλτιάδη Ιωσήφ μητέρα του δημοσιογράφου και πολιτικού Ανδρέα Ιωσήφ, του οποίου η εβραϊκής καταγωγής σύζυγος Μαρία Ρεζάν την διαδέχθηκε μεταπολεμικά στο πρακτορείο ξένου Τύπου, που το μετέφερε στην οδό Αμερικής, εμπλουτίζοντάς το με γαλλικά, αγγλικά και αμερικανικά περιοδικά και εφημερίδες – αφού φυσικά πλέον δεν υπήρχαν γερμανικά και ιταλικά προπαγανδιστικά έντυπα προς διανομή. Βλ. Μαρίας Ρεζάν, Με νοσταλγία… για μια ζωή έτσι, χωρίς πρόγραμμα, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2000, σελ. 84 κ.α. Μέχρι την Κατοχή το πρακτορείο Τσιβόγλου διατηρούσε τη στενότατη συνεργασία του με το πρακτορείο Πικραμένου, στο κτίριο του οποίου από πολλών ετών στεγαζόταν.
[12]. Αξιοσημείωτο είναι ότι αμέσως μετά την εξαγορά του 51% του ομώνυμου συγκροτήματος από τους Γερμανούς τον Σεπτέμβριο 1941, η σύζυγος του αρχικού ιδιοκτήτη Έλζα Λαμπράκη (απεβίωσε τον Απρίλιο 2012 σε ηλικία 104 ετών) αγόρασε στις 27 Οκτωβρίου 1941 μια μονοκατοικία στο Κολωνάκι, στην οδό Αναγνωστοπούλου 5, στο οικόπεδο της οποίας αργότερα η οικογένεια ανήγειρε πολυκατοικία. Η τιμή που αναφερόταν στο συμβόλαιο ήταν 4 εκ. δρχ., ποσόν που αντιστοιχούσε σε 220 χρυσές λίρες (Βλ. εφημερίδα Οικονομολόγος 8.11.1941). Η Έλζα Λαμπράκη, όπως και ο δεκάχρονος τότε γιος του ζεύγους Χρήστος, αργότερα διέφυγε στη Μέση Ανατολή, αφού είχε προηγηθεί ο σύζυγός της, ο οποίος μάλιστα αντιμετώπισε την αντίδραση των αγγλικών αρχών και – παρά τις έντονες διαμαρτυρίες του Ε. Τσουδερού και του Β. Καραπαναγιώτη – παρέμεινε φυλακισμένος από τους Άγγλους ως ύποπτος για γερμανοφιλία, ακριβώς λόγω της μεταβίβασης του συγκροτήματος.
[13]. Ο συγγραφέας του παρόντος έχει ασχοληθεί και σε άλλα δημοσιεύματά του με την περίπτωση Λαμπράκη κατά την Κατοχή. Μεταξύ άλλων βλ. Δ. Κούκουνα, Η γερμανική και η ιταλική προπαγάνδα πριν και κατά την Κατοχή 1941-1944, Πάτρα 1981, ιστορική επιθεώρηση Τότε, αριθ. 51-53, Σεπ.-Νοέμ. 2008, περιοδικό Λαβύρινθος, αριθ. 2, Αύγ. 2003, σελ. 40-46 κ.ά.
[14]. Ο καθηγητής Νικόλαος Λούβαρις ανέλαβε, όπως είπε κατά τη δίκη του τον Μάιο του 1945, τη θέση αυτή ύστερα από έντονες πιέσεις του Δ. Λαμπράκη, με τον οποίο σημειωτέον συνδεόταν με προσωπική φιλία, και των δημοσιογραφικών στελεχών του συγκροτήματος. Επί λέξει είπε ότι ανέλαβε την προεδρία «κατά συμφωνίαν του κ. Λαμπράκη και των συντακτών του, οι οποίοι ήλθαν εις εμέ είκοσι και πλέον φοράς και δεν ήθελαν να με αφήσουν…»
[15]. Εφημερίδα Οικονομολόγος 27.9.1941.
[16]. Εφημερίδες Οικονομολόγος 20.12.1941 και Οικονομικός Ταχυδρόμος 22.12.1941. Πλην του πρώτου, οι άλλοι τρεις προέρχονταν από τον εκδοτικό χώρο της Θεσσαλονίκης, τον οποίο είχαν υποχρεωθεί να εγκαταλείψουν με τη γερμανική κατοχή, διότι οι κατακτητές απαγόρευσαν – σε αντίθεση με ό,τι έγινε στην Αθήνα και άλλες πόλεις – τη συνέχιση της έκδοσής τους. Ορισμένοι από τους πρώην εκδότες εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα και ασχολήθηκαν με το χαρτεμπόριο, εισάγοντας δημοσιογραφικό χαρτί από τη Γερμανία και τις άλλες χώρες του Άξονα. Ίσως αυτό να αποτελούσε μια αντιπαροχή εν είδει αποζημίωσης για το κλείσιμο των εφημερίδων. Ο Ιωάννης Βελλίδης ήταν ο εκδότης της εφημερίδας Μακεδονία, ενώ ο Νικόλαος Καστρινός είχε γαμπρό τον μυστηριώδη Βασίλειο Λαμψάκη, φανατικό γερμανόφιλο, ο οποίος παρέμεινε στη Θεσσαλονίκη και εξαφανίστηκε λίγο πριν αποχωρήσουν οι Γερμανοί και μεταπολεμικά καταδικάστηκε σε θάνατο ως δοσίλογος. Μοναδική και εξαντλητική κάλυψη των ζητημάτων που σχετίζονται με τις εφημερίδες και τους δημοσιογράφους της Θεσσαλονίκης γίνεται από τον εκλεκτό συγγραφέα Μανώλη Κανδυλάκη στο εμπεριστατωμένο βιβλίο του Εφημεριδογραφία της Θεσσαλονίκης (δ΄ τόμος, Από τον πόλεμο στη δικτατορία, 1941-1967), Εκδόσεις University StudioPress - Έκφραση, Θεσσαλονίκη 2008.
[17]. Εφημερίδα Οικονομικός Ταχυδρόμος 27.1.1942. Ο Ντίρμπεκ ήταν ένας από τους Γερμανούς «επενδυτές» που εμφανίστηκαν στην Ελλάδα από τις πρώτες μέρες της Κατοχής, αναζητώντας ευκαιρίες πλουτισμού. Ο Νικόλαος Νικολόπουλος ήταν αδελφός και συνεταίρος του περίφημου Χρήστου Νικολόπουλου, αντιπροσώπου της «Λουφτχάνσα» στην προπολεμική και κατοχική Ελλάδα, ο οποίος ταυτόχρονα υπήρξε ένας από τους βασικούς πράκτορες της Άμπβερ στην Αθήνα.
[18]. Εφημερίδα Οικονομολόγος 19.12.1942.
[19]. Ο Γιάννης Πετσόπουλος, παλαίμαχος κομμουνιστής, εμφανίστηκε και στα τέλη της Κατοχής ως δραστήριος αριστερός με παρασκηνιακή δράση, ενώ τον Ιούνιο 1944 έφυγε και αυτός για το βουνό, αλλά μετά την επιστροφή του Νίκου Ζαχαριάδη την άνοιξη του 1945 διεγράφη από το Κ.Κ.Ε., εξ ου και τον Ιούνιο 1946 εξέδωσε το βιβλίο Τα πραγματικά αίτια της διαγραφής μου από το ΚΚΕ. Σ’ αυτό επιχειρεί να ανατρέψει τις σε βάρος του κατηγορίες για δοσιλογισμό, που οδήγησαν στη διαγραφή του από το κόμμα.
[20]. Αργότερα οι τυπογραφικές εγκαταστάσεις περιήλθαν στην ιδιοκτησία του εκδότη του περιοδικού Ρομάντσο Νικ. Θεοφανίδη.
[21]. Στον Γιάννη Πετσόπουλο είχε γίνει πρόταση από τους εκπροσώπους της «Μούντους», που ενέσκηψαν στην Αθήνα τον Μάιο 1941, προκειμένου να οικειοποιηθούν όλο το σύστημα παραγωγής και κυκλοφορίας εντύπων, για να συμμετάσχουν στο μετοχικό κεφάλαιο της Α.Ε. «Τύπος» και να λάβουν την πλειοψηφία. Ο Πετσόπουλος δεν θέλησε να γίνει αυτός ο συνεταιρισμός, ώστε να μην χάσει την αυτοτέλειά του. Και τότε ήλθε σε σύγκρουση με τον Σβαίρμπελ, ο οποίος του το είχε προτείνει, και έσπευσε να χρησιμοποιήσει τις ισχυρές γνωριμίες του στο Βερολίνο (μεταξύ των οποίων και ο Δρ Robert Ley, επικεφαλής του Εργατικού Μετώπου, δηλαδή των εθνικοσοσιαλιστικών συνδικάτων). Η πρόταση ανακλήθηκε, αλλά τον Δεκέμβριο 1942 πήρε τη μορφή της εταιρίας που προαναφέρεται. Στη νέα εταιρία ο Σβαίρμπελ εκπροσώπησε τους Γερμανούς μαζί με τον Φραγκίσκο Έλσνερ, ενώ στο διοικητικό συμβούλιο συμμετείχε και ο αδελφός του Γεώργιος Πετσόπουλος, καθώς και ο γερμανόφιλος μεγαλοδικηγόρος Σάββας Κέντρος.





http://aera2012.blogspot.gr/2012/06/blog-post_06.html

http://dia-kosmos.blogspot.com/2013/12/blog-post_6809.html