Του Δημοσθένη Κούκουνα
Αναρωτιέται κανείς αν ύστερα από τόσα χρόνια, που έχουν μεσολαβήσει από την 28η Οκτωβρίου 1940, είμαστε σε θέση να μάθουμε - και αν είμαστε σε θέση να ακούσουμε έστω - την όλη, την πραγματική αλήθεια για το τι συνέβη τότε.
Αναρωτιέται κανείς αν ύστερα από τόσα χρόνια, που έχουν μεσολαβήσει από την 28η Οκτωβρίου 1940, είμαστε σε θέση να μάθουμε - και αν είμαστε σε θέση να ακούσουμε έστω - την όλη, την πραγματική αλήθεια για το τι συνέβη τότε.
Για τη μεγάλη συνωμοσία που είχε ως στόχο να πλήξει την άτυχη Ελλάδα.
Για τα όσα επιβουλεύθηκαν παραδοσιακοί εχθροί ή «φίλοι» της σε βάρος της.
Για τα όσα επέτυχαν τελικά να διαπράξουν ή όσα μόνον αποπειράθηκαν.
Είναι πολύ πιθανόν ότι, ακόμη και σήμερα, η διατύπωση της αλήθειας είναι ενοχλητική. Μας έχουν επιβάλει αναληθείς εκδοχές για τα σημαντικά γεγονότα της σύγχρονης ιστορίας μας και μας έχουν εξαναγκάσει να τα βλέπουμε αποσπασματικά. Αν όμως θελήσουμε να εμβαθύνουμε σ’ αυτά, να τα συνδέσουμε, να δούμε και τις παραμέτρους που μας έχουν αποκρύψει, θα διαπιστώσουμε - το λιγότερο - ότι άλλα μαθαίνουμε στα σχολεία και άλλη είναι η πραγματικότητα.
Ο Ελληνισμός έχει δύο πλεονεκτήματα, τα οποία τελικά καθίστανται επιβλαβή για την ύπαρξή του: Το ένα είναι η παράδοσή του, η κληρονομιά του, που φτάνει κάποιες χιλιάδες χρόνια πριν - και το άλλο είναι η γεωγραφική θέση της περιοχής όπου κατοικεί και εδρεύει όλες αυτές τις χιλιάδες χρόνια.
Και τα δύο, δυστυχώς, είναι κάρφος στους οφθαλμούς πολλών άλλων λαών. Οι τελευταίοι, έχοντας ένα τέτοιο βαρύ σύμπλεγμα απέναντί μας, αναζητούν κάθε λίγο και λιγάκι αφορμές για να μειώνουν τα αυθύπαρκτα για μας δύο βασικά αυτά στοιχεία. Εφευρίσκουν χιλιάδες τρόπους. Συνήθως δεν το καταφέρνουν να μας ποδηγετήσουν.
Δεν μπορούν να μας εξαλείψουν. Ο Ελληνισμός είναι αείζωος και είναι ο μόνος πολιτισμός που έχει ξεπεράσει τα στενά δόγματα, διότι εκφράζεται προνομιακά από τους κατοίκους αυτού εδώ ακριβώς του γεωγραφικού χώρου.
Ο Ελληνισμός είναι λοιπόν το πρόβλημα για όσους δεν ανήκουν σ’ αυτόν. Και μηχανεύονται απίθανα σενάρια για την καθυπόταξή του.
28η Οκτωβρίου 1940.
Κατ’ αρχήν θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι άλλο κεφάλαιο ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος και άλλο η ελληνική εμπλοκή στον πόλεμο. Ο πρώτος γινόταν ανάμεσα σε δύο πλευρές και ήταν ολοκληρωτικός, ποιος θα νικήσει και ποιος θα ηττηθεί. Ο πόλεμος στον οποίον πήρε αναγκαστικά μέρος η Ελλάδα ήταν τοπικός και είχε επίκεντρο τη χώρα μας. Είναι γεγονός ότι γύρω της υπήρχαν πολλά και ποικίλα συμφέροντα και τελικά είναι ευτύχημα ότι εδαφικά βγήκε αλώβητη απ’ όλη αυτή την τιτανομαχία, όχι όμως και ψυχικά.
Τεράστιες οι απώλειες σε ανθρώπινες ψυχές, ανυπολόγιστες οι οικονομικές καταστροφές, αλλά πρωτίστως ο νέος εθνικός διχασμός που προέκυψε. Η Ελλάδα, με την εμπλοκή της στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο,πήγε πολλές δεκαετίες πίσω, έχασε την εθνική της συνοχή και εξακολουθεί να βλέπει και σήμερα πληγές που προέρχονται από τα χρόνια εκείνα.
Στο επίκεντρο της μεγάλης συνωμοσίας η Ελλάδα βρέθηκε από την εποχή του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, όταν κάθε υγιής δύναμή της υποχρεώθηκε να στρατευθεί στη μία ή στην άλλη πλευρά και έτσι να αντιπαραταχθεί στα πλαίσια ενός ξενοκίνητου διχασμού. Δεν αποδίδουμε τώρα ευθύνες, αλλά θα πρέπει να υπογραμμισθεί ότι η χώρα μας έγινε από τότε ένα αφανές προτεκτοράτο της μακρινής Αγγλίας, ανεξάρτητα από το ποια κυβέρνηση είχε.
Άλλωστε, σε όλη τη μεσοπολεμική περίοδο, τα κόμματα εξουσίας στην Ελλάδα ανταγωνίζονταν για να έχουν την εύνοια του αόρατου κέντρου εξουσίας που την είχε θέσει υπό έλεγχο. Το χρίσμα δεν το έδινε ο λαός, σύμφωνα με τις συνταγματικές επιταγές, αλλά ισχυρές ομάδες πολιτικές, οικονομικές ή στρατιωτικές, οι οποίες ήταν ειδικά προς τούτο εξουσιοδοτημένες.
Οι αποφάσεις δεν λαμβάνονταν στην Αθήνα, αλλά στο Λονδίνο.
Όποιος είχε προνοήσει να τα έχει καλά με τις βρετανικές υπηρεσίες-αρχές, ήταν ευνοούμενος και συμμετείχε στο παιχνίδι της εξουσίας. Τα μεγάλα πολιτικά κόμματα δεν είχαν άλλη αποστολή από το πώς θα διυλίζουν τα στελέχη για να περάσουν στις επάνω βαθμίδες της εξουσίας, αλλά και πώς θα παρείχαν στον ανύποπτο λαό την ψευδαίσθηση ότι παίρνει μέρος στη λήψη αποφάσεων και έτσι να παραμένει μακάριος.
Η συμμετοχή στις μασονικές στοές και στα άλλα παρόμοια εφευρήματα διευκόλυνε την επαφή, ώστε κάθε ενδιαφερόμενος να αποκτά την ιδιότητα του «αρεστού» και να έχει υποψηφιότητα για δημόσιες θέσεις και αξιώματα, δηλ. για να μπορεί να χρησιμοποιηθεί στο παιχνίδι της εξουσίας. Πάντα ανεξάρτητα από κόμματα και δημόσιες τοποθετήσεις.
Το παιχνίδι και το σύστημα.
Όλα κυλούσαν ομαλά στην Ευρώπη, ανεξάρτητα από τις επιτόπιες πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις,ανεξάρτητα από τις ισορροπίες που ετηρούντο ικανοποιητικά, μέχρι το 1933. Με την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, τον Ιανουάριο του χρόνου εκείνου, διαμορφώνεται μια νέα πραγματικότητα. Στο παιχνίδι εισέρχεται δυναμικά ένας νέος παράγοντας, εξωφρενικά απρόβλεπτος και εξωπραγματικά απειλητικός. Δεν διστάζει να αποκαλύψει τις προθέσεις του και να διατυπώσει τους στόχους του. Έτσι το σκηνικό ανατρέπεται και μέσα σε πολύ λίγους μήνες ο Χίτλερ παίρνει την ξεκάθαρη απάντησή του: ο διεθνής Εβραϊσμός κηρύσσει τον πόλεμο εναντίον του!
Διότι αυτή είναι η αλήθεια: ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος δεν άρχισε τον Σεπτέμβριο 1939 παρά μόνο ως στρατιωτική σύρραξη. Στην πραγματικότητα ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος είχε αρχίσει τον Μάρτιο του 1933, σύμφωνα με δημοσίευμα της αγγλικής εφημερίδας «Ντέιλυ Εξπρές» υπό τον τίτλο «Η Ιουδαία κηρύσσει τον πόλεμο στη Γερμανία».
Και αφού άρχισε να διαφαίνεται ο προσεχής παγκόσμιος πόλεμος, έπρεπε να εξασφαλισθεί η υποταγή της εξουσίας στην Ελλάδα. Οι αρμόδιες βρετανικές υπηρεσίες πήραν τις αποφάσεις τους και επέλεξαν τα πρόσωπα, που θεώρησαν ότι μπορούν να τις υπηρετήσουν πιστά στην Ελλάδα. Με τη χαρακτηριστική αγνωμοσύνη τους δεν θεώρησαν εαυτές υποχρεωμένες να επιλέξουν από τους τόσους και τόσους που είχαν εκτεθεί στο παρελθόν προασπίζοντας εξόφθαλμα τα αγγλικά συμφέροντα. Τα νέα πρόσωπα τα αλίευσαν από το άλλο στρατόπεδο του εθνικού μας διχασμού, από τη δεξιά.
Ήδη από το 1934 το κέντρο εξουσίας Λονδίνου για την Ελλάδα επέλεξε τα πρόσωπα αυτά. Ο Ιωάννης Διάκος, ο αφανής υπηρέτης του τελευταίου στην Αθήνα, δραστηριοποιήθηκε και άρχισαν άπειρες διαβουλεύσεις για την εγκαθίδρυση μιας ακόμα βαλκανικής δικτατορίας.
Αν μελετήσει κανείς με προσοχή τα δημοσιευθέντα ημερολόγια του Μεταξά από το 1934 μέχρι την αναγόρευσή του σε πρωθυπουργό το 1936, θα διαπιστώσει την ακρίβεια του γεγονότος. Επίκεντρο της υπό εκκόλαψη δικτατορίας ήταν ο Ι. Μεταξάς ήδη δύο χρόνια πριν να την πραγματοποιήσει.
Υποψήφιοι δικτάτορες υπήρξαν τότε πολλοί. Όχι μόνο στα δύο ισχυρότερα κόμματα της εποχής (το Λαϊκό και το Φιλελευθέρων), αλλά και στα άλλα μικρότερα.
Η πρόθεση να κηρύξουν δικτατορία διάφοροι μεγαλόσχημοι πολιτικοί της εποχής εκείνης έχει διακριβωθεί πέραν πάσης αμφιβολίας. Αλλά αυτό δεν είναι μόνον απόρροια της έλλειψης σεβασμού προς το πολίτευμα και τις προβλεπόμενες δημοκρατικές διαδικασίες ή της φιλαρχίας και του εγωισμού των συγκεκριμένων προσώπων, αλλά εντάσσεται στην επιθυμία τους να φανούν «αρεστοί» στο κέντρο εξουσίας του Λονδίνου.
Σε παράλληλο επίπεδο υπάρχουν και πρόσωπα που ανοίγουν γέφυρες προς άλλο (σαφώς υποδεέστερο) κέντρο εξουσίας, εκείνο της Ρώμης.
Ο στρατηγός Νικ. Πλαστήρας είναι εν προκειμένω ο κύριος διεκδικητής του ιταλικού χρίσματος, αλλά η φασιστική Ιταλία δεν έχει την ανάλογη ισχύ - σε σχέση με την Αγγλία - για να επηρεάσει τις εξελίξεις στην Ελλάδα.
Ανταγωνιστής του για το ίδιο χρίσμα είναι ο στρατηγός Γεώργ. Κονδύλης, ο οποίος μάλιστα πραγματοποιεί ταξίδι στην Ιταλία για να το επιτύχει. Το πόσο αδύναμη ήταν η Ιταλία να καλύψει τους ανθρώπους της στην Ελλάδα θα φανεί περίτρανα στη συνέχεια, οπότε ο μεν Κονδύλης με την εξουσία ανά χείρας υποχρεώνεται να την παραδώσει σε αγγλόφιλους παράγοντες, οι οποίοι και τον είχαν χρησιμοποιήσει ευτελώς για να πραγματοποιήσουν την παλινόρθωση του Γεωργίου Β’.
Η δικτατορία της 4ης Αυγούστου, που λίγο αργότερα ακολουθεί, είναι χωρίς την παραμικρή αμφιβολία αγγλοκίνητη. Η πολυφωνία δεν είναι πλέον χρήσιμη, ενώ με μια σειρά «συμπτωματικών» θανάτων μέσα σε λιγότερο από έναν χρόνο βγαίνουν από το προσκήνιο όλοι οι πολιτικοί αρχηγοί (Κονδύλης, Ελ. Βενιζέλος, Τσαλδάρης, Δεμερτζής, Παπαναστασίου κ.ά.). Απερίσπαστο έτσι το αγγλόφιλο καθεστώς Μεταξά-Γεωργίου Β’ αναλαμβάνει την αποστολή του, που συνίσταται στην παγίωση ενός ισχυρού κράτους, το οποίο δεν θα μπορεί να διαβρωθεί ή να ελεγχθεί από άλλες δυνάμεις, ανταγωνιστικές προς τη Μεγ. Βρετανία.
Για την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση οποιασδήποτε τυχόν αντίθετης δράσης, χρησιμοποιείται ένα ευφυές τέχνασμα: η δικτατορία παίρνει όλα τα εξωτερικά γνωρίσματα των άλλων φασιστικών καθεστώτων της Ευρώπης, ώστε οποιαδήποτε άλλη αντικοινοβουλευτική ή φιλοφασιστική επιρροή στην Ελλάδα να διαχέεται μέσα στα πλαίσια της 4ης Αυγούστου. Όλα σχεδόν τα πρόσωπα, που είχαν εμφανισθεί προ της 4ης Αυγούστου 1936 με παρόμοιες αντιλήψεις και δράσεις, πέρασαν στην υπηρεσία της δικτατορίας με ευκολία και χωρίς προβληματισμό.
Η Ιταλία του Μουσολίνι θεωρεί πάντοτε ως ζωτικό χώρο της την Ελλάδα. Το δόγμα «Μάρε νόστρουμ» δεν ικανοποιείται με την κατοχή των Δωδεκανήσων και την παράλληλη έλλειψη της Επτανήσου, ούτε η κατοχή της Αλβανίας είναι ασφαλής χωρίς την κατοχή της Ελλάδος. Ο ιταλικός στόχος είναι πάντοτε η επιρροή στην Ελλάδα, πλην όμως η Ιταλία δεν είναι σε θέση να εξοβελίσει πολιτικά τον βρετανικό έλεγχο στη χώρα μας.
Από τη στιγμή όμως που η μουσολινική Ιταλία έχει εγκαταλείψει τη συμπόρευσή της με την άλλη αποικιοκρατική δύναμη της εποχής, τη Βρετανία, και έχει περάσει στο αντίθετο πολιτικό στρατόπεδο, συνιδρύοντας τον Άξονα, χαράσσει νέα σχέδια που αφορούν την Ελλάδα. Μετά την ολοσχερή κατάληψη της Αλβανίας, είναι σαφές ότι το επόμενο βήμα είναι προς τα νότια, προς την Ελλάδα.
Όσο τα σύννεφα του πολέμου πυκνώνουν στην Ευρώπη, η γεωστρατηγική θέση της Ελλάδος γίνεται ο στόχος των ορέξεων των παγκοσμίων και περιφερειακών κέντρων εξουσίας. Η Βρετανία την έχει, η Ιταλία την θέλει, αλλά υπάρχουν και άλλες γειτονικές δυνάμεις που ορέγονται μέρη του ελληνικού συνόλου.
Όλα αυτά διαμορφώνονται παρά τα κείμενα του Βαλκανικού Συμφώνου ή άλλων συμβάσεων. Η πολυπράγμων Σερβία, φίλη και σύμμαχος κλπ., η εξίσου φίλη Βουλγαρία και η παρομοίως εμφανιζόμενη Τουρκία. Αλλά στην πραγματικότητα και οι τρεις τελευταίες απεργάζονται με ποιον τρόπο θα επωφεληθούν για χάρη των στενών συμφερόντων τους σε βάρος της Ελλάδος.
Στον περιφερειακό χώρο της Νοτιοανατολικής Ευρώπης υπάρχει ένα υποψήφιο θύμα για να πληγεί και να διαμελισθεί: η Ελλάδα, η οποία μάλιστα αγνοεί το μέγεθος του κινδύνου και αρκείται στη βρετανική προστασία. Αλλά όταν ανατρέπονται οι ισορροπίες και μεταφέρεται εδώ το πεδίο της θερμής διαμάχης, η αξία του προστάτη της μειώνεται κατά τεκμήριον, ενώ θα μπορέσουμε να διαπιστώσουμε ότι η Ελλάδα γίνεται ένα απλό αντικείμενο που προσφέρεται για ευρύτερες άνομες συναλλαγές.
Η χώρα μας, άλλοτε ως σύνολο και άλλοτε τμήματά της, υπήρξε ερήμην της αντικείμενο συναλλαγής από τη Γερμανία προς τη Σερβία, από τη Γερμανία προς τη Βουλγαρία, από την Αγγλία προς την Τουρκία, από την Αγγλία προς τη Βουλγαρία κ.ο.κ. Η Ιταλία δεν εμφανίζεται να την προσφέρει προς άλλη τρίτη χώρα, διότι απλώς την ήθελε για ιδία της χρήση.
Ειδικότερα, αν παρακολουθήσουμε προσεκτικά τα ιστορικά γεγονότα από τον Μάρτιο του 1938 θα μπορέσουμε να διαπιστώσουμε σε τι πελάγη βρέθηκε η Ελλάδα και πόσο απελπιστικά μόνη πάλεψε εναντίον όλων, ιδιαίτερα όμως εναντίον των «φίλων» που αναίσχυντα καραδοκούσαν.
Η «φίλη» Αγγλία υπήρξε η πιο βάναυσα αναίσχυντη, που χρησιμοποίησε την Ελλάδα όπως ήθελε και όπως της άρεσε. Την χρησιμοποίησε ως άθυρμα, αδιαφορώντας για την ίδια την υπόστασή της.
Η Αγγλία έπαιξε ρόλο κακού δαίμονα για την Ελλάδα από τον Απρίλιο 1938 μέχρι και το 1947, οπότε εκχώρησε τον «προστατευτικό» ρόλο της στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Τον Απρίλιο 1938 η Μ. Βρετανία παρέσχε τις γνωστές εγγυήσεις υπέρ της Ελλάδος, ύστερα από την κατάληψη της Αλβανίας από την Ιταλία. Ήδη αυτό μόνο του εξοστράκιζε τον βασικό άξονα της μέχρι τότε εξωτερικής πολιτικής της Ελλάδος, που ήταν κηρυγμένη υπέρ της ουδετερότητας στο ενδεχόμενο μιας πολεμικής σύρραξης στην Ευρώπη. Στη συνέχεια και ιδιαίτερα από την έκρηξη του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, τον Σεπτέμβριο 1939, η χώρα μας ήταν αναγκασμένη να ακροβατεί στην επιδίωξή της να προβάλει την ουδετερότητά της. Συνεχώς υπέκυπτε σε εκβιασμούς και των δύο πλευρών, ενώ η Αγγλία στην πραγματικότητα την ήλεγχε χωρίς προσπάθεια.
Και ενώ η Ελλάδα βρισκόταν στο στόχαστρο της Ιταλίας, η Αγγλία, που είχε σπεύσει να εγγυηθεί την ακεραιότητά της έναντι έξωθεν επιβουλής, καμιά σοβαρή πρόβλεψη δεν είχε κάνει. Ακόμη και μετά την 28η Οκτωβρίου 1940 δεν ήταν σε θέση, ηθελημένα ή αθέλητα, να την βοηθήσει και να εφαρμόσει τις πολυδιαφημισμένες εγγυήσεις που είχε παράσχει. Τα ελληνικά αιτήματα για αεροσκάφη, αντιαεροπορικό πυροβολικό, μέσα και υλικά ανεφοδιασμού έμειναν ανικανοποίητα. Και μόνον όταν οι εγκέφαλοι του Λονδίνου θέλησαν, για λόγους προπαγανδιστικούς κυρίως, να προκαλέσουν τη γερμανική συμμετοχή στον πόλεμο της Ελλάδος, απέστειλαν κάποιες δυνάμεις τους, που όμως ήταν εξόφθαλμα ανεπαρκείς.
Οι αλλεπάλληλες και αφόρητες βρετανικές πιέσεις προς τον Μεταξά για την άφιξη δυνάμεών τους στη Μακεδονία, ώστε να εστιασθεί εκεί το γερμανικό ενδιαφέρον, κατέληξαν στο να δεχθεί η Ελλάδα την εξέλιξη αυτή, μια εξέλιξη που προοιώνιζε αυτομάτως την απώλεια του πολέμου για την ίδια, που μέχρι τότε νικηφόρα τον είχε διεξαγάγει στα αλβανικά βουνά.
Τη μία ημέρα ο Μεταξάς δέχθηκε, την επομένη αναίρεσε.
Και τη μεθεπομένη αρρώστησε μυστηριωδώς, ώστε μέσα σε δέκα μέρες να έχει χάσει τη ζωή του. Ποιος μπορεί να τον είχε δηλητηριάσει, ώστε την επαύριο του θανάτου του να αποφασισθεί από τη νέα ελληνική ηγεσία η αποδοχή των βρετανικών πιέσεων;
Και ενώ ο ελληνικός λαός κάθε μέρα γνωρίζει τη νίκη, η αντίστροφη μέτρηση αρχίζει για την τύχη του.Τουλάχιστον σε επτά διαφορετικές πρωτεύουσες ταυτόχρονα κάποιοι επεξεργάζονται νυχθημερόν σχέδια για τη μελλοντική τύχη της Ελλάδος: Ρώμη, Βερολίνο, Λονδίνο, Βελιγράδι, Σόφια, Βουκουρέστι και Άγκυρα! Μπορεί να φαντασθεί κανείς την Αθήνα της εποχής εκείνης, όταν άπειροι πράκτορες από τουλάχιστον επτά διαφορετικές εθνικές προελεύσεις κατασκοπεύουν όχι μόνο το ελληνικό κράτος, αλλά και αναμεταξύ τους...
Η Ελλάδα στο στόχαστρο επτά διαφορετικών κρατών. Όλοι κάτι εποφθαλμιούν να πάρουν από την άτυχη και ανύποπτη Ελλάδα, της οποίας οι στρατιώτες στο Μέτωπο την προασπίζουν αγνά και θαρραλέα, χωρίς μέσα και χωρίς εφόδια, ανυπεράσπιστοι ακόμα και απέναντι στις τραγικά δυσμενείς καιρικές συνθήκες...
Την ώρα εκείνη η ελληνική κοινή γνώμη μένει με την εντύπωση ότι διεξάγει πόλεμο μόνο με την κοκορόφτερη Ιταλία και ότι όλα θα πάνε καλά. Υποπτεύεται ως επικείμενη μια σύγκρουση και με τη γεωγραφικά μακρινή Γερμανία, όμως σε χρόνο μακρινό. Ωστόσο, τα γερμανικά στρατεύματα έχουν ξεκινήσει και μέσω Δούναβη φτάνουν δίπλα μας, στη Βουλγαρία.
Την ίδια εποχή, η μυστική διπλωματία οργιάζει.
Η «φίλη» Γιουγκοσλαβία, της οποίας ο ανώτατος άρχων έχει Ελληνίδα γυναίκα, όπως και ο πρωθυπουργός της, διαπραγματεύεται με τους Γερμανούς. Και επιτυγχάνει να της παραχωρηθεί η Θεσσαλονίκη και μια ανάλογη ζώνη εξόδου προς το Αιγαίο, σε αντιστάθμισμα της προσχώρησής της στον Άξονα. Οι φίλοι μας του Βελιγραδίου και το ζήτησαν και το πέτυχαν. Ο αντιβασιλιάς Παύλος και ο πρωθυπουργός Τσφέτκοβιτς, με τις Ελληνίδες συζύγους, υπογράφουν ανήμερα την 25η Μαρτίου 1941, ημέρα της εθνικής ανεξαρτησίας για την Ελλάδα, την προσχώρησή τους θριαμβευτικά.
Παρ’ όλα αυτά, η βρετανική ισχύς μέσα στο Βελιγράδι είναι ακόμη αποτελεσματική. Και μέσα σε 48 ώρες ανατρέπεται η σερβική ηγεσία και αναλαμβάνει την εξουσία άλλο σχήμα, αγγλόφιλο, το οποίο παίρνει πίσω την υπογραφή των προκατόχων της. Όχι βέβαια λόγω φιλελληνισμού, αλλά διότι η αγγλική πολιτική εκείνη την ώρα έχει μπροστά της μια σκακιέρα και ξέρει ότι η επόμενη κίνηση των Γερμανών είναι μία: η επίθεση στη Γιουγκοσλαβία και στην Ελλάδα.
Η κυβέρνηση Κοριζή στην Αθήνα δεν είναι σε θέση να παρακολουθήσει τις εξελίξεις, πολλές των οποίων μπορεί και να αγνοεί. Το βέβαιο είναι ότι έρχεται ένας άλλος εισβολέας, που ήδη είναι προ των θυρών.
Στις 6 Απριλίου 1941 θα τις διαβεί, ενώ τις προηγούμενες ημέρες απονενοημένες βρετανικές προσπάθειες έχουν ως στόχο να ...μεταπείσουν τη Βουλγαρία. Τη Βουλγαρία, στην οποία ήδη βρίσκονται οι γερμανικές μεραρχίες.
6η Απριλίου 1941.
Ένα δεύτερο ηρωικό «Όχι» αντιτάσσει η Ελλάδα και ταυτόχρονα διπλασιάζεται το πολεμικό μέτωπό της, χωρίς να είναι φυσικά σε θέση να το διατηρήσει. Πρόκειται για ένα προδιαγεγραμμένο τέλος του επικού αγώνα που διεξάγει από τις 28 Οκτωβρίου 1940.
Οι Άγγλοι το γνωρίζουν ασφαλώς και μόνον οι υπεραισιόδοξοι Έλληνες μπορεί να διατηρούν ελπίδες ότι θα επαναλάβουν νικηφόρα το έπος της Πίνδου και απέναντι στους σιδερόφρακτους Γερμανούς. Πλην όμως τα γεγονότα είναι πιο ραγδαία από όσο θα φαντάζονταν οι κατά κανόνα λιγότερο αισιόδοξοι του ελληνικού στρατηγείου, όταν διαπιστώνεται ότι το σερβικό μέτωπο διασπάται πολύ εύκολα και στις 8 Απριλίου 1941 η Θεσσαλονίκη έχει καταληφθεί.
Το «προδιαγεγραμμένο τέλος» δεν πτοεί κανέναν. Οι Άγγλοι αρχίζουν έναν αγώνα για να διασώσουν τις περίφημες (αλλά τόσο ασήμαντες) ενισχύσεις που μας είχαν στείλει. Ένα εκστρατευτικό σώμα 53.000 ανδρών αρχίζει μια πορεία οπισθοχώρησης και κάθε στιγμή απαιτεί από τον Έλληνα στρατιώτη, εκείνον που μάχεται επί έξι μήνες ασταμάτητα, να κρατάει τη στρατιωτική επαφή με τους προελαύνοντες Γερμανούς. Μέχρι τώρα η Ελλάδα πολεμούσε, προασπίζοντας το έδαφός της - και αυτό το έκανε επιτυχώς.Τώρα πολεμά για να δώσει χρόνο στους Βρετανούς να προλάβουν να φύγουν χωρίς απώλειες δικές τους, μόνο με δικές μας...
Έστω και τώρα κάποιοι εδώ καταλαβαίνουν τι πράγματι συμβαίνει. Και θέλουν να αντιδράσουν, αφού απλώς διαπιστώνουν ότι τα ελληνικά συμφέροντα μπορεί να είναι διαφορετικά από τα συμφέροντα άλλων χωρών. Αυτούς, που έστω και πρόσκαιρα φωτίστηκαν, κάποιοι στην Αθήνα, βρετανικότεροι των Βρετανών, θα τους μεμφθούν και θα τους πουν προδότες.
Την ίδια εκείνη στιγμή, υπό συνθήκες ανεξακρίβωτες και μέσα σε βαριά ατμόσφαιρα, αποχωρεί από τον μάταιο κόσμο ο πρωθυπουργός Κοριζής (τη νεκρώσιμη ακολουθία του οποίου θα ψάλει ο «πατήρ» Δημήτριος Μπάλφουρ). Και η επίσημη Ελλάδα, έστω και αν πρόκειται για ελάχιστα πρόσωπα στην πραγματικότητα, και μάλιστα με αβέβαιη αντιπροσωπευτικότητα, αποφασίζει να εγκαταλείψει την Αθήνα για να «συνεχίσει τον αγώνα στην Κρήτη».
Δυστυχώς όμως και ο αγώνας αυτός είναι προδιαγεγραμμένος.
Έχει ημερομηνία λήξεως: ενός μόλις μηνός. Στα τέλη Μαΐου 1941 οι Γερμανοί θα έχουν καταλάβει και την Κρήτη με εκατόμβες θυμάτων και για τις δύο πλευρές. Πολλοί ιστορικοί αναρωτιούνται αν η Κρήτη θα μπορούσε να είχε κρατηθεί από τους Συμμάχους και υπό ποιες προϋποθέσεις. Η βασικότερη προϋπόθεση όμως ήταν η μεγαλόνησος να είναι εξοπλισμένη. Και οι Άγγλοι, αν και είχαν τον χρόνο και τη δυνατότητα, δεν το είχαν κάνει.
Μοιραία λοιπόν καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η Ελλάδα υπήρξε ένα θύμα. Της είχε επιβληθεί να διεξαγάγει έναν πόλεμο για να διατηρηθεί - όσο αυτό ήταν εφικτό χρονικά - ένα θερμό μέτωπο στη Ν.Α. Ευρώπη.
Η Ελλάδα σύρθηκε στον πόλεμο όχι μόνον από την Ιταλία, αλλά και από την Αγγλία. Το γεγονός ότι εξ αιτίας των μαχών στην Ελλάδα καθυστέρησε κατά πέντε εβδομάδες η έναρξη της εκστρατείας στο Ανατολικό Μέτωπο και αυτό υπήρξε στοιχείο καθοριστικό για την τελική έκβαση του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, μόνον ηθικά δικαιώνει τις θυσίες μας. Πρακτικά οι θυσίες εκείνες ποτέ δεν δικαιώθηκαν, αντίθετα μάλιστα κλιμακώθηκαν στη συνέχεια με τον εμφύλιο σπαραγμό, ενόσω ο τελευταίος υποκινήθηκε από τη βρετανική πολιτική.
Πάντως, στο διάστημα που η Ελλάδα έδινε τις ύστατες μάχες της στο μέτωπο και στη συνέχεια στην Κρήτη, η Βουλγαρία - ύστερα από ειδική συμφωνία με τη Γερμανία - κατελάμβανε τα ελληνικά εδάφη της Μακεδονίας και της Θράκης και τα έθετε υπό κατοχή.
Πολλοί πίστευαν ότι η κατοχή εκείνη ήταν προσωρινή (άλλωστε οι Γερμανοί σε κάθε ευκαιρία διαλαλούσαν ότι είχαν αναθέσει στους Βούλγαρους μόνον καθήκοντα τάξης και ότι η εθνική ακεραιότητα της Ελλάδος δεν είχε ανατραπεί), η ίδια όμως η βουλγαρική κυβέρνηση από την αρχή είχε σπεύσει νομοθετικά να προσαρτήσει τα εδάφη.
Ειδικά για τη Μεγάλη Βρετανία, γνωρίζουμε πολύ καλά ότι καθόλου δεν επηρεάστηκε από τη βουλγαρική στάση, λες κι αυτό ήταν αυτονόητο. Συνέχισε να έχει διαπιστευμένο τον πρεσβευτή της στη Σόφια για μεγάλο ακόμα διάστημα. Οι «εγγυήσεις» του 1938 που είχε προσφέρει στην Ελλάδα φαίνεται πως δεν αφορούσαν την περίπτωση της Βουλγαρίας, παρά το γεγονός ότι η τελευταία είχε επισήμως προσαρτήσει ελληνικά εδάφη.
Όσο για τους εξόριστους Έλληνες ιθύνοντες, εκείνοι είχαν την εξαιρετική τιμή να συναγελάζονται στις διπλωματικές και άλλες δεξιώσεις του Λονδίνου, μεταξύ άλλων, και με τους Βούλγαρους διπλωμάτες. Έτσι δυστυχώς διεξαγόταν ο εθνικός αγώνας στα ξένα, με τέτοιο ηθικό μεγαλείο και με τέτοια εθνική αυταπάρνηση...
Άραγε μήπως ήταν εφησυχασμένη η Αγγλία, με τη Μακεδονία και τη Θράκη να έχουν προσαρτηθεί από τη Βουλγαρία; Πάντως η Αγγλία θα ήταν εφησυχασμένη αν τα ελληνικά νησιά του Αιγαίου τον Απρίλιο του 1941 είχαν περιέλθει στην Τουρκία. Αυτό το τελευταίο είναι πέραν πάσης αμφιβολίας, αφού και ο Βρετανός πρεσβευτής το είχε προτείνει στην Άγκυρα, χωρίς δυστυχώς να έχει εξεγερθεί η εθνική συνείδηση των αρμοδίων επισήμων Ελλήνων!
Το σκεπτικό ήταν ότι έτσι θα έμεναν στα χέρια των Τούρκων και όχι των Γερμανών. Με μόνη τη διαφορά ότι κάποτε οι Γερμανοί θα έφευγαν, ενώ οι Τούρκοι ποτέ...
Και για να ολοκληρώσουμε αυτές τις δυσωδίες, ας προσθέσουμε ότι στις παρασκηνιακές διεργασίες είχε εμφανισθεί με ιδιαίτερη άποψη και η Ρουμανία, διεκδικώντας τη ...Θεσσαλία τους πρώτους κατοχικούς μήνες. Αυτή η περιφέρεια μόνον ήταν διαθέσιμη από την ελληνική επικράτεια για χάρη της.
Η ρουμανική πολιτική, ύστερα από την ενδοτική στάση του EBRAIOY Ελ. Βενιζέλου στο Βουκουρέστι μερικές δεκαετίες νωρίτερα, είχε επανεμφανισθεί για να καλλιεργήσει την ιδέα ενός ρουμανόφιλου κράτους μέσα στην καρδιά της ηπειρωτικής Ελλάδος, του λεγόμενου «πριγκιπάτου της Πίνδου», το οποίο μπορεί μεν να μην έλαβε ποτέ κρατική υπόσταση τελικά, ωστόσο επιστρατεύθηκαν κάποιοι Κουτσόβλαχοι για να το επιχειρήσουν.
Τέλος, η αναζήτηση περίεργων ισορροπιών προς το τέλος του πολέμου στο Λονδίνο, εν προκειμένω ανάμεσα στις εξόριστες κυβερνήσεις της Ελλάδος και της Γιουγκοσλαβίας, είχε ως αποτέλεσμα η ελληνική κυβέρνηση να αποδεχθεί σιωπηρά για πρώτη φορά την ύπαρξη Μακεδονικού Κράτους πέριξ των Σκοπίων.
Με τη βρετανική συγκατάνευση και περαιτέρω με τη βρετανική πίεση προς την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση, η τελευταία δεν αντέδρασε στην αναγγελία δημιουργίας ενός τέτοιου κρατιδίου, στα πλαίσια της ομόσπονδης Γιουγκοσλαβίας.
Ο Τίτο το υλοποίησε ενώ διαρκούσε ακόμη η γερμανική κατοχή, η εξόριστη σερβική κυβέρνηση του Λονδίνου υπό τον νεαρό βασιλέα Πέτρο Καραγεώργεβιτς (που μόλις είχε αποκτήσει και αυτός Ελληνίδα σύζυγο!) το υιοθέτησε, η εξόριστη κυβέρνησή μας δυστυχώς τελικά το αποδέχθηκε!
Θα αρκεσθούμε σε όλα αυτά, για να μην απομακρυνθούμε από το ιστορικό πλαίσιο του παρόντος που αναφέρεται στον πόλεμο που διεξήγαγε η Ελλάδα πρώτα απέναντι στην Ιταλία και ύστερα απέναντι στη Γερμανία, ενώ σε άλλο επίπεδο είχε να αντιπαλαίσει με τη μοχθηρή βρετανική πολιτική και όλους τους πέριξ γείτονές μας.
Παράπλευρα σ’ όλους αυτούς τους παράγοντες, υπάρχει και ένας ακόμη, ασυντόνιστος μεν, αλλά αποφασιστικά διαβρωτικός: η περιώνυμη Πέμπτη Φάλαγγα.
Συχνά απρόσωπη και πάντα επίκαιρη, η Πέμπτη Φάλαγγα επιτυγχάνει το ακατόρθωτο και εξουδετερώνει κάθε διάθεση για ανάταση.
Μια απαραίτητη σημείωση: συνήθως τα πρόσωπα που εν προκειμένω δραστηριοποιούνται δεν έχουν πολιτική συνέπεια, ώστε κάλλιστα σε μια περίοδο να είναι με τους Άγγλους, στην άλλη με τους Γερμανούς και περαιτέρω σε μια επόμενη πάλι με τους Άγγλους κ.ο.κ.
Άλλωστε, κατά τεκμήριο, η Πέμπτη Φάλαγγα είναι αποστασιοποιημένη από κάθε έννοια ηθικής, συχνά και λογικής.
Απόσπασμα από το βιβλίο "28η Οκτωβρίου 1940", που κυκλοφόρησε το 2007 από τις Εκδόσεις Μέτρον στη σειρά "Ιστορικό Λεύκωμα", αριθ. 18 (σελ. 5-11).
http://neohellenism.blogspot.gr/2012/09/1940.html
http://dia-kosmos.blogspot.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου