Subscribe Us

Header Ads

Δευτέρα

Ευρωπαϊκή ένωση: Πρότυπο ενός εθνοκρατοκεντρικού κόσμου ή μιας υπερκρατικής δεσποτείας;

Παναγιώτης Ήφαιστος, https://www.facebook.com/groups/TholoVasileioEU/

Εισαγωγή

Ένα καίριο ζήτημα της δημόσιας συζήτησης στην Ελλάδα και Κύπρο αφορά τις στάσεις και συμπεριφορές ενός κράτους-μέλους της ΕΕ στα διάφορα επίπεδα λήψεως αποφάσεων. 

Ιδιαίτερα όσον αφορά την Τουρκία, το κύριο ζήτημα των τελευταίων ετών είναι αφενός κατά πόσο θα πρέπει να αξιωθεί η συμβολή της ΕΕ στην εφαρμογή της διεθνούς και ευρωπαϊκής νομιμότητας ως βάση λύσης του κυπριακού ζητήματος, και αφετέρου, κατά πόσο θα πρέπει να διασυνδεθεί η πορεία της διαπραγμάτευσης της Τουρκικής ένταξης με αυτή την ζωτική για όλους υπόθεση. Χωρίς να υπεισέλθω στα επιμέρους πολυσυζητημένα στοιχεία αυτής της δημόσιας συζήτησης, θα προχωρήσω να εξηγήσω τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά της ΕΕ, τον τρόπο που λειτουργεί και τον θεμελιώδη χαρακτήρα της. Εύκολα κανείς θα κατανοήσει ότι τέτοιες στάσεις όχι μόνο είναι θεμιτές και στην φύση του εγχειρήματος αλλά επιπλέον ότι αυτό αποτελεί και μια ορθολογιστική στάση συμβατά με την ιδιότητα του πλήρους μέλους. Επίσης, ότι δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός ότι επειδή ένα κράτος είναι μικρό δεν μπορεί να αξιώνει την ευρωπαϊκή νομιμότητα.

Φυσιογνωμικά και οντολογικά χαρακτηριστικά της ΕΕ

Εδώ, θα τονιστούν επιγραμματικά μερικές μόνο κεντρικές πτυχές, που αναπτύσσονται σε παράλληλη μονογραφική δημοσίευση και που ενέχουν βαθύτατες πολιτικοστοχαστικές προεκτάσεις[1].

Κατ’ αρχάς, οι ίδιες οι κοινωνίες των κρατών-μελών όρισαν και οριοθέτησαν τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά της ΕΕ: Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι ένα διεθνιστικό εγχείρημα. Είναι αντίθετα ένα πρότυπο εθνοκρατοκεντρικού διεθνούς συστήματος, το οποίο ορίζεται, προσανατολίζεται και μετασχηματίζεται διακυβερνητικά. Εξ αντικειμένου η υπερεθνική ανθρωπολογία είναι μηδενική, δηλαδή δεν υπάρχει μία ευρωπαϊκή κοινωνική οντότητα, αλλά τόσες όσα και τα κράτη-μέλη και τόσες εθνικές κοσμοθεωρίες όσα και τα έθνη. Η ανθρωπολογική ετερότητα των εθνικών κοινωνιών βαθαίνει ολοένα και περισσότερο αναδεικνύοντας ολοένα και εντονότερα τα εθνοκρατοκεντρικά χαρακτηριστικά του εγχειρήματος της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης[2]. Οι βαθύτατες πολιτικοστοχαστικές προεκτάσεις αυτού του γεγονότος ούτε να παραβλεφθούν μπορούν ούτε και να παρακαμπτούν.

Μηδενική υπερεθνική ανθρωπολογία και ξεκάθαρα εθνοκρατοκεντρικές ιδιότητες ορίζουν και οριοθετούν μία απαρέγκλιτη σχέση εντολέα και εντολοδόχου μεταξύ των κρατών-μελών και των υπερεθνικών θεσμών. Υπό αυτό το αναντίλεκτο πρίσμα ακόμη και η παραμικρή διολίσθηση των υπερεθνικών θεσμών σε ανεξάρτητες αρμοδιότητες διευρύνει το δημοκρατικό
* Το παρόν κείμενο αντλεί από την μονογραφία Π. Ήφαιστος, Εθνική Κοσμοθεωρία (Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 2009). Εκτενέστερα, επίσης, η φυσιογνωμία της ΕΕ αναλύεται στο Π. Ήφαιστος, Το θολό ιδεολογικό βασίλειο της ΕΕ (εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 2009).
έλλειμμα και τους καθιστά εξωπολιτικά κατεξουσιαστικά όργανα εν δυνάμει δεσποτικά. Το καθεστώς έμμεσης αντιπροσώπευσης των κρατών μελών είναι ούτως ή άλλως δημοκρατικά ελλειμματικό και η διαδικασία λήψεως αποφάσεων σε διακυβερνητικό επίπεδο πολλαπλά έμμεση. Υπό αυτές τις συνθήκες παραμερισμός ακόμη και αυτής της πολλαπλά έμμεσης αντιπροσώπευσης και παραχώρηση ανεξάρτητων υπερεθνικών αρμοδιοτήτων σημαίνει εκμηδένιση της δημοκρατίας. Ένας τέτοιος προσανατολισμός είναι από άποψη πολιτικού πολιτισμού ανεπίτρεπτος. Ταυτόχρονα, πολιτικοκοινωνικά δεν είναι βιώσιμος.

Οι βαθύτατα εμπεδωμένες ιδιότητες της εθνοκρατοκεντρικά δομημένης ΕΕ επιτάσσουν αυστηρό έλεγχο των υπερεθνικών οργάνων και μηδενικές ανεξάρτητες δικαιοδοσίες για τα τελευταία. Επιπλέον, αποτελεσματική ευρωπαϊκή διακυβέρνηση, η οποία διαφυλάττει στοιχειωδώς τη δημοκρατική τάξη, επιτάσσει εξορθολογισμό των διακυβερνητικών αποφάσεων και συνάμα εξορθολογισμό της δημοκρατίας στο επίπεδο των κρατών-μελών. Υπό το πρίσμα της ανάλυσης που προηγήθηκε καταγράφουμε μερικές βασικές θέσεις για το φαινόμενο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, που αφορούν καίρια στα πορίσματα των προηγούμενων κεφαλαίων.

Κατά πρώτον, η διαδικασία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης επιβεβαιώνει σχεδόν απόλυτα το γεγονός της κατίσχυσης της εθνικής κοσμοθεωρίας ως αξονικής σημασίας στην πορεία του κόσμου προς ένα ορθολογιστικό διεθνές εθνοκρατοκεντρικό διεθνές σύστημα. Όσον αφορά την αποτίμηση της πορείας του εθνοκρατοκεντρικού γίγνεσθαι, συγκρινόμενη με το Σοβιετικό παράδειγμα είναι αξιοσημείωτο ότι, αν και διαφορετικών αφετηριών και διαφορετικού ιδεολογικού περιεχομένου, οδηγείται στον ίδιο προσανατολισμό, που επιβεβαιώνει μία πορεία προς την κατεύθυνση μιας ολοένα και πιο βαθιάς εθνοκρατοκεντρικής συγκρότησης του κόσμου.

Η Σοβιετική Ένωση άρχισε ως ένα προγραμματικά υλιστικό παράδειγμα, που δρομολόγησε και επόπτευε μία συγκεντρωτική εξουσία, η οποία διέθετε ολοκληρωμένο επαναστατικό διεθνιστικοϋλιστικό σχέδιο, την εφαρμογή του οποίου διαχειριζόταν αδιατάραχτα επί πολλές δεκαετίες καταφέρνοντας να καταστήσει την ΕΣΣΔ ως τη μεγαλύτερη ιδεολογική και στρατιωτική δύναμη όλων των εποχών. Η πανίσχυρη και εξουσιαστική κραταιά κομουνιστική εξουσία κατέρρευσε ως χάρτινος πύργος για να δημιουργηθεί σχεδόν ακαριαία μία εθνοκρατοκεντρική δομή σ’ όλη την πρώην σοβιετική επικράτεια. Οι εθνικές-ανθρωπολογικές δομές στα θεμέλια της ΕΣΣΔ όχι μόνο δεν εξαλείφθηκαν αλλά επιπλέον δυνάμωσαν εκπληκτικά. Οι εθνικές κοσμοθεωρίες αναδύθηκαν πανίσχυρες μέσα από τις στάχτες του ισχυρότερου διεθνιστικοϋλιστικού εγχειρήματος όλων των εποχών.

Αντίστοιχα, στην εθελούσια και αφετηριακά πολύ χαλαρή –και αποκλειστικά εμπορικοοικονομική– διαδικασία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης[3] κάποιες αρχικές υλιστικές αξιώσεις δεν άντεξαν πάνω από μία δεκαετία[4]. Τάχιστα οι κοινωνίες των κρατών-μελών με πρωτοστάτη τη Γαλλία επί προεδρίας Ντε Γκολ απέρριψαν τις διεθνιστικές παραδοχές και επέβαλαν μία διακυβερνητική διαπολιτειακή δομή, που επιβεβαιώνει τους εθνοκρατοκεντρικούς προσανατολισμούς των τελευταίων δεκαετιών στην Ευρώπη και στον κόσμο.

Δεύτερον, η συζήτηση για το πολιτικοθεσμικά χαρακτηριστικά της ΕΕ απαιτεί συνεκτίμηση του ιστορικού γεγονότος για την πρωτοκαθεδρία του μεταμοντερνισμού στην πορεία της νεοτερικότητας και την υλιστική νοηματοδότηση της δημόσιας σφαίρας στα δυτικά κράτη. Τα υλιστικά χαρακτηριστικά των δημόσιων σφαιρών συνυπάρχουν με τις εθνικές-ανθρωπολογικές προϋποθέσεις των εθνοκρατικών ενοτήτων της Ευρώπης δημιουργώντας, έτσι, διφυείς κοινωνικοπολιτικές δομές.

Θέση μας που διατυπώσαμε εκτενώς στις παράλληλες με το παρόν δημοσιεύσεις που μνημονεύονται στην πρώτη σελίδα, είναι ότι στον βαθμό και στην έκταση που εμπεριέχουν παρωχημένες κανονιστικές ρυθμίσεις μοντερνιστικού χαρακτήρα οι δημόσιες σφαίρες των κρατών-μελών της ΕΕ είναι πολιτικά ελλειμματικές (και γι’ αυτό ελαττωματικές). Η συντήρηση παρωχημένων νομικοπολιτικών ρυθμίσεων, που θέλουν μία ιδεολογικά εμπνευσμένη υλιστική ανθρωπολογία πνευματικά εκμηδενισμένων πολιτών, είναι ατελέσφορη και αδιέξοδη. Αυτές οι ρυθμίσεις, εξάλλου, δεν συμβαδίζουν με τις πανίσχυρες εθνικές κοσμοθεωρίες, που έκτισε η ιστορική διαχρονία στο επίπεδο των κοινωνικών οντοτήτων.

Στο επίπεδο των εθνικών κοινωνιών, όπως και στον υπόλοιπο κόσμο οι εθνικές κοσμοθεωρίες ενισχύονται διαρκώς, κτίζονται εθνικές-ανθρωπολογικές δομές και εγείρονται αξιώσεις συμβατότητας του Πολιτικού γεγονότος με την ανθρωπολογική ετερότητα μιας εκάστης ευρωπαϊκής κοινωνικής οντότητας. Σ’ αντίθεση με τις ιδεολογικές εμμονές διαφόρων αποχρώσεων που υποστηρίζουν ότι οι θεσμοί κατασκευάζουν την ανθρωπολογία του Πολιτικού, κάτι τέτοιο δεν ισχύει: Είναι στη φύση κάθε κοινωνικής οντότητας να αξιώνει διαρκώς προσαρμογή των θεσμών της στην ανθρωπολογική ετερότητά της αποτινάσσοντας όσους θεσμούς είναι είτε εξωπολιτικά προσδιορισμένοι και αλλότριοι είτε εξωγενώς επιβληθέντες.

Η εμπειρία της ΕΕ αποτελεί το σημαντικότερο ίσως παράδειγμα της σύγχρονης εποχής –ακόμη πιο σημαντικό από την πρώην ΕΣΣΔ, επειδή ακριβώς η συμμετοχή είναι εθελούσια–, το οποίο καταμαρτυρεί ότι οι υλιστικές κανονιστικές δομές, που αποκλείουν τα πνευματικά από τον δημόσιο βίο, δεν έχουν μέλλον και ότι το αυτοκτονικό μεταμοντέρνο ροκάνισμα μπορεί να αποφευχθεί μόνο αν υπάρξει ριζική αλλαγή παραδείγματος.

Δηλαδή, κατεδάφιση των υλιστικών τειχών των δημόσιων σφαιρών των εθνών-κρατών της ΕΕ και απεριόριστος εμπλουτισμός των ηθικοκανονιστικών διαμορφώσεων στο εθνικό και υπερεθνικό επίπεδο με τον πνευματικό κόσμο των πολιτών των κρατών-μελών. Όχι μόνο δεν πρέπει να αποκλειστεί η μεταφυσική πίστη, όπως παρωχημένες μοντερνιστικές παραδοχές υποστηρίζουν, αλλά επιπλέον απαιτείται να γίνει αποδεκτό και παραδεκτό το γεγονός ότι αποτελεί κύριο γνώρισμα του πνευματικού κόσμου των πολιτών και της ανθρωπολογικής ετερότητάς τους.

Η σύνδεση της μεταφυσικής πίστης με θεοκρατικές παραδοχές οφείλεται σε πολιτικοστοχαστικά τραύματα, που προκάλεσε ο αφετηριακός αντιθεοκρατικός αγώνας της νεοτερικότητας. Αν και υπό το πρίσμα του 15ου αιώνα ο αγώνας αυτός για πολλούς ήταν δικαιολογημένος προκάλεσε, εντούτοις, εκτρωματικές αντιμεταφυσικές ιδέες και στη συνέχεια αντιπνευματικές ιδέες, που αντιβαίνουν στην ανθρώπινη ετερότητα και που εξώθησαν στην τροχοδρόμηση του μοντερνισμού, στην οντολογική αναβάθμιση της ύλης και στη διχοτομία πνεύματος και πολιτικής.

Τα τραύματα που υπέστη η ευρωπαϊκή πολιτική σκέψη από τη μεσαιωνική Ρωμαιοκαθολική Θεοκρατία οδήγησαν σε μία αυτοκτονική αντιπνευματική υλιστική νοηματοδότηση του δημόσιου βίου. Λογικά μετά από πολλούς αιώνες αυτά τα τραύματα θα έπρεπε να είχαν επουλωθεί. Όμως, πλην ελάχιστων πνευματικά τραυματισμένοι διανοητές συνεχίζουν να τα καλλιεργούν στα υλιστικών προσανατολισμών πανεπιστημιακά ιδεολογικοπολιτικά εκπαιδευτήρια.

Τρίτον, η σχεδόν απόλυτη επιβεβαίωση του εθνοκρατοκεντρικού φαινομένου καταμαρτυρείται από τη μηδενική υπερεθνική ανθρωπολογία στο επίπεδο των υπερεθνικών δομών και από τη νομικοπολιτική αποτύπωση των αποφάσεων πολλών δεκαετιών στο επίπεδο της διαδικασίας ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Η θέση ότι μόνο οι ανεξάρτητες αρμοδιότητες των υπερεθνικών οργάνων πρέπει να είναι μηδενικές αφορά ζωτικά το κατά πόσο η ΕΕ θα συνεχίσει να αναδεικνύεται ως ένα πρότυπο μετανεοτερικό παράδειγμα ή κατά πόσο, όπως συμβαίνει με κάθε υλιστική νοηματοδότηση της πολιτικής, θα αποσυντεθεί κάτω από το βάρος των αντιθέσεων και αντιφάσεων μιας λειψής υλιστικά νοούμενης δημόσιας σφαίρας.

Ακόμη και το παραμικρό παραστράτημα προς ανεξαρτησία των υπερεθνικών οργάνων είναι αυτοκτονικός πολιτικός ανορθολογισμός και πολιτική ανωμαλία. Μόνο παρωχημένα ιδεολογήματα θα μπορούσαν να υποστηρίζουν τέτοιες πολιτικές εκτροπές, που αναπόδραστα οδηγούν σε κατεξουσιασμό, αναποτελεσματικότητα και βραδύκαυστη εκκόλαψη δεσποτικών αξιώσεων. Οι οντολογικές ιδιότητες της ΕΕ επιτάσσουν ότι είτε η Ευρώπη θα είναι εθνοκρατοκεντρικά οργανωμένη σύμφωνα με τις κοινωνικές της προϋποθέσεις είτε θα διολισθαίνει άλλοτε αργά και άλλοτε ταχύρυθμα στη σύγχυση και στην αδυναμία. Η διολίσθηση σε πολιτικό ανορθολογισμό και η διεύρυνση της απόστασης της εξουσίας από την κοινωνία προκαλεί, επιπλέον, τάσεις προς λαϊκισμό[5], εξωπραγματικές ρητορικές διεθνιστικές τοποθετήσεις και «παράθυρα ευκαιρίας» ανεξάρτητων υπερεθνικών στάσεων και δράσεων που οφείλονται σε αβλεψία των διακυβερνητικών οργάνων.

Τέταρτον, αναλύοντας τη διαδικασία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης κανείς δεν μπορεί να παρακάμψει ή να παραβλέψει τα εξής κύρια φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά:

α) Η ΕΕ φέρει τα κοσμοθεωρητικά χρώματα του Ντε Γκολ. Ο Ντε Γκολ είναι εκείνη η πολιτική και στοχαστική μορφή, η οποία ξεκάθαρα συλλογίστηκε ορθούς προσανατολισμούς για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και τα μέλη της με όρους εθνικής κοσμοθεωρίας, εθνικής ανεξαρτησίας, εθνικού συμφέροντος και δημοκρατίας.

β) Το γεγονός ύπαρξης ανεπίστροφων εθνοκρατικών χαρακτηριστικώντων μελών της ΕΕ σημαίνει ότι η προοπτική σταθεροποίησης ενός ορθολογιστικού μετανεοτερικού εθνοκρατοκεντρικού περιφερειακού συστήματος συναρτάται με τη περαιτέρω συνύπαρξη των εθνικών κοσμοθεωριών υπό συνθήκες εθνικής ανεξαρτησίας και ορθολογιστικά δομημένων διακυβερνητικών κανονιστικών ρυθμίσεων, που αναζητούν συγκλίσεις των εθνικών συμφερόντων[6].

γ) Όποιος συντηρεί ιδεολογικοϋλιστικές παρακρούσεις κινείται κόντρα στις οντολογικά θεμελιωμένες ανθρωπολογικές προϋποθέσεις των κρατών-μελών της ΕΕ και συνεπικουρεί όσους στις παλιές μηδενιστικές γραμμές επιδιώκουν ένα ακόμη πιο ισοπεδωμένο μεταμοντέρνο ανθρωπολογικό εκμηδενισμό των πολιτών των κρατών-μελών. Σε μερικά κράτη όπως η Ελλάδα και η Κύπρος, βεβαίως, το ροκάνισμα των ανθρωπολογικών θεμελίων από μεταμοντέρνους ιδεολόγους που συνεπικουρούνται από δυτικές ηγεμονικές δυνάμεις βρίσκεται ήδη σε προχωρημένο στάδιο.

δ) Με διακυβερνητικές αποφάσεις παρμένες επί σειρά δεκαετιών η ΕΕ είναι θεμελιωδώς προσανατολισμένη σε μία διακυβερνητικά νοούμενη ρητή εθνοκρατοκεντρική δομή. Η διακυβερνητική φυσιογνωμία δεν είναι μία τυχαία ή παροδική τάση αλλά αντανάκλαση θεμελιωδών καταστατικών αποφάσεων σύμφωνων με το γεγονός της εθνικής-ανθρωπολογικής ετερότητας των κοινωνιών των κρατών μελών, που προϋποθέτουν μία απαράβατη σχέση εντολέα-εντολοδόχου μεταξύ των εθνών-κρατών και των υπερεθνικών θεσμών. Η ρητή και απαράβατη εμπέδωση μιας σχέσης εντολέα-εντολοδόχου μεταξύ των κρατών-μελών και της ΕΕ είναι προϋπόθεση ορθολογιστικών βηματισμών στην πορεία συγκρότησης μιας μετανεοτερικής εθνοκρατοκεντρικής δομής. Αντίστροφα, κάθε διεθνιστική στάση, δράση ή απόφαση είναι βήμα προς πολιτικό ανορθολογισμό.

ε) Ένα άλλο σημαντικό ζήτημα, που θέτουν τυχόν ανορθολογικοί υλιστικοί βηματισμοί που παραγνωρίζουν τον εθνοκρατοκεντρικό χαρακτήρα της ΕΕ, είναι ο τρόπος που επηρεάζουν τη δύσκολη σχοινοβασία των ευρωπαϊκών κρατών στο πεδίο των πολιτικοστρατηγικών εξελίξεων, που αφορούν τόσο ζητήματα πλανητικής κατανομής ισχύος και συμφερόντων όσο και ενδοευρωπαϊκά διλήμματα ασφαλείας μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων της Ευρώπης. Συνδυασμός μιας κατάστασης προχωρημένου μεταμοντέρνου ροκανίσματος των ανθρωπολογικών προϋποθέσεων και μιας πολιτικοδιπλωματικής ή οικονομικής κρίσης μπορεί να προκαλέσει μεγάλες πολιτικές ταλαντώσεις ή και πολύ περισσότερα. Όσοι μελέτησαν χωρίς διαστρεβλωτικούς φακούς την περίοδο από το 1945 μέχρι τις μέρες μας θεμελίωσαν ότι τέτοιες οριακές καταστάσεις ήταν πολύ συχνές[7].

Πέμπτον, όπως σε κάθε ανθρώπινη κατάσταση η ουσία βρίσκεται στην ειδοποιό διαφορά. Η ΕΕ, λοιπόν, είναι μία διεθνής εθνοκρατοκεντρική δομή εμπεδωμένης συνεργασίας στον καταναλωτικό τομέα αλλά όχι μόνο.

Η ειδοποιός διαφορά έγκειται στο γεγονός ότι η υλιστική σφαίρα στον υπερεθνικό τομέα –όπως σε κάθε άλλη διακρατική σχέση– είναι μεν εξαρτημένη μεταβλητή της διακυβερνητικής διαδικασίας αλλά συνάμα είναι και ενταγμένη σε ένα ευρύτερο πλέγμα διακρατικών διαπραγματεύσεων, συμφωνιών, κοινών δικαιακών ρυθμίσεων, συμβάσεων και διαβουλεύσεων σε βαθύτατα πολιτικούς τομείς σε βαθμό και έκταση που δεν συναντάται σε άλλους διεθνείς οργανισμούς.

Αυτά τα γνωρίσματα ενισχύουν τον μετανεοτερικό χαρακτήρα του εγχειρήματος, όπως τον ορίσαμε πιο πάνω. Ο εθνοκρατοκεντρικός δημόσιος χώρος στους υλιστικούς τομείς (οικονομική και καταναλωτική ολοκλήρωση) είναι προϊόν διακυβερνητικών διαπραγματεύσεων στη βάση θέσεων εθνικού συμφέροντος τα οποία συγκροτούνται και σταθεροποιούνται ως εθνικές θέσεις στο εθνοκρατικό επίπεδο. Στο εθνοκρατικό επίπεδο και παρά τις ιστορικές υλιστικές ιδιότητες της εθνικής δημόσιας σφαίρας κάθε κράτους τα εθνικά συμφέροντα προσδιορίζονται υπό το πρίσμα τόσο πνευματικών όσο και αισθητών κριτηρίων και παραγόντων, που αφορούν στην ανθρωπολογική ετερότητα κάθε εθνικής κοινωνίας. Υπό αυτή την έννοια, ο υλιστικός χαρακτήρας του εγχειρήματος μετριάζεται, γιατί η συντριπτική πλειονότητα των πολιτών των κρατών-μελών, που ποτέ δεν θα δέχονταν να εκμηδενιστούν πνευματικά, διαρκώς αγωνίζονται για συμπερίληψη των πνευματικών τους προϋποθέσεων τόσο στη δική τους εθνική δημόσια σφαίρα όσο και στην εθνοκρατοκεντρική δημόσια ευρωπαϊκή σφαίρα.

Μία δεύτερη και συναφής ειδοποιός διαφορά είναι η έκταση και το βάθος των διακρατικών κοινών νομικοπολιτικών ρυθμίσεων. Η εμπέδωση του προαναφερθέντος διακρατικού συστήματος διαβουλεύσεων, συμβάσεων και συμφωνιών οδηγεί σε μία «υπερεθνική» δομή θεμελιωδώς διακυβερνητικού χαρακτήρα, αλλά συνάμα νομικών συμφωνιών, που αφενός δεν θίγουν την κυριαρχία, αφετέρου ενέχουν βαθύτατες ενδοκρατικές και ενδοσυστημικές προεκτάσεις. 

Πιο συγκεκριμένα: 

α) Οι νομικές ρυθμίσεις συγκρινόμενες με άλλες νομικές δεσμεύσεις είναι πολύ περισσότερες και καλύπτουν ένα πολύ μεγαλύτερο φάσμα της εθνικής καθημερινότητας. 

β) Ενσωματώνονται στην ενδοκρατική δικαιοταξία των κρατών μελών και εποπτεύονται από συμπεφωνημένους θεσμούς και κυρίως από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Αυτά τα δύο φυσιογνωμικά, δομικά και λειτουργικά χαρακτηριστικά αν και στερούνται διεθνιστικών ιδιοτήτων δημιουργούν, εντούτοις, παραστάσεις μιας εμπεδωμένης ευρωσυστημικής συνέχειας και σταθερότητας υπό συνθήκες σεβασμού της κυριαρχίας των μελών. Πολλές νομικές μελέτες, για παράδειγμα, δείχνουν ότι στις καλύτερες στιγμές του το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων αποφαίνεται οριοθετημένα στο πλαίσιο των αποφάσεων των μελών, που συγκροτούν τη νομικοπολιτική δομή αποφεύγοντας κοσμοπλαστικές αποφάνσεις[8]. Η παράσταση ευρωσυστημικής σταθερότητας και συνέχειας ενισχύεται, επιπλέον, από το γεγονός ότι τα κράτη της ΕΕ συμμετέχουν σε πλήθος διεθνών θεσμών, συμβάσεων και συμφωνιών, όπως μεταξύ άλλων η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο, ο ΟΗΕ και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου. Συμπληρώνεται ότι στους τομείς αυτούς τα μέλη κατά κανόνα συνεννοούνται και δει δυνατόν συμφωνούν για κοινές διαπραγματευτικές στάσεις και θέσεις.

Μία τρίτη ειδοποιός διαφορά, που θρέφει τάσεις προς μία μετανεοτερική δομή, είναι το γεγονός ότι ακριβώς στερούμενη διεθνιστικών παραδοχών –και αυτό, επαναλαμβάνουμε, οφείλεται σε αποφάσεις πολύ δουλεμένες στο διακυβερνητικό επίπεδο– η ΕΕ ενισχύει την εθνική ανεξαρτησία των εθνών-κρατών, δεν θίγει αλλά ενισχύει την εθνική κυριαρχία ως καθολικό και οικουμενικό πολιτικό δόγμα και δεν απειλεί την εθνική ανθρωπολογία. 

Πιο συγκεκριμένα, κανείς σοβαρά σκεπτόμενος δεν φιλοδοξεί να αντικαταστήσει ή να υποκαταστήσει τα ευρωπαϊκά έθνη και να τα αντικαταστήσει με κάποια εκμηδενισμένη μεταμοντέρνα ανθρωπολογία[9] που θα διοικείται (διάβαζε κατεξουσιάζεται) από μία ομάδα απάτριδων σύμφωνα με τον εύστοχο όρο του Ντε Γκολ, η οποία θα στερείται πολιτικής νομιμοποίησης και που θα διολισθαίνει στον δεσποτισμό.

Βασικά, τα οντολογικά χαρακτηριστικά της ΕΕ δεν αφήνουν περιθώρια για ανεξάρτητες υπερεθνικές αρμοδιότητες, παρά το γεγονός ότι στην πράξη εύκολα παρατηρεί κανείς ότι υπάρχουν αβλεψίες και ολισθήματα, που συναντά κανείς σε κάθε πολιτικό σύστημα. Για να είμαστε πιο σαφείς, οι καταστατικές δομές, οι νομικοπολιτικές αποφάσεις κατά τη διάρκεια της μεταπολεμικής περιόδου και η καθημερινή Κοινοτική πραγματικότητα ενέχουν μια κεφαλαιώδη ειδοποιό διαφορά: Τοποθετούν την ΕΕ στον αντίποδα τόσο των διεθνιστικών, όσο και των ηγεμονικών αντιλήψεων που καλλιεργούν θεσμικοϋλιστικά ιδεολογικά δόγματα και α-πολιτικές κοσμοπολίτικες παραδοχές για τη ζωή, το κράτος και τις πλανητικές σχέσεις.

Σίγουρα, υπάρχουν διαβρώσεις του ευρωπαϊκού διακρατικού ορθολογισμού. Προσθέτουμε ότι αν υπάρχει κάποιος λόγος για να χρηματοδοτούνται μελέτες για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και για να δεσμεύονται δημόσιοι πόροι για πανεπιστημιακά τμήματα διεθνών σπουδών, είναι η διεξαγωγή βασανιστικών εμπειρικών μελετών, που θα καταδεικνύει από τη μία πλευρά τις οντολογικές ιδιότητες της ΕΕ και από την άλλη τα διεθνιστικά ελαττώματα και ελλείμματα των Κοινοτικών θεσμών, καθώς και του τρόπου με τον οποίο θίγονται τα εθνικά συμφέροντα των μελών.

Νόημα έχουν τέτοιες μελέτες, επίσης, όχι όταν προτάσσουν κανονιστικά εμπνευσμένους κοσμοπλαστικούς θεσμούς, αλλά όταν φωτίζουν τα ελλείμματα των καθεστώτων έμμεσης αντιπροσώπευσης, όταν εξετάζουν τις δυνατότητες μετατροπής τους σε (τουλάχιστον) καθεστώτα έμμεσης δημοκρατίας και όταν διερευνούν προσανατολισμούς αυτών των καθεστώτων προς την κατεύθυνση της άμεσης δημοκρατίας. Η χρηματοδότηση ιδεολογικά προσανατολισμένων μεταμοντέρνων μελετών αποτελεί, όπως έγινε σαφές στα προηγούμενα κεφάλαια, αυτοκτονική πολιτικοστοχαστική πράξη.

Ο ορθολογισμός του εγχειρήματος της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης έγκειται στην ενδυνάμωση του εθνοκρατικού χαρακτήρα του εγχειρήματος. Κάθε διεθνιστική ή κοσμοπολίτικη προαίρεση είναι πολιτική συνταγή αποδυνάμωσης, σύγχυσης, αναποτελεσματικότητας και αποπροσανατολισμού. 

Συνοψίζουμε λοιπόν τα οντολογικά χαρακτηριστικά της ΕΕ ως εξής:

α) Τα μέλη της ΕΕ είναι εθνοκρατικές ενότητες προικισμένες με εθνικές ανθρωπολογικές προϋποθέσεις και η ΕΕ ως διεθνής θεσμός είναι ένα εθνοκρατοκεντρικό σύστημα, που έκανε μερικά μετανεοτερικά βήματα δημιουργώντας έναν αντιηγεμονικά δομημένο εθνοκρατοκεντρικό δημόσιο χώρο, που συνοδεύεται και εμπλουτίζεται από πλήθος συμβάσεων, συνθηκών, διαβουλεύσεων στη βάση των εθνικών συμφερόντων και συγκρότηση κοινών θέσεων και στάσεων. Μεταξύ άλλων ειδοποιών διαφορών ήδη διακρίναμε την εκτεταμένη από κοινού ενσωμάτωση δικαιακών διατάξεων στην εθνοκρατική δικαιοταξία, την ύπαρξη συμπεφωνημένων δικαστικών οργάνων και τη διαχείριση πλήθους καταναλωτικών ζητημάτων μετά από σκληρές διακυβερνητικές διαπραγματεύσεις.

Πορεία προς διεθνισμό οδηγεί στην αποδυνάμωση των εθνοκρατοκεντρικών μετανεοτερικών κτισμάτων. Πορεία προς μία πιο αναπτυγμένη εθνοκρατοκεντρική δομή εδρασμένη στις εθνικές κοσμοθεωρίες αποδυναμώνει τις νοηματοδοτήσεις των πολιτικών σχέσεων με όρους ισχύος και δυναμώνει τα συνεργασιακά και αναγκαία και μη εξαιρετέα αντιηγεμονικά αντανακλαστικά.

β) Το κύριο οντολογικό γνώρισμα της ΕΕ αφορά στην ανθρωπολογία. Οι υπερεθνικοί θεσμοί είναι εντολοδόχοι των κρατών-μελών, επειδή στερούνται και της παραμικρής ανθρωπολογικής βάσης. Από καιρό έχει εδραιωθεί η θέση ότι μόνο ως ιδεολογική παράκρουση μπορεί να ακουστεί η θέση υπέρ της δημιουργίας μιας υλιστικής ανθρωπολογίας, που θα αντικαθιστούσε τους πολιτισμούς, τις ταυτότητες, τις ιστορικές μνήμες και τις εθνικές κοσμοθεωρίες.

Αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι οι διακυβερνητικές αποφάσεις διατήρησαν το προνόμιο των κρατών μελών να είναι ύστεροι και υπέρτατοι εντολείς των υπερεθνικών θεσμών. Η τάση είχε ήδη αρχίσει από τη δεκαετία του 1960 και εδραιώθηκε ανεπίστροφα με την πρωτοκαθεδρία, έκτοτε, των διακυβερνητικών θεσμών σε όλα τα επίπεδα. Ήδη από το 1966 η Γαλλία αποστέρησε τη δυνατότητα μιας αυτοτροφοδοτούμενης υπερεθνικότητας, που θα αναπτυσσόταν με πλειοψηφικές αποφάσεις μεταξύ των αντιπροσώπων των εθνών-κρατών. Το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και οι διακυβερνητικές διασκέψεις επικύρωσαν αυτές τις θεμελιακές επιλογές[10].

Σε ύστατο και υπέρτατο επίπεδο οι υπερεθνικοί θεσμοί είναι εξαρτημένες μεταβλητές των εθνοκρατοκεντρικών θεσμών. Ο ρόλος τους δεν μπορεί να είναι παρά μόνο λειτουργικός υπό την υψηλή εποπτεία των εντολέων-κρατών. Εξαιρέσεις που θρέφουν τάσεις προς κατεξουσιαστικές στάσεις δεν λείπουν, όπως είπαμε, αλλά δεν θα μας απασχολήσουν εδώ περισσότερο. Οι εντολοδόχοι υπερεθνικοί θεσμοί συντονίζουν και μεγιστοποιούν τα εθνικά συμφέροντα των κρατών κατόπιν εντολής των διακυβερνητικών οργάνων και η λειτουργία τους βρίσκεται υπό την αίρεσή τους και την υψηλή εποπτεία τους.

Οι υπηρετούντες τους υπερεθνικούς θεσμούς στερούνται και της παραμικρής πολιτικής νομιμοποίησης –ουσιαστικά μιλώντας αυτό ισχύει και για το λεγόμενο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, που περισσότερο σύγχυση προκαλεί παρά νομιμοποιεί τη λήψη αποφάσεων[11]– και γι’ αυτό δεν είναι νομιμοποιημένοι να αποφαίνονται κοσμοπλαστικά, ηθικοπαιδαγωγικά και με πολιτική ασέβεια, όσον αφορά στον θεμελιώδη εθνοκρατοκεντρικό χαρακτήρα του ευρωπαϊκού πολιτικού συστήματος και στις εθνικές κοσμοθεωρίες των μελών. Κάθε τέτοια στάση είναι με όρους πολιτικού πολιτισμού ανεπίτρεπτη πολιτική εκτροπή.Κάθε εξωπολιτική και εξωκοινωνική κοσμοπλαστική ιδεολογία είναι βασικά, ούτως ή άλλως, πολιτική εκτροπή.

γ) Ο λόγος για τον οποίο τα κράτη-μέλη είναι οι έσχατοι, υπέρτατοι και οριστικοί κριτές οφείλεται στο γεγονός ότι διαφύλαξαν το δικαίωμα των εθνοκρατοκεντρικών-διακυβερνητικών θεσμών την εδραία καθιερωμένη αρμοδιότητα να διατηρούν, να αλλάζουν, να μετασχηματίζουν, να καταργούν, να δημιουργούν νέους, να αυξάνουν και να μειώνουν τους ρόλους και τις δικαιοδοσίες των υπερεθνικών θεσμών. Για τους άπιστους «Θωμάδες» που επηρεάζονται από τη συμβατική προπαγανδιστική ρητορεία παρασιτικών διανοουμένων δεν έχουν παρά να παρακολουθήσουν κάθε διακυβερνητική διάσκεψη αλλά και την περιπέτεια σύνταξης ενός «Ευρωπαϊκού Συντάγματος» τις δεκαετίες του 1990 και 2000 για να κατανοήσουν πλήρως τον εθνοκρατοκεντρικό χαρακτήρα της ΕΕ [12].

δ) Η πίστη, η νομιμοφροσύνη, η εσωτερική και εξωτερική ασφάλεια, η διπλωματία και οι κοσμοθεωρητικοί προσανατολισμοί είναι υποθέσεις των κρατών, όπως και η άσκηση λαϊκής κυριαρχίας, στο εθνοκρατικό επίπεδο. Η διαλεκτική σχέση εθνοκρατικής διανεμητικής δικαιοσύνης, διακυβερνητικής συναίνεσης ή ομοφωνίας και απόλυτου διακυβερνητικού ελέγχου των υπερεθνικών δομών προσδιορίζει την πορεία αλλά και το μέλλον της διαδικασίας ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.

Μιλάμε για σχοινοβασία ενός εθνοκρατοκεντρικού μετανεοτερικού εγχειρήματος και το παραμικρό σπρώξιμο μπορεί να το καταποντίσει. Το μεγάλο πρόβλημα έγκειται στο γεγονός, όπως εξηγήσαμε αλλού, ότι πολλές διαταράξεις δεν προέρχονται μόνο από αστοχίες στο επίπεδο της διαδικασίας ολοκλήρωσης αλλά από τεκταινόμενα στο πολιτικοστρατηγικό επίπεδο και στις σχέσεις των μεγάλων δυνάμεων των κρατών μελών. Υπό αυτό το πρίσμα είμαστε οι τελευταίοι που θα συνιστούσαμε εφησυχασμό. Για να παραφράσουμε τον Παναγιώτη Κονδύλη, στις διεθνείς σχέσεις «τελειωτικές λύσεις και ευτυχία χωρίς κινδύνους» δεν υπάρχουν.

Το εγχείρημα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης είναι καράβι το οποίο ταξιδεύει στις φουρτουνιασμένες θάλασσες του διεθνούς συστήματος, το οποίο πάσχει ενδογενώς από διλήμματα ασφαλείας μεταξύ των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων και το οποίο ροκανίζεται από διεθνισμούς, κοσμοπολιτισμούς, υλισμούς και κυρίως αυτοκτονικά αντιπνευματικά σύνδρομα, που στερούν τη δημόσια σφαίρα από τον πλούτο των πολιτών των εθνοκρατών της Ευρώπης.

Επαναλαμβάνουμε κάτι που θεωρούμε εξαιρετικής σημασίας: Είναι αξιοπερίεργο το γεγονός ότι τα κράτη της Ευρώπης διαθέτουν σπάνιους πόρους για τη χρηματοδότηση υλιστικών πανεπιστημιακών τμημάτων, στο εσωτερικό των οποίων καλλιεργούνται μεταμοντέρνα ιδεολογήματα, που ροκανίζουν τον ορθολογισμό τόσο των ευρωπαϊκών εθνών όσο και τον εθνοκρατοκεντρικό χαρακτήρα του εγχειρήματος της ολοκλήρωσης.

Εθνοκρατοκεντρική δομή versus υλισμός

Το ζήτημα της εθνοκρατοκεντρικού χαρακτήρα της ΕΕ versus υλιστικές και διεθνιστικές προσλήψεις του εγχειρήματος σχετίζεται τόσο με τις προαναφερθείσες θέσεις περί μιας εύθραυστης, αλλά και πολύτιμης μετανεοτερικής πορείας όσο και με τις αφετηριακές λειτουργιστικές προβλέψεις και ιδεολογικές παραδοχές για μία υλιστική ανθρωπολογία. Παρά το γεγονός ότι οι τελευταίες βρίσκονται σε αναντιστοιχία με τα οντολογικά χαρακτηριστικά της ΕΕ συνεχίζουν να υπονομεύουν τον μετανεοτερικό εθνοκρατοκεντρικό χαρακτήρα του εγχειρήματος.

Κάθε εθνοκρατικό ή διεθνές εθνοκρατοκεντρικό πολιτικό εγχείρημα είναι ένα άθλημα μεταξύ ορθολογικών και ανορθολογικών πολιτικών επιλογών. Ως ζήτημα στοιχειώδους πολιτικοστοχαστικού ορθολογισμού απαιτείται το εγχείρημα της διαδικασίας ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης να μην χαρίζεται στους διεθνιστές, στους κοσμοπολίτες, στους υλιστές κάθε άλλου είδους και στους νομικιστές. Τονίζουμε ξανά ότι αυτή η θέση, αν και αυτονόητα ορθή για τους περισσότερους, δεν είναι αυτονόητη για μυριάδες θαμώνες των πανεπιστημιακών ιδεολογικοπολιτικών εκπαιδευτηρίων, τα οποία συνεχίζουν μια παρωχημένη και ξεπερασμένη υλιστική παραδοξολογία, που ενσαρκώνεται στα μεταμοντέρνα ιδεολογήματα που περιγράψαμε πιο πάνω.

Χωρίς να επεκταθούμε σε γνωστά ιστορικά γεγονότα υπενθυμίζουμε μόνο ότι η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση είναι προϊόν συγκεκριμένων παραγόντων, εκ των οποίων δύο είναι οι σημαντικότεροι. Ο πρώτος είναι η διεθνής κατανομή ισχύος μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο και ο δεύτερος είναι η αναζήτηση τρόπων εξυπηρέτησης των εθνικών συμφερόντων τόσο στον οικονομικό όσο και στον στρατηγικό τομέα. Παρά το ότι αφετηριακά η διεθνιστική ρητορική ήταν αρκετά διαδεδομένη, το στοίχημα, εντούτοις, ήταν πάντοτε η εθνοκρατοκεντρική οργάνωση των ευρωπαϊκών διακρατικών σχέσεων με τρόπο που θα εκπλήρωνε τα εθνικά τους συμφέροντα ενόψει των οικονομικών και στρατηγικών αλλαγών που προκάλεσε ο πόλεμος.

Μερικοί υποστήριξαν τότε μία διεθνιστική-υλιστική υπερεθνική δομή, που θα εξελισσόταν σε μία ανεξάρτητη ευρωπαϊκή εξουσία. Η πολιτική της νομιμοποίηση, οι ανθρωπολογικές της προϋποθέσεις και το μέγα ζήτημα της πολιτικής ελευθερίας ποτέ δεν διευκρινίστηκαν. Μέχρι και τη δεκαετία του 1960 δεν είναι λίγοι εκείνοι οι οποίοι ερωτοτροπούσαν με ιδεολογικά νοούμενες διεθνιστικοϋλιστικές παραδοχές.

Η κατίσχυση της εθνοκρατοκεντρικής αντίληψης δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν ιδεολογικά υπολείμματα. Είναι τα μεταφυσικά προσδιορισμένα ιδεολογήματα περί «συναρχιών», «υπερεθνικών δημόσιων χώρων», «μετακρατικών πολιτειών» κ.τ.λ. Βασικά, είναι φτωχοί συγγενείς των παρωχημένων λειτουργιστικών θεωριών και στο βάθος της ιδεολογικής σκέψης εύκολα αναγνωρίζονται ελιτίστικες αντιλήψεις, που με ευκολία διολισθαίνουν σε δεσποτικές υπερκρατικές παραδοχές. Βρίσκονται κυριολεκτικά στον αντίποδα της έννοιας δημοκρατία, πολιτική ελευθερία και διεθνές δίκαιο[13].

Η ιδεολογική προκατάληψη τυφλώνει. Γι’ αυτό για τους ιδεολογικά τυφλωμένους είναι αδύνατο να κατανοήσουν ότι ανθρωπολογικές προϋποθέσεις, κοινωνική ετερότητα, δημοκρατία, κοινωνική ελευθερία και πολιτική ελευθερία είναι έννοιες άρρηκτα αλληλένδετες με κάθε πολιτικό σύστημα, το οποίο, αν τις στερηθεί, είναι ευθέως δεσποτικό. Κατιτί ιδεολογικό και βαθύτατα ψυχικό, που επί αιώνες χαρακτηρίζει τις διεθνιστικοϋλιστικές παραδοχές, εξωθεί σε ποικιλόχρωμες ρητές, υπονοούμενες, ψιθυριστές και άλλοτε κραυγαλέες αντιπάθειες για το έθνος, την κυριαρχία και την εθνική κοσμοθεωρία.

Ως εγγενώς υλιστικές αυτές οι παραδοχές, εξάλλου, ουδόλως ενασχολούνται με το κυριότερο ζήτημα κάθε δημοκρατικής πολιτικής οργάνωσης, δηλαδή τον ρόλο των πνευματικών κριτηρίων και παραγόντων στη δημόσια σφαίρα. Αν κάτι λένε γι’ αυτό, είναι είτε περιπλανήσεις μέσα στα θολά βασίλεια των ιδεολογημάτων του μεταμοντερνισμού που θέλουν μία εκμηδενισμένη ανθρωπολογία είτε συνηγορία υπέρ θεσμικών διαταγμάτων που θα διαμορφώσουν και συμμορφώσουν τους πολίτες σε νέα υλιστικά ανθρωπολογικά πρότυπα. Μιας και εξ αντικειμένου δεν διαθέτουν κάποιο μαγικό ραβδί να μετατρέψουν τις φαντασίες τους σε πραγματικότητα, ζουν παρασιτικά μέσα σε ιδεολογικοπολιτικά εκπαιδευτήρια βασανίζοντας φοιτητές και ταλαιπωρώντας όσους αναγνώστες εντυπωσιάζονται, ακόμη, από ακαδημαϊκούς τίτλους.

Τώρα, η πιο πάνω συζήτηση είναι περιττή, αν κανείς απαντήσει ευθέως ένα απλό ερώτημα: 

Προέκυψε μία εθνοκρατοκεντρική διαδικασία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης ή μία διεθνιστικοϋλιστική δομή; Αυτό το ερώτημα πρέπει να είναι ο πυρήνας κάθε ανάλυσης για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Ιδεολογικές αμφιταλαντεύσεις δεν επιτρέπονται, γιατί όσο και να θέλει κανείς να σχοινοβατήσει πάνω σε ενδιάμεσες μορφές ευρωπαϊκής διακυβέρνησης, άλματα δεν χωρούν, γιατί μπορεί να ρίξουν τις ευρωπαϊκές εθνοκρατικές ενότητες στο κενό. Δύο είναι οι νοητές μορφές διεθνούς πολιτικής οργάνωσης στην Ευρώπη και μεταξύ τους είναι θανάσιμα εχθρικές:

Από τη μία πλευρά είναι η διεθνιστική-υλιστική ολοκλήρωση που κατατείνει στην ισοπέδωση ή και στην εκμηδένιση της ανθρωπολογικής ετερότητας. Με ηχηρά απλουστευτικό τρόπο –εκκλήσεις για περισσότερη, πιο ταχύρρυθμη και υπερεθνική ολοκλήρωση ως και αν αυτό να είναι ένα τεχνικό ή απλά τεχνικό ζήτημα– καλεί για ανεξάρτητους υλιστικούς υπερεθνικούς θεσμούς, οι οποίοι θα διαμορφώνουν δήθεν την ποθούμενη υλιστική ανθρωπολογία.

Από την άλλη πλευρά κείται η εθνική κοσμοθεωρία και η εθνοκρατοκεντρική νοηματοδότηση της διαδικασίας ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, που αποτυπώνεται επακριβώς στη μεγαλειώδη κοσμοθεωρητική πρόσληψη του Ντε Γκολ:

1) Είναι συμβατή με τις εθνικές-ανθρωπολογικές προϋποθέσεις.

2) Συνεκτιμά την ύπαρξη ισχυρών εθνοκρατικών κοινωνικών οντοτήτων οργανωμένων σε εθνοκρατική βάση.

3) Δεν πάσχει από αβλεψία μπροστά στο γεγονός ότι η όποια λαϊκή (ή έμμεση) κυριαρχία ασκείται στο εθνοκρατικό επίπεδο.

4) Διαπιστώνει με ακρίβεια ότι πολλές δεκαετίες μετά την έναρξη του εγχειρήματος οι υπερεθνικοί θεσμοί είναι ανθρωπολογικά μηδέν.

5) Θεωρεί τα οικονομικά και πολιτικά κεκτημένα της διαδικασίας ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης ως κατάκτηση των εθνοκρατικών ενοτήτων και όχι ως υπόθεση απάτριδων ιδεολόγων.

6) Προχωρεί σωστά στη διαπίστωση ύπαρξης αιτιών πολέμου τόσο στον κόσμο όσο και στα θεμέλια της ίδιας της ευρωπαϊκής εθνοκρατοκεντρικής δομής.

7) Θεωρεί ανορθολογική ιδεολογική παράκρουση ακόμη και την παραμικρή σκέψη ότι οι εντολοδόχοι υπερεθνικοί θεσμοί θα μπορούσαν να αποκτήσουν εξουσίες ανεξάρτητα των κρατών.

8) Θεωρεί ζήτημα στοιχειώδους πολιτικού ορθολογισμού τον διακυβερνητικό χαρακτήρα του οντολογικά θεμελιωμένου εθνοκρατοκεντρικού εγχειρήματος της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.

9) Θεωρεί θανάσιμο ανθρωπολογικό-πολιτικό δηλητήριο την αποδόμηση των εθνικών προϋποθέσεων από τα μεταμοντέρνα ιδεολογήματα.

10) δεν υποτιμά τα τελευταία, όχι τόσο γιατί διαθέτουν κάποια λογική βάση η επιστημονική υπόσταση, αλλά γιατί ευνοούνται από τη μαζική παραγωγή, τη μαζική κατανάλωση και τα ανεξέλεγκτα διεθνικά πλανητικά φαινόμενα. Δεν τα υποτιμά, επιπλέον, γιατί ο σκοπός τους είναι η ανθρωπολογική εκμηδένιση των πολιτών, η υπονόμευση των πατροπαράδοτων τρόπων ζωής, η συνεπαγόμενη πνευματική αποδόμηση και η ενδημική πλέον καταπολέμηση κάθε πολιτικής υποστασιοποίησης της ανθρωπολογικής ετερότητας.

Αντικρούοντας τη διεθνιστική-υλιστική νοηματοδότηση της πολιτικής, το εθνοκρατοκεντρικό Πολιτικό γεγονός στην Ευρώπη για να είναι συμβατό με τις υποκείμενες εθνοκρατικές προϋποθέσεις απαιτείται α) να είναι αμιγώς διακρατικού χαρακτήρα, β) οι υπερεθνικοί θεσμοί να είναι απαραβίαστα εντολοδόχοι και γ) τα κράτη-μέλη να είναι απαραβίαστα οι εντολείς. Δεν πρόκειται για ζήτημα βαθμίδας αλλά για ζήτημα θεμελιώδους δημοκρατικής αρχής. Ακόμη και η παραμικρή διεθνιστική, κοσμοπολίτικη ή ηγεμονική παρέκκλιση από την αρχή αυτή οδηγεί σε ασυμβατότητες, ανορθολογισμούς και εκκόλαψη δεσποτικών φιδιών.

Η λαϊκή κυριαρχία απαιτείται να ασκείται εκεί όπου υπάρχουν τόσο ανθρωπολογικές προϋποθέσεις όσο και θεσμικές προϋποθέσεις, δηλαδή στο εθνοκρατικό επίπεδο. Γι’ αυτό και πιο πάνω τονίσαμε ότι προϋπόθεση δημοκρατικών προόδων στην Ευρώπη σημαίνει εξορθολογισμό της εθνοκρατικής δημοκρατίας, εκεί δηλαδή όπου διαμορφώνονται τα εθνικά συμφέροντα, τα οποία στη συνέχεια κατατίθενται στις διακυβερνητικές διασκέψεις με τον σωστό τρόπο.

Σωστός τρόπος –και ασφαλώς το «σωστός» δεν σχετίζεται με αξιολογικές προτιμήσεις– είναι η ομοφωνία στη λήψη αποφάσεων στο διακυβερνητικό επίπεδο. Αυτό γιατί η μόνη νοητή σχέση μεταξύ κυρίαρχων κρατών σε μία συνέλευση κυβερνήσεων, όπου όλα τα κράτη συμμετέχουν και διαβουλεύονται ισότιμα, είναι η ομοφωνία στη λήψη αποφάσεων. Το ότι συχνά ανακύπτει η ανάγκη να γίνονται συναλλαγές συμφερόντων για να συγκροτείται πεδίο συναινετικών συγκλίσεων, είναι ένα πρακτικό πολιτικό ζήτημα, που δεν μπορεί να παραβιάζει τη θεμελιώδη δημοκρατική αρχή της ισοτιμίας μεταξύ κρατών[14].

Νοηματοδοτήσεις του «Διακρατικού Πολιτικού» ως υπερκρατικού συστήματος στερούμενου κοινωνικής νομιμοποίησης αντιβαίνει τόσο με γενικότερες δημοκρατικές αρχές όσο και με την αξίωση κυριαρχίας και εθνικής ανεξαρτησίας των εθνοκρατικών κοινωνιών. Η συναινετική λήψη αποφάσεων (συζήτηση μέχρις ότου οι διαπραγματεύσεις να καταλήξουν σε συμφωνία στη βάση συναλλαγών, που αφορούν σε συγκλίνοντα εθνικά συμφέροντα) είναι μία πιθανή προσέγγιση, όταν υπάρχουν ευρωσυστημικές πολιτικές προϋποθέσεις.

Όμως, σε μία δημοκρατικά νοούμενη αντίληψη της πολιτικής δίλημμα μεταξύ αποτελεσματικότητας και δημοκρατίας δεν υπάρχει. Η αποτελεσματικότητα πρέπει να υποτάσσεται στη δημοκρατία και με βάσανο να μεγιστοποιούνται αμφότερα. Ακριβώς, δεσποτισμός είναι κάθε έκκληση υπερεθνικότητας στο όνομα της αποτελεσματικότητας παραβλέποντας τη θεμελιώδη εθνοκρατοκεντρική δομή της ΕΕ[15].

Τονίζουμε ότι ένα πιθανό ευρωπαϊκό Διακρατικό Πολιτικό γεγονός δεν είναι ένα αυτονόητα στερεωμένο τελειωτικό γεγονός. Συναρτάται με εύθραυστες ενδοευρωπαϊκές και στρατηγικές σχέσεις. Εξαρτάται επίσης από τη συμβατότητά του με τις υποκείμενες εθνοκρατικές ανθρωπολογικές προϋποθέσεις.

Ρέπει είτε προς πολιτικό ορθολογισμό είτε προς πολιτικό ανορθολογισμό σύμφωνα με τις ρευστές φιλοσοφικές παραδοχές των μελών των κοινωνιών και των πολιτικών ελίτ και τον τρόπο που νοηματοδοτείται η Πολιτική ενδοκρατικά και υπερεθνικά καθώς επίσης και το πώς νοείται η δημοκρατία και η διακυβέρνηση στην εξίσωση δημοκρατία-αποτελεσματικότητα, που προαναφέραμε.

Συμπλέκεται επιπλέον με μία σειρά από καίρια ζητήματα, χωρίς την κατανόηση των οποίων οι συζητήσεις για την πορεία της ΕΕ είναι προγραμματικά άγονες και άκαρπες. Αφορούν στον ρόλο των ιδεολογιών τον ταραχώδη 20ό αιώνα και στον τρόπο που οι μεταμοντέρνες διεθνικοϋλιστικές παραδοχές και τα πολιτικοστρατηγικά ζητήματα, που σχετίζονται με το εγχείρημα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, προβάλλονται στον 21ο αιώνα[16].

Η ΕΕ και οι προϋποθέσεις εθνοκρατοκεντρικής μετανεοτερικής πορείας

Η ΕΕ ενδεχομένως βρίσκεται σε «καλό δρόμο»: Παρά τα ελλείμματα και τους περιστασιακούς διεθνιστικοϋλιστικούς ανορθολογισμούς, σε σύγκριση με άλλες περιφέρειες βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση εκ του γεγονότος ότι εδραιώθηκε μία εθνοκρατοκεντρική δομή. Στη βάση της βρίσκονται εθνοκρατικές κυριαρχίες, οι οποίες δυναμώνουν ολοένα και περισσότερο προσδιορίζοντας και διαμορφώνοντας έτσι τα οντολογικά και φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά της διαδικασίας ολοκλήρωσης ως ένα εγχείρημα, που ήδη διαθέτει επισφαλή, αλλά έντονα μετανεοτερικά χαρακτηριστικά.

Πάντως, το κύριο χαρακτηριστικό είναι ο εντυπωσιακός τρόπος με τον οποίο οι υπερεθνικοί θεσμοί συγκρατήθηκαν σε ρόλο εντολοδόχου. Ταυτόχρονα, η ειδοποιός διαφορά σε σύγκριση με άλλους διεθνείς θεσμούς έγκειται στο γεγονός ότι η εθνοκρατοκεντρική δομή προικίστηκε με τις προαναφερθείσες ιδιότητες,οι οποίες θα μπορούσαν κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις να επιτρέψουν στο εγχείρημα να επιβιώσει, επειδή θα εξαλείφει ολοένα και περισσότερο τυχόν διεθνιστικά και υλιστικά χαρακτηριστικά. Οι προϋποθέσεις βιωσιμότητας και μετανεοτερικής ανάπτυξης της ΕΕ είναι ακριβώς οι ίδιες που ισχύουν και στο υπόλοιπο διεθνές σύστημα όπως προσπαθήσαμε να τις περιγράψουμε στα κεφάλαια που προηγήθηκαν. Απαιτούν αλλαγή παραδείγματος, το οποίο στη συνέχεια θα εξαφανίσει τις υλιστικές νοηματοδοτήσεις της πολιτικής και θα δημιουργήσει νέες προϋποθέσεις, οι οποίες θα επιτρέψουν την πλήρη ενσωμάτωση των πνευματικών κριτηρίων και παραγόντων σε όλα τα επίπεδα των ηθικοκανονιστικών διαμορφώσεων.

Στο επίπεδο της ΕΕ αυτό σημαίνει ότι οι νομικοπολιτικές αποφάσεις θα πρέπει να συμβαδίζουν με την εθνοκρατοκεντρική φυσιογνωμία του εγχειρήματος. Αλλαγή παραδείγματος σημαίνει ριζοσπαστικές πολιτικές αποφάσεις, που θα κατεδαφίσουν τα υλιστικά τείχη σε οποιοδήποτε επίπεδο και αν κτίστηκαν για να εισρεύσει ο πνευματικός κόσμος των πολιτών συμπεριλαμβανομένης και της μεταφυσικής πίστης στη διαμόρφωση των δημόσιων σφαιρών των εθνών της Ευρώπης και με τρόπο που θα επηρεάσει προσδιοριστικά τη διαδικασία ολοκλήρωσης.

Ο παραμερισμός των υλιστικών ιδεολογιών και η κατίσχυση των εθνικών κοσμοθεωριών δεν χρειάζεται νομικοτεχνικά διατάγματα, γιατί οι πολιτικές προϋποθέσεις είναι από καιρό κτισμένες στο επίπεδο των ανθρωπολογικών προϋποθέσεων των κοινωνικών οντοτήτων, που συναπαρτίζουν την εθνοκρατοκεντρική δομή της ΕΕ και που γεμίζουν περιεκτικά τις εθνοκρατικές δομές. Τυχόν άποψη ότι οι εθνικές κοσμοθεωρίες επηρεάζουν αρνητικά τις πολιτικές σχέσεις είναι μία παρωχημένη θέση, που καλλιεργήθηκε επί μακρόν από τις υλιστικές ιδεολογίες, αλλά που στην πράξη δεν ισχύει.

Άλλα είναι τα αίτια πολέμου και όχι οι πνευματικού χαρακτήρα εθνικές κοσμοθεωρίες. Η αποδέσμευση των εθνικών κοσμοθεωριών θα διεγείρει τα δημοκρατικά αντανακλαστικά των πολιτών για να επεξεργαστούν τρόπους εγκατάλειψης της διχοτόμησης κοινωνίας και εξουσίας, που δημιουργεί το καθεστώς έμμεσης αντιπροσώπευσης και καλλιέργειας προϋποθέσεων άμεσης δημοκρατίας, η οποία, όπως είπαμε, στη συγκαιρινή εποχή είναι πολύ πιο εφικτή απ’ ότι στην κλασική εποχή.

Οι εθνικές κοσμοθεωρίες δυναμώνουν τις εθνοκρατικές δομές, στερεώνουν το εθνοκρατοκεντρικό σύστημα της ΕΕ, εξορθολογούν δημοκρατικά τις εθνοκρατικές δημόσιες σφαίρες, εξορθολογούν τη συγκρότηση των εθνικών συμφερόντων και εξορθολογούν τη διακυβερνητική διαπραγμάτευση, η οποία, όπως είπαμε, μπορεί να νοηθεί μόνο ως συναινετικός τρόπος συμψηφισμού συμφερόντων και υιοθέτησης κοινών θέσεων, κοινών στάσεων και νομικών ρυθμίσεων, που ενσωματώνονται από κοινού στις εθνικές δημόσιες σφαίρες.

Όλα αυτά καθιστούν αυτονόητο, πλέον, ότι αποστολή των υπερεθνικών θεσμών μπορεί να είναι μόνο η πιστή και υπάκουη χωρίς παρεκκλίσεις προσφορά υπηρεσιών στους εντολείς τους, που είναι τα έθνη-κράτη. Στερούμενη διεθνιστικών παρακρούσεων η ΕΕ μάλλον έχει πολύ μέλλον ως ένα μετανεοτερικό εθνοκρατοκεντρικό σύστημα, και viceversa.
[1]Το θολό βασίλειο της ΕΕ. Προσεχώς θα δημοσιευθεί μονογραφία με τίτλο Το θολό βασίλειο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης (Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 2009), στο οποίο ζητήματα που θίγονται στο παρόν κεφάλαιο θα εξεταστούν βαθύτερα και εκτενέστερα. Πολλές πτυχές που θίγονται εδώ, επιπλέον, βρίσκονται εκτενέστερα αναλυμένες στην μονογραφία Εθνική Κοσμοθεωρία(Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 2009), η οποία μόλις κυκλοφόρησε. Όπως είναι φυσικό, δεν επαναλαμβάνω προηγούμενες αναλύσεις, αλλά κτίζω πάνω σε αυτές. Οι προγενέστερες μονογραφίες του υποφαινόμενου για τα φαινόμενα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, της ευρωπαϊκής άμυνας, ασφάλειας και διπλωματίας και των ευρωατλαντικών σχέσεων με χρονολογική σειρά είναι οι εξής: IfestosP., EuropeanPoliticalCooperation. Towards a Framework of Supranational Diplomacy?,Gower, Aldeshot, UK, 1987. Ifestos P., Nuclear Strategy and European Security Dilemmas. TowardsanAutonomousEuropeanDefenceSystem?,Gower, Aldeshot, UK.ΉφαιστοςΠ. «ΗαίτησηένταξηςτηςΚύπρουκαιηδιεύρυνσητηςΕΕ», μέροςΒ’ στοΉφαιστοςΠ., Τσαρδανίδης Χ., Οι σχέσεις της Κύπρου με τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες 1972-1992,Παπαζήσης, Αθήνα, 1990.Ήφαιστος Π., «Το ευρωπαϊκό σύστημα ασφαλείας προς το 2000» στο Ήφαιστος Π., Τσαρδανίδης Χ., Το ελληνικό σύστημα ασφαλείας και η ελληνική εξωτερική πολιτική προς το 2000, Σιδέρης, Αθήνα, 1991. Ήφαιστος Π.,Ευρωπαϊκή άμυνα και ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Ευρώπη των πολλών ταχυτήτων κατά της Ευρωπαϊκής Ιδέας, Οδυσσέας, Αθήνα, 1994. Ήφαιστος Π., Θεωρία διεθνούς και ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, Ποιότητα, Αθήνα, 1999. Ήφαιστος Π, Διπλωματία και στρατηγική των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων, Γαλλίας, Μεγάλης Βρετανίας, Γερμανίας, Ποιότητα, Αθήνα, 2000, γ΄ έκδ. Ήφαιστος Π., Κοσμοθεωρητική ετερότητα και αξιώσεις πολιτικής κυριαρχίας. Ευρωπαϊκή άμυνα, ασφάλεια και πολιτική ενοποίηση, Ποιότητα, Αθήνα, 2001)
[2]Εθνοκρατοκεντρική ΕΕ. Όταν ένα πολιτικό φαινόμενο καταμαρτυρείται διυποκειμενικά οι πολλές συζητήσεις όχι μόνο δεν ωφελούν, αλλά επιπλέον βλάπτουν την πολιτική σκέψη. Σε κάθε περίπτωση, η ΕΕ όχι μόνο καταμαρτυρούμενα είναι εθνοκρατοκεντρική, αλλά επιπλέον πλήθος επιστημονικών μελετών το επιβεβαιώνουν ξανά και ξανά. Θεωρώ, βασικά, ότι η επιστημονική συζήτηση εξαντλήθηκε το 1966, όταν ο StanleyHoffmann δημοσίευσε τις εμβληματικές τους αναλύσεις, που οδήγησαν στις παραδοχές Haas. Στη συνέχεια ένας αριθμός έγκυρων εμπειρικών μελετών επιβεβαίωσαν το «παράδοξο» της συμβίωσης μιας ιδιόμορφης υπερεθνικής δομής διακυβερνητικά ελεγχόμενης με ένα ολοένα και πιο ισχυρό και εμπεδωμένο διακυβερνητικό σύστημα. Εμείς εδώ το αναφέρουμε όχι ως ένα παράδοξο αλλά ως ένα εύθραυστο μετανεοτερικό εγχείρημα, που βρίσκεται σε πλήρη συμβατότητα με τα έθνη-κράτη, την κυριαρχία των οποίων όχι μόνο δεν θίγει, αλλά και δυναμώνει ουσιωδώς. Στο σημείο αυτό θα ήθελα να επισημάνω το γεγονός ότι οι επιστημονικές συζητήσεις διχοτομούνται: Από τη μία είναι οι επιστημονικά βάσιμες, που επιστημολογικά εδράζονται στην παραδοχή των οντολογικών χαρακτηριστικών επιχειρώντας να φωτίσουν τα δομικά, λειτουργικά και πολιτικά χαρακτηριστικά και από την άλλη οι ιδεολογικά προσανατολισμένες ανεδαφικές και απογειωμένες αναλύσεις. Όπως συνέβαινε πάντοτε στον χώρο των ιδεών, οι τελευταίες αριθμητικά αυξομειώνονται ανάλογα με τη ζήτηση ιδεολογικοπολιτικής προπαγάνδας.
Μετά από πολλές δεκαετίες συζητήσεων είναι ζήτημα στοιχειώδους πολιτικοστοχαστικής στάσης κανείς να αποστασιοποιείται από τις ιδεολογικές προσεγγίσεις, που, όπως ήδη τονίσαμε, είναι προπαγανδιστικού και όχι επιστημονικού χαρακτήρα. Αναγνωρίζονται εύκολα από το γεγονός ότι είναι σπουδαιοφανώς στολισμένες και γεμάτες μεταφυσικά προσδιορισμένους ακατανόητους όρους καθώς και κανονιστικά εμπνευσμένες. Προτάσσουν θεσμούς στο κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι, διολισθαίνουν στο επιστημονικά ανεπίστρεπτο παράπτωμα να υποστηρίζουν την ανθρωπολογική διαμόρφωση διαμέσου θεσμών που αυτοί προτάσσουν, απεχθάνονται τις εθνικές κοσμοθεωρίες, μισούν τον πολιτισμό του έθνους και οτιδήποτε αυτό ενσαρκώνει, μυωπικά βασανίζονται για να αποδείξουν ότι η εθνοκρατική κυριαρχία είναι ξεπερασμένη και το εκκρεμές των ιδεολογικών τους θέσεων κυμαίνεται από ανατρεπτικές «κριτικές κονστρουκτιβιστικές» θέσεις μέχρι τη θέση ότι οι υπερεθνικοί θεσμοί μπορούν να αποκτήσουν (κατεξουσιαστικές, όπως είπαμε) αρμοδιότητες ανεξάρτητες των κρατών και των κοινωνιών τους.
[3]Θεωρία ολοκλήρωσης, κύριες παραδοχές. Για τους σκοπούς του παρόντος θα μπορούσαμε να πούμε τα εξής στοιχειώδη και ουσιώδη για τις κύριες παραδοχές της ολοκλήρωσης.
Πρώτον, τις πρώτες δεκαετίες η συζήτηση στο επιστημονικό πεδίο κυριαρχούταν από υλιστικές παραδοχές και συμπυκνωνόταν στη διαμάχη μεταξύ διαφόρων ρευμάτων του λειτουργισμού, για το πώς και με ποια χρονοδιαγράμματα θα ροκανιστούν, θα αποδομηθούν και θα αντικατασταθούν οι εθνοκρατικές δομές με μία νέα διεθνιστική «πολιτική κοινότητα» υλιστικά νοούμενη.

Δεύτερον, κανείς δεν «τόλμησε», επιστημονικά μιλώντας, να γράψει για τις ανθρωπολογικές προϋποθέσεις. Το αντίθετο συνέβη. Το λειτουργιστικό επιστημονικό θέατρο του παραλόγου θεωρούσε αυτονόητο και δεδομένο ότι ο ευρωπαίος άνθρωπος θα προσαρμοστεί σε μια αμιγώς λειτουργιστική υπερεθνική δημόσια σφαίρα που θα διαθέτει υπερεθνικούς θεσμούς οι οποίοι θα είναι ανεξάρτητες μεταβλητές που θα ρυθμίζουν μια ολοκληρωμένη ευρωπαϊκή κοινωνία. Η πίστη και η νομιμοφροσύνη θα είναι υλιστικά και όχι πνευματικά νοούμενη. Μερικοί υπέβαλλαν στον «επιστημονικό διάλογο» και ειρηνιστικά στολισμένες ιδέες για «θεσμούς που θα φτιάξουν μια νέα πανευρωπαϊκή κοινωνία» σύμφωνα με λειτουργίες και τα οφέλη (ιδέες που στις μέρες μας ακούονται ολοένα και περισσότερο από ακραίους υλιστές που ενδημούν στα πανεπιστημιακά ιδεολογικοπολιτικά εκπαιδευτήρια και που προτάσσουν θεσμικές, νέο-θεσμικές, κριτικές κονστρουκτιβιστικές και άλλα υλιστικά εμπνευσμένα ιδεολογήματα ανθρωπολογικών καλουπιών κανονιστικά νοούμενων).

Τρίτον, τη δεκαετία του 1960 η συζήτηση αυτή τερματίστηκε. Ο λειτουργισμός ως περιρρέουσα πολιτικοστοχαστική παραδοχή υπέστη τρία θανάσιμα πλήγματα:
α) Στον πολιτικό στίβοο Ντε Γκολ τους έβαλε τις υλιστικά νοούμενες ιδέες υλιστικών υπερεθνικών θεσμών στο πολιτικό χρονοντούλαπο διακηρύσσοντας συνάμα ότι η Γαλλία δεν συζητά με απάτριδες, ότι η λαϊκή κυριαρχία θα ασκείται εκεί που υπάρχουν άνθρωποι, ότι στα ζητήματα ζωτικού εθνικού συμφέροντος θα ισχύει μόνο ομοφωνία και ότι οι υπερεθνικοί θεσμοί θα είναι εντολοδόχοι, ενώ οι διακυβερνητικοί θα ενισχυθούν. Όπερ και όλα αυτά αποτέλεσαν τη βάση περαιτέρω πορείας και διαμόρφωσης της διαδικασίας ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Με τη λογική του «συμβιβασμού του Λουξεμβούργου», εξάλλου, δεν λειτούργησε μόνο η Γαλλία, αλλά και όλα ανεξαιρέτως τα υπόλοιπα κράτη-μέλη (μάλιστα, έχοντας γενικεύσει την απαίτηση για ομοφωνία και σε μη ζωτικά ζητήματα – έτσι σιγά σιγά καθιερώθηκε η εθιμική πρακτική των συναινετικών αποφάσεων μετά από ανεξάντλητες συζητήσεις).
β) Στο επιστημονικό πεδίο μνημειώδεις αναλύσεις επιστημόνων της παραδοσιακής προσέγγισης, όπως οι Stanley Hoffmann και ο Raymond Aron, υποχρέωσαν τον ταγό των λειτουργιστών Ernst Haas γιαυπαναχωρήσειςμε τίμιες παραδοχές. Βασικά, ομολόγησε ότι έκανε σοβαρό επιστημονικό σφάλμα και ότι τα ωφελιμιστικά κτίσματα μπορεί να γίνουν εύκολα θρύψαλα, αν δεν θεμελιωθούν με ανθρωπολογικές προϋποθέσεις. Οι λειτουργιστές, που αριθμούσαν μερικές χιλιάδες ιδεολογικά σκεπτόμενων πανεπιστημιακών, κατατρομαγμένοι έκτοτε δεν φιλοδόξησαν να μιλήσουν για το «end-product» της διαδικασίας ολοκλήρωσης και κατά χιλιάδες –μιας και έπρεπε να συνεχίσουν να βγάζουν το ψωμί τους– επιδίδονται να φτιάξουν το λειτουργικό μωσαϊκό βάζοντας κομματάκια μικροθεωρητικών πορισμάτων για τεχνικού χαρακτήρα πτυχές του εγχειρήματος. Όπως εξήγησα και σε σχετική δημοσίευση, μερικές από αυτές τις αναλύσεις από τεχνικής πλευράς είναι όντως χρήσιμου χαρακτήρα. Δεν είναι όμως απαγωγική ή επαγωγική επιστήμη που οδηγεί σε μία ολιστική ερμηνεία.
γ) Έκτοτε οδηγηθήκαμε στα εξής ευτράπελα. Η παταγώδης ήττα των λειτουργιστών διευκόλυνε την είσοδο του νεοφιλελεύθερου ιδεολογήματος, που βασικά σύμφωνα και με τις γενικότερες ηγεμονίστικες παραδοχές παρήγαγε ιδέες περί διαβάθμισης της κοινότητας με κριτήρια ισχύος (υπήρξαν σφοδρές αντιδράσεις από όλες τις πλευρές συμπεριλαμβανομένων λειτουργιστών). Παράλληλα, τα κενά που δημιουργήθηκαν στον χώρο των επιστημονικά κατατροπωμένων λειτουργιστών γέμισαν ιδεολογήματα ή θεωρήματα διαφόρων κριτικών καταβολών,τα οποία προσαρμοσμένα στην ευρωπαϊκή πραγματικότητα έγιναν από μικρά τερατάκια, που είναι τεράστια στοχαστικά τέρατα. Παλαιοθεσμικοί που αυτονομάστηκαν νέοι θεσμικοί, παλαιοί οπαδοί του Habermans που δεν γνωρίζουν ότι ο τελευταίος άλλαξε απόψεις, αναμίχθηκαν με κριτικούς κονστρουκτιβιστές, οι κριτικοί διακτινίστικαν, όπως βόλευε κάθε συγγραφέα, όπως ταίριαζαν στις ιδεολογίες κάποιων ομοϊδεατών τους και όπως επίτασσε ο ιδεολογικός έλεγχος κάποιων «περιοδικών αξιολογητών» από κάποιους ταλιμπάν των ιδεολογικοπολιτικών εκλογικεύσεων. Αυτά είναι μερικά μόνο πολύ γνωστά γεγονότα της ευρωπαϊκής ιδεολογικοπολιτικής ζούγκλας, που κυριαρχείται από μονοσήμαντους υλιστές,οι οποίοι, αφού κατατεμαχίστηκαν επιστημονικά, φόρεσαν πολύχρωμα κριτικά υλιστικά και άλλες ασυνάρτητες μεταμφιέσεις.
Αυτά μας οδηγούν στην τρίτη επισήμανση, που μπορεί να διατυπωθεί μονολεκτικά: Ο πολιτικοστοχαστικός κυκεώνας είναι αδιάφορος για τις κοινωνίες μιας και εκτός του ότι τα μέλη τους δεν γνωρίζουν τι τεκταίνεται στα πανεπιστημιακά ιδεολογικοπολιτικά εκπαιδευτήρια –αλλού επισημαίνω πως αν γνώριζαν θα τερμάτιζαν τους σπάνιους κοινωνικούς πόρους που διαθέτουν–, καταμαρτυρείται ότι όχι μόνο δεν εγκατέλειψαν τα έθνη τους, αλλά επιπλέον δημιούργησαν μία εθνοκρατοκεντρική δομή, τα οντολογικά χαρακτηριστικά της οποίας περιγράφουμε εντός κειμένου.
[4]Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και αφετηριακές διεθνιστικές θέσεις.Πολλές αφετηριακές ιδεολογικές θέσεις υπέρ της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης συνέδεαν τους σκοπούς και τα μέσα της περιφερειακής ολοκλήρωσης με το πρόβλημα της ειρήνης και του πολέμου στον ευρύτερο διεθνή χώρο και με την ανάπτυξη «πολιτικής κοινότητας» και κανονιστικών δομών πέραν των ορίων των κρατών του διεθνούς συστήματος(βλ. Deutsch Karl W., Edinger Lewis, Makridis Ray, Merritt Richard, France, Germany and the Western Alliance. A Study of Edites, Attitudes on European Integration and World Politics,ch. Scribner’s Sons, N.Y., 1967καιEtzioni Amitai, Political Unification, A Comparative Study of leaders and Forces, Holt, Rinehart and Winston, inc. N.Y. Chicago, 1965).Η πιο σημαντική πολιτική και ιδεολογική προωθητική δύναμη στις απαρχές του εγχειρήματος της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, ήταν η ιδέα πως οι καταστροφές του δύο παγκοσμίων πολέμων δεν πρέπει να επαναληφθούν και πως επιβάλλεται αναζήτηση νέων προσεγγίσεων προώθησης διεθνών κανονιστικών δομών, που θα αποκλείουν επανάληψη των πολέμων.
Εδώ ακριβώς είναι και το πρόβλημα: Αντί να εκτιμηθούν σωστά τα αίτια πολέμου ενοχοποιήθηκαν οι εθνοκρατικές δομές και το έθνος με αποτέλεσμα να στραφούν προς ιδεολογικές κατευθύνσεις. Το ζήτημα αυτό είναι καίριο, γιατί κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου η συζήτηση αφορούσε ακριβώς στο κατά πόσο το μεταπολεμικό διεθνές σύστημα θα ήταν εθνοκρατοκεντρικό (κυριαρχία ως καθεστώς και η εθνική ανεξαρτησία ως κοσμοθεωρία) ή κατά πόσο θα επιδιωχθεί μία παγκόσμια ενότητα ή κάποια κυβέρνηση των κυβερνήσεων(βλ. Lipgens W., «European Federation in the Political Thought of Resistance Movements During World War II»στο Willis R., επιμ., European Integration,New Viewpoints, NY, 1975). Επιλέχθηκε το πρώτο και έτσι οδηγηθήκαμε στον ΟΗΕ, που έχει ως άξονα την κρατική κυριαρχία, είναι δηλαδή κρατοκεντρικός οργανισμός. Αυτές οι συζητήσεις, επισημαίνουμε, λάμβαναν χώρα εν μέσω ιδεολογικών, συμπληγάδων που κυριάρχησαν ήδη στις αρχές του αιώνα και στη βάση των οποίων στηνόταν η ψυχροπολεμική αντιπαράθεση των ναυτικών με τις ηπειρωτικές δυνάμεις.

Εκατέρωθεν είχαν ήδη κυριαρχήσει δύο υλιστικές διεθνιστικές ιδεολογίες, όπως είπαμε, διαφορετικού περιεχομένου, αλλά μορφικά πανομοιότυπες. Στην Ευρώπη, πάντως, η επιλογή της εθνοκρατικής αντίληψης δεν ήταν κυρίαρχη και οι διεθνιστικές και κοσμοπολίτικες αντιλήψεις συγχωνεύτηκαν σε αυτό που ονομάζεται «ευρωπαϊκή ιδέα», ένα δηλαδή σύστημα απίστευτων αντιφάσεων, αντιθέσεων και λογικών αλμάτων (μέχρι και τον Καρλομάγνο θεωρούν «πρόγονο» της «ευρωπαϊκής ιδέας»). Μεταπολεμικά, η διαδικασία περιφερειακής ολοκλήρωσης στην Ευρώπη επηρεαζόταν πάντοτε τόσο από ιδεολογικά κριτήρια,όσο και από τις κατά περίπτωση κρατούσες συνθήκες του ευρύτερου διεθνούς συστήματος. Σημασία για τη συζήτησή μας εδώ έχει το γεγονός ότι δραστήριοι πολιτικοί και διανοούμενοι στην αφετηρία θεωρούσαν την περιφερειακή ολοκλήρωση ως την απαρχή παγκόσμιας ενοποίησης. Ο Amitai Etzioni (βλ. ό.π. σ. x), για παράδειγμα, αρχίζει το πολυσυζητημένο έργο του για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση ως εξής: «Το πιο ελκυστικό και ακαταμάχητο χαρακτηριστικό της περιφερειακής ολοκλήρωσης είναι ότι η ανάδειξη περιφερειακών (πολιτικών) κοινοτήτων προσφέρει τη γέφυρα που θα οδηγήσει από ένα αλλόκοτο κόσμο εκατό κρατών στη δημιουργία ενός ανάλογου κόσμου σταθερότητας και δίκαιης ειρήνης» (themostcompellingappealofregionalismisthattheriseofregionalismisthattheriseofregionalCommunitiesmayprovideastepping-stoneonthewayfromaworldofahundred-oddstatestoaworldofastableandjustpeace).

Αντίστοιχα, σ’ ένα ακόμη εμβληματικό βιβλίο, το DeutschKarlW., BurrellSidneyA. κ.ά.,PoliticalCommunityandtheNorthAtlantic Αrea, International ΟrganizationintheLightofHistoricalExperience (PrincetonUniversityPress, Printeton, NewJersey, 1957), αρχίζουν την πραγματεία τους για τη δημιουργία πολιτικής κοινότητας στον βορειοατλαντικό χώρο με την επισήμανση πως η εργασία τους δεν αφορά μόνο την Ευρώπη, αλλά και τον πόλεμο και την ειρήνη στον υπόλοιπο κόσμο (βλ. σ. 3). Πιο επιφυλακτικοί από άλλους αναφέρουν,επίσης, ότι η ολοκλήρωση είναι ένα σύνθετο πρόβλημα και πως η σύνδεση της «ειρήνης» με τη «δικαιοσύνη», την «ελευθερία» και την «τάξη» στον διεθνή χώρο είναι μία πολύ δύσκολη υπόθεση.
[5]Λαϊκισμός.Το ιδεολογικό φαινόμενο και ο λαϊκισμός δημιουργεί εκρηκτικό μίγμαπου προκαλεί γενικευμένο πολιτικό ανορθολογισμό. Εδώ, όμως, δεν χρησιμοποιούμε τον όρο με τη συνήθη συμβατική του έννοια. Όπως και σε πολλά άλλα υιοθετώ την εύστοχη τυπολογία του Παναγιώτη Κονδύλη, που αναγάγει και ερμηνεύει τον όρο στην πλανητική εποχή.
Συντομογραφικά, σύμφωνα με τον Κονδύλη πως ο εκτοπισμός της ιδέας της ιεραρχίας και του ρόλου, που ακόμη επιβίωναν στην αστικοφιλελεύθερη εποχή, έπρεπε να σαρωθεί για να επιταθεί η εναλλακτικότητα και η προσωρινότητα των ρόλων, που επιτάσσουν οι λειτουργικές ανάγκες της εποχής της μαζικής παραγωγής και της μαζικής κατανάλωσης. Υπό αυτές της αντιφατικές συνθήκες, όμως, η γεφύρωση της ανάγκης για εξουσία, για σταθερές δομές και για λειτουργικούς μηχανισμούς απαιτούσε επίλυση του προβλήματος της διάστασης μεταξύ πραγματικότητας και διακηρύξεων. Βασικά, σήμαινε ρητορική, που θα μετέτρεπε την ταξική κυριαρχία σε μία κυριαρχία ενός ρευστού μίγματος ελίτ, που δεν διέθετε παραδοσιακές κοινωνικές προϋποθέσεις.

Ο μεταμοντερνισμός, που γιγαντώθηκε τον 20ό αιώνα ισοπεδωτικά και απλουστευτικά προβλέπει ή προϋποθέτει την εξάλειψη των ουσιών και των νοημάτων, την ισοπέδωση των ιεραρχιών και τη δημιουργία ατομιστών, φιλοτομαριστών και ηδονιστών, που είναι ανταλλάξιμοι, μετακινήσιμοι και αντικαταστάσιμοι ανώνυμοι συντελεστές μιας πνευματικά εκμηδενισμένης ανθρωπολογίας. Έτσι ευνοούνται η αστικοποίηση, ο ανθρωπολογικός εξομοιωτισμός και οι διαρκείς κατατμήσεις, που επιτρέπουν την εύρυθμη λειτουργία ενός τεχνόμορφου οικονομικιστικού συστήματος. Στο επίπεδο των ελίτ υλιστικά οφέλη και χρησιμοθηρικές επιδιώξεις εκπληρώνονται με ευέλικτες στάσεις και συμπεριφορές στον λαβύρινθο των αντιφάσεων και αντιθέσεων, που δημιουργεί ένας ανθρωπολογικά αποδομημένος και αποκλειστικά υλιστικά οργανωμένος κόσμος. Μία τέτοια εξουσία καμία σχέση δεν έχει με δημοκρατία και ας είναι μεταμφιεσμένη ως έμμεση αντιπροσώπευση. Σκοπός μπορεί να είναι μόνο το ίδιο όφελος: Η φιλαυτία και ο ηδονισμός ευέλικτα προσαρμοσμένων εξουσιαστικών ομάδων, που θα διακινούνται και θα ανεμοκατεβαίνουν στο εσωτερικό του τεχνόμορφα δομημένου κόσμου.

Μία τέτοια τεχνόμορφη και λειτουργιστικά νοούμενη δομή σημαίνει ότι για να μπορούν οι κυβερνώντες να αντιμετωπίζουν τους εκάστοτε αντιπάλους εντός και εκτός της ελίτ και για να μπορούν να είναι μόνιμα όργανα άσκησης εξουσίας, η κοινωνία θα πρέπει να είναι κατατμημένη σε άτομα πάνω στα οποία θα επιβάλλονται εξισωτικές αρχές και στάσεις (βλ. Κονδύλης Π., Η παρακμή του αστικού πολιτισμού, Θεμέλιο, Αθήνα, 1992, σ. 241, verbatim). Τα ελίτ, λοιπόν, θα πρέπει να επηρεάζουν το εκλογικό σώμα της έμμεσης αντιπροσώπευσης, αλλά και να έχουν ευαίσθητες κεραίες στη «λαϊκή βούληση» και να κατευνάζουν –έστω και ως «φόρο τιμής»– διαδεδομένες ιδέες, που κολακεύουν την εξισωμένη λαϊκή μάζα.

Έτσι, οδηγεί σε υποσχέσεις εκπλήρωσης σκοπών χωρίς πραγματολογικό αντίκρισμα και σε επίφαση ισότητας: «Η πολιτική αδιαφορία, που συναρτάται με την αναγωγή της πολιτικής σε επαγγελματική απασχόληση, και ο λαϊκισμός, που αναγκάζει τον απασχολούμενο με την πολιτική να ακολουθεί ορισμένη συμπεριφορά, συμπορεύονται μέσα στη μαζική δημοκρατία και σημαδεύουν τη φυσιογνωμία της. (…) Λαϊκισμός λοιπόν είναι ο τρόπος με τον οποίο γεφυρώνεται (προσωρινά) η αντίφαση ανάμεσα στην αρχή της γενικής ισότητας και στην (προσωρινή) έμπρακτη εξουσία μιας ελίτ μέσα στις συνθήκες μαζικοδημοκρατικής πολιτικής» (ό.π. σ. 241-2).

Πέραν αυτών των τάσεων, που στις δυτικές κοινωνίες όπως όλοι γνωρίζουμε γενικεύονται ολοένα και περισσότερο, στο επίπεδο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης εκδηλώνεται ως ένα νεφελώδες ιδεολόγημα, που αλλάζει πρωτεϊκά ανάλογα με τα χείλη που το εκφέρει. Κύριο χαρακτηριστικό είναι η συγκάλυψη της πραγματικότητας και η δημιουργία ενός πέπλου άγνοιας ή μεγεθυμένων παραστάσεων που συσκοτίζει. Η πραγματικότητα είναι ότι οι πολίτες των εθνοκρατικών ενοτήτων της Ευρώπης, για να βελτιώσουν τη δημοκρατία τους στο επίπεδο της κάθε χώρας και για να την οδηγήσουν σε ανώτερες βαθμίδες πολιτικής ελευθερίας, απαιτείται να βαθαίνουν και να εξορθολογούν την άσκηση λαϊκής κυριαρχίας αξιώνοντας άμεση δημοκρατίας. Το πέπλο άγνοιας και συσκότισης του λαϊκισμού, όμως, δημιουργεί ένα θολό ιδεολογικό βασίλειο (συνήθως αναφέρονται θολές έννοιες, όπως «ευρωπαϊκή ιδέα» εννοώντας εμμέσως πλην σαφώς μία τεχνόμορφη λειτουργιστική Ευρώπη κυβερνούμενη από εξωπολιτικούς θεσμικούς και άλλους παράγοντες), που εξανεμίζει τη λαϊκή κυριαρχία στους υπερεθνικούς και διακυβερνητικούς λαβύρινθους.

Έτσι: Πρώτον, χαλαρώνει ο έλεγχος πάνω στους υπερεθνικούς θεσμούς, οι οποίοι, όπως αιτιολογημένα εξηγήσαμε, απαιτείται να είναι αυστηρά ελεγχόμενοι από τα διακυβερνητικά όργανα. Δεύτερον, δημιουργείται σύγχυση για τον ρόλο των διακυβερνητικών οργάνων, για τη διακρατική ισότητα στο επίπεδο αυτών των οργάνων και για τα περιθώρια που τα όργανα αυτά χέρι χέρι με τους υπερεθνικούς θεσμούς μπορούν να παρακάμπτουν τη λαϊκή κυριαρχία, εκεί όπου μπορεί να ασκηθεί, δηλαδή, το εθνοκρατικό. Συνάμα, ένα όργανο, το Ευρωκοινοβούλιο, δήθεν αντιπροσωπευτικό (με τρόπο όχι έμμεσο αλλά άμεσο) επιτείνει την κυκλοφορία εξωπολιτικών δρώντων, που κατορθώνουν να αποκτούν καταχρηστικές διανεμητικές εξουσίες. 

Στην Ευρωβουλή, υπενθυμίζω, κάποιοι εκλέγονται σε έμμεση εθνική βάση, τους παρέχεται έμμεση εντολή άσκησης σε ένα επίπεδο εξουσίας, όπου οι πολίτες εντολείς έχουν ελάχιστη ή καθόλου εποπτεία, αναπόδραστα αυτονομούνται από τα κοινωνικά σώματα στα οποία ανήκουν και για τη διαμόρφωση των θέσεων συναλλάσσονται με σεκταριστικά συμφέροντα διαμεσολάβησης, δημιουργώντας έτσι μία αναπαραγωγή της σχέσης υπηκόων πολιτών στο ευρωπαϊκό επίπεδο. 

Η διχοτόμηση, κοινωνίας και εξουσίας για την οποία μιλήσαμε στα προηγούμενα κεφάλαια, για τα καθεστώτα έμμεσης αντιπροσώπευσης καθίσταται έτσι κάτι το μόνιμο και βαθύ. Τρίτον, εν μέρει τουλάχιστον διανοίγονται περιθώρια για υπερεθνική αυθαιρεσία: Οι υπερεθνικοί θεσμοί από εντολοδόχοι των κρατών-μελών αποκτούν αρμοδιότητες εντολέα και η απόσταση μεταξύ όχι μόνο των πολιτών αλλά και των κρατών από τους υπερεθνικούς μπορεί να γίνει και αστρονομική.
[6]Εθνικό συμφέρον, εθνοκρατοκεντρική δομή, «ευρωπαϊκό συμφέρον». Το ότι τα εθνικά συμφέροντα είναι η ουσία της Κοινοτικής διαπραγμάτευσης, κύρια αποστολή της οποίας είναι η αναζήτηση διασυνδέσεων και συγκλινόντων συμφερόντων απορρέει από τον εθνοκρατοκεντρικό χαρακτήρα του εγχειρήματος. Υπάρχει άβυσσος διαφοράς μεταξύ μιας Ευρώπης κοινωνικοπολιτικά χαλαρής νοούμενης ως συνονθυλευματικό άθροισμα ατομιστών-καταναλωτών στα μεταμοντέρνα πρότυπα χωρίς στέρεες κοσμοθεωρίες και μιας Ευρώπης εθνικά στέρεων εθνικών προϋποθέσεων, οι οποίες συμμετέχουν ισότιμα, και χωρίς εθνικά συγκροτημένα κράτη, των οποίων οι αντιπρόσωποι με αυτοπεποίθηση και καθαρό πολιτικό μυαλό συζητούν και συναλλάσσονται στους διακυβερνητικούς θεσμούς –τους οποίους οι υπερεθνικοί θεσμοί θα υπηρετούν χωρίς την παραμικρή παρέκκλιση– στη βάση των εθνικών συμφερόντων.
Το τελευταίο, εντέλει, αν και αποτελεί την ισχύουσα νομικοπολιτική προσέγγιση, η διακυβερνητική μέθοδος διαφθείρεται και υπονομεύεται από κοσμοπολίτικες σχοινοβασίες, ασθενείς πολιτικές νοηματοδοτήσεις του εθνοκρατικού φαινομένου, φοβίες περί εθνικισμού που προκαλούν οι πολυπληθείς πλέον μεταμοντέρνοι τρομοκράτες του πνεύματος και η πνευματική κάμψη λόγω επιρροών φανατισμένων διεθνιστών ή κοσμοπολιτών, που δεν κατανοούν ή δεν θέλουν να κατανοήσουν τη σημασία του γεγονότος ότι η Ευρώπη είναι θεμελιωδώς εθνοκρατικά δομημένη και ότι οι ευρωπαϊκές κοινωνίες είναι προσηλωμένες στις δικές τους εθνικές κοσμοθεωρίες. Αυτή είναι μία ορθολογιστική επισήμανση, που απορρέει από κάθε μη ιδεολογική παρατήρηση της ανθρωπολογικής δομής της Ευρώπης μισό αιώνα μετά την έναρξη του εγχειρήματος της ολοκλήρωσης. Είναι δεοντολογικά-επιστημονικά αναγκαίο, όπως ήδη είπαμε, η επιστήμη να είναι συμβατή με την ανθρώπινη οντολογία και ιδιαίτερα τα γιγαντιαία κοινωνοκοοντολογικά γεγονότα, μπροστά στα οποία ο κάθε μεμονωμένος άνθρωπος, εκτός και αν διακατέχεται από γενοκτονικά σύνδρομα, γονατίζει με δέος.

Το ότι όλοι οι φορείς διεθνιστικών και κοσμοπολίτικων παραδοχών δεν το κατανοούν μας είναι επιστημονικά παντελώς αδιάφορο. Τη στιγμή που η Ευρώπη ιστορικοπολιτικά δομήθηκε εθνοκρατοκεντρικά είναι παντελώς ανορθολογικό, εάν οι πολιτικές συμπεριφορές εκτυλίσσονται ως αυτό να μην ισχύει. Αυτό κάνουν, βασικά, όσοι συνειδητά ή ανεπίγνωστα διολισθαίνουν σε μία διεθνιστικά νοούμενη υπερεθνική Ευρώπη που θα μπορούσε να αποκτήσει διεθνιστικά χαρακτηριστικά με πρόταξη των θεσμών που θα διαμορφώνουν μία υλιστική-λειτουργιστική ανθρωπολογία. Ακόμη πιο ανορθολογικό είναι, βεβαίως, το γεγονός ότι, ενώ παρατηρούνται οι προαναφερθείσες παλινδρομήσεις και αμφιταλαντεύσεις, ελάχιστοι θα διαφωνήσουν πλέον ότι τα κράτη συμμετέχουν στην ΕΕ για να ενισχύσουν και όχι για να αποδυναμώσουν την κυριαρχία τους. Ο ορθολογισμός της Πολιτικής διακρατικά και στο εσωτερικό των μελών ροκανίζεται με το να καλλιεργείται η ιδεολογική θέση ότι υπάρχει κάτι που να ονομάζεται «ευρωπαϊκό συμφέρον» πέραν και υπεράνω των κυρίαρχων κρατών και πέραν και υπεράνω των εθνοκρατοκεντρικών αποφάσεων στο πλαίσιο των διακυβερνητικών θεσμών. Μόνο οι αποφάσεις αυτές που σμιλεύουν ως κοινές θέσεις μπορούν να θεωρηθούν ως κοινό συμφέρον. Ένα τέτοιο συμφέρον, όπως γίνεται αντιληπτό, δεν είναι μεταφυσικό αλλά άρρηκτα συναρτημένο με τα εθνικά συμφέροντα, των οποίων η κοινοτική διαπραγμάτευση έχει ως κύριο γνώρισμα την αναζήτηση συγκλίσεων και κοινών θέσεων.

Κάποιο άλλο διεθνιστικά νοούμενο ευρωπαϊκό συμφέρον μόνο προϊόν φαντασίας μπορεί να είναι. Αυτό ήταν και το συμπέρασμα μετά από βασανιστική πρωτογενή διερεύνηση της διπλωματικής συνεργασίας στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής διπλωματικής συνεργασίας (βλ. P. Ifestos, European Political Cooperation,Towards a common European diplomacy?,ό.π.,ιδ. κεφ. 2 και 21). Δύο δεκαετίες μετά τα πορίσματα της μελέτης αυτής επαληθεύονται με μεταγενέστερες μελέτες άλλων ερευνητών, που τα διασταυρώνουν με τα δικά τους. Σημασία για τη συζήτησή μας εδώ έχει ότι κανείς είτε υιοθετεί τη θέση ότι οι ίδιες οι κοινωνίες έκαναν τις επιλογές τους και επιδιώκεται μία ορθολογιστική διακυβερνητική πορεία είτε υιοθετεί ένα από τα πολλά ιδεολογήματα, που υποστηρίζουν πως η πρόταξη ελιτίστικων θεσμών θα μπορούσε, δήθεν, να αλλάξει τις ταυτότητες των ευρωπαίων δημιουργώντας μεταμοντέρνες υλιστικές δομές. Ενώ συντριπτικά οι περισσότεροι ευρωπαίοι υιοθετούν την πρώτη θέση, ο πολιτικός λόγος είναι συχνά νεφελώδης, πραγματολογικά αβάσιμος και πολιτικά ασυνάρτητος (και συνήθως οφειλόμενος σε επιπολαιότητα, λαϊκισμό ή άγνοια των φυσιογνωμικών χαρακτηριστικών της ΕΕ). Το θολό ιδεολογικό και πολιτικό βασίλειο μερικών διανοητών επιτείνει μία τέτοια πολιτικοστοχαστική ασυναρτησία.
[7]Διλήμματα ασφαλείας και ευρωπαϊκοί κλυδωνισμοί. Δεν νομίζω να υπάρχει έγκυρη ανάλυση των ευρωπαϊκών πολιτικοστρατηγικών υποθέσεων, που να μην βλέπει το γεγονός ότι κάτω από το κατά τα άλλα εξαιρετικά σημαντικό εμπορικοοικονομικό εγχείρημα της ολοκλήρωσης υποβόσκουν διλήμματα ασφαλείας. Ο υποφαινόμενος εξέτασε το ζήτημα σε εκτενείς δημοσιεύσεις, που περιέχουν πλήθος περιπτωσιολογικών μελετών, και γι’ αυτό εδώ αναφέρω μόνο το πόρισμα. Διερευνήθηκε, πιο συγκεκριμένα, κατά πόσο στο υπόστρωμα των θεσμών της ΕΕ και υπό συνθήκες οικονομικής και θεσμικής αλληλεξάρτησης υποβόσκουν διλήμματα ασφαλείας μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων, που συμμετέχουν στη διαδικασία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Για τις ανάγκες του παρόντος αναφέρεται ότι όχι μόνο βεβαιώνεται η ύπαρξη διλημμάτων ασφαλείας, αλλά επιπλέον η άνιση ανάπτυξη στις στρατηγικές εκτιμήσεις των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων αποτελεί κύριο διαμορφωτικό παράγοντα των ευρωπαϊκών τους επιλογών. Στα ελληνικά βλ.Κοσμοθεωρητική ετερότητα και αξιώσεις πολιτικής κυριαρχίας ό.π. και Διπλωματία και στρατηγική των μεγάλων Ευρωπαϊκών Δυνάμεων ό.π. Επίσης, EuropeanPoliticalCooperation. ό.π., καιNuclearStrategyandEuropeanSecurityDilemmasό.π.
Για τα ευρωπαϊκά πολιτικοστρατηγικά ζητήματα υπάρχει πλήθος έγκυρων στοχασμών και εμπειρικών θεμελιώσεων. Αν σταθούμε στον HedleyBull, η θέση του ότι το πιο ευδιάκριτο χαρακτηριστικό της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης είναι η εθνοκρατική δομή έχει επιβεβαιωθεί πολλαχώς. Το βασικό επιχείρημα του Bull είναι ότι αυτό που μετράει είναι η δομή της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης (θεμελιωδώς εθνοκρατοκεντρική), η δομή των εθνικών συμφερόντων (και κυρίως των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων, που στη βάση αυτών των συμφερόντων ευνόησαν ένα εγχείρημα εντολοδόχων υπερεθνικών θεσμών) και των στρατηγικών παραγόντων, που επηρεάζουν την Ευρώπη (ευρωατλαντικών παραγόντων, αλλά και ευρύτερα παραγόντων που διέπουν το διεθνές σύστημα). Επιστήμονες-διεθνολόγοι του διαμετρήματος του Hedley Bull ή του Kenneth Waltz ούτε καν μπήκαν στον κόπο να εμπλακούν σε αδιέξοδες συζητήσεις με τον λειτουργισμό. Αρκέστηκαν στη διατύπωση καθαρών ιδεών επί ενός καθαρού ζητήματος, δηλαδή για το γεγονός ότι πλήθος διαμορφωτικών παραγόντων δεν συνεκτιμήθηκαν επαρκώς και πως έτσι κτίζεται ένα επισφαλώς υπερεθνικό εποικοδόμημα.

Η ακριβής πολυσυζητημένη θέση του Bull είναι η εξής: «Δεν υπάρχει υπερεθνική κοινότητα στη Δυτική Ευρώπη. Υπάρχει μία ομάδα κρατών (επιπλέον, εάν υπήρχε μία υπερεθνική εξουσία στη Δυτική Ευρώπη θα ήταν πηγή αδυναμίας και όχι ισχύος ως προς την αμυντική πολιτική. Αυτό που είναι πηγή ισχύος στην Ευρώπη είναι το έθνος-κράτος –δηλαδή, η Γαλλία, η Γερμανία, η Βρετανία– και η ικανότητά του να εμπνεύσει πίστη και νομιμοφροσύνη στα θέματα του πολέμου). Ένα κονσέρτο κρατών, των οποίων η βάση είναι μία περιοχή ως προς την οποία πιστεύεται πως υπάρχουν κοινά συμφέροντα μεταξύ των μεγαλυτέρων δυνάμεων (της περιοχής), αντίληψη η οποία ενισχύεται από πολλές διαδικασίες διαβουλεύσεων, στις οποίες συμμετέχουν και μικρότερες δυνάμεις καθώς και διεθνείς οργανισμοί. Η ιστορία των Ευρωπαίων είναι μία ιστορία εγγενούς-ενδημικής σύγκρουσης. Εάν πρόσφατα απέκτησαν τη συνήθεια της συνεργασίας (σημείωση: Στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης), αυτό έγινε υπό την ομπρέλα των ΗΠΑ και υπό την απειλή εξ ανατολών. Ακόμη και η απλή σκέψη ότι τα ευρωπαϊκά κράτη συνιστούν μία “κοινότητα ασφαλείας” ή μια “περιοχή ειρήνης” είναι ευσεβής πόθος, εάν αυτό σημαίνει ότι πόλεμος μεταξύ τους δεν θα υπάρξει ξανά, και όχι ότι δεν υπήρξε τα τελευταία χρόνια και ότι είναι εκτός λογικής εάν υπάρξει ξανά» (βλ. Bull H., «Civilian Power Europe: A contradiction in terms?,Journal of Common Market Studies, ειδικήέκδοση, Σεπτέμβριος-Δεκέμβριος 1982, σ. 163.

Συναφής είναι και η ανάλυση του JosefJoffe το 1984. Προσφέρει απάντηση μεγάλης ερμηνευτικής σημασίας, η οποία, επειδή διαρκώς επαληθεύεται, αποτελεί σημείο αναφοράς. Μεταξύ άλλων, ο JosefJoffe έγραψε ότι όπως «η θεωρία των συμμαχιών υποστηρίζει, τα κράτη συνασπίζονται για να εξασφαλίσουν την ασφάλειά τους. Στην περίπτωση του ΝΑΤΟ, όμως, τα κράτη-μέλη συνασπίσθηκαν, επειδή η ασφάλειά τους εξασφαλιζόταν από έναν ισχυρό εξωτερικό συντελεστή, ο οποίος πρόσφερε αξιόπιστα εσωτερική και εξωτερική τάξη και ασφάλεια στη Δυτική Ευρώπη. Η τάξη ήταν αναγκαία τόσο για συμμαχία όσο για ασφάλεια. (…) Πιο συγκεκριμένα, χωρίς τις Ηνωμένες Πολιτείες, η Δυτική Ευρώπη μπορεί να επιστρέψει σε εξισορροπητικές διαδικασίες της προπολεμικής περιόδου, αντί να προχωρήσει στην ενοποιητική διαδικασία. Ο αδύναμος θα αισθανθεί ξανά ανησυχία για τις προθέσεις του ισχυρού και ο ισχυρός ‒όπως η Μεγάλη Βρετανία, η Γαλλία και η Γερμανία‒ θα αρχίσουν, για ακόμη μια φορά, να ανησυχούν για τις προθέσεις αλλήλων. (…) Εάν τη δεκαετία του 1950 η Γαλλία ανησυχούσε για τη Γερμανική ισχύ, σήμερα ανησυχεί για τη Γερμανική αδυναμία ‒ και σ’ αμφότερες τις περιπτώσεις, ειρωνικά, υπάρχει απειλή κατά της Γαλλίας. (…) Η επαγωγική συνέπεια μιας Δυτικής Ευρώπης πλην τις Ηνωμένες Πολιτείες είναι μια πυρηνική Γερμανία με άλλα Ευρωπαϊκά κράτη να ακολουθούν.(…) Οι Ηνωμένες Πολιτείες, απαλλάσσοντας τους Ευρωπαίους από την ανάγκη μιας αυτόνομης άμυνας απομάκρυνε τα συστημικά αίτια των συγκρούσεων, στα οποία οφείλονται τόσοι πολλοί Ευρωπαϊκοί πόλεμοι στο παρελθόν. Με το να προστατεύει την Ευρώπη από άλλους οι Ηνωμένες Πολιτείες τους προστατεύουν από τους εαυτούς τους» (JoffeJ., «Europe’ sAmericanpacifier»,ForeignPolicy, άνοιξη 1984, σ. 68, 74, 76, 78, 79).

Ακόμη πιο σημαντικές είναι οι θέσεις του KennethWaltz. Aφού αφιερώνει μερικές μόνο γραμμές στο κλασικό πλέον έργο του TheoryofInternationalPolitics, υποστηρίζει πως η συνεργασία στη Δυτική Ευρώπη δεν είναι παρά ένα υποπροϊόν και μία συνέπεια της νέας κατανομής ισχύος μετά τον Β΄Παγκόσμιο πόλεμο(βλ. TheoryofInternationalPolitics,Addison-Wesley, 1979, σ. 69-71. 

Για την ελληνική έκδοση βλ. Θεωρία διεθνούς πολιτικής, Ποιότητα, Αθήνα, 2009). Πριν τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, το βασικό αίτιο πολέμου ήταν τα διλήμματα ασφαλείας. Η συνεργασία ήταν δύσκολη λόγω της ανησυχίας μεγαλύτερων σχετικών κερδών από την άλλη πλευρά. Ο διπολισμός εξάλειψε ή αποδυνάμωσε μερικούς από αυτούς τους παράγοντες και έκανε τα κράτη της δυτικής Ευρώπης «καταναλωτές ασφαλείας». Για πρώτη φορά οι καθοριστικοί παράγοντες της Ευρωπαϊκής άμυνας και ασφάλειας βρίσκονταν εκτός Δυτικής Ευρώπης. Έκτοτε, θεμελιωδώς, τα θέματα πολέμου και ειρήνης συνδέονταν με τη διπολική αντιπαράθεση των δύο υπερδυνάμεων και την κατανομή ισχύος, που αυτή δημιουργούσε και η οποία ευνοούσε τη διαδικασία ολοκλήρωσης. Αυτό δεν σημαίνει ότι όλα τα εμπόδια για συνεργασία εξαλείφθηκαν. Όμως, σίγουρα ένα τέτοιο εμπόδιο εξέλειπε: «Ο φόβος ότι μεγαλύτερα πλεονεκτήματα της άλλης πλευράς θα μετασχηματιστούν σε στρατιωτική δύναμη, που θα χρησιμοποιηθεί εναντίον τους. Η Βρετανία, η Γαλλία, η Γερμανία και η Ιταλία, υπό τη σκιά των υπερδυνάμεων, διαπίστωσαν γρήγορα πως ο πόλεμος μεταξύ τους είναι αντιπαραγωγικός και σύντομα άρχισαν να πιστεύουν πως είναι, επίσης, αδύνατος. Επειδή η ασφάλεια όλων βασιζόταν στις επιλογές άλλων και όχι στις δικές τους, ήταν εφικτό να γίνουν ενοποιητικά βήματα»(ό.π., σ. 70).

[8]Για ανάλυση αυτού του ζητήματος και αναφορές σε σχετικές μελέτες βλ. Π. Ήφαιστος, Κοσμοθεωρητική ετερότητα και αξιώσεις πολιτικής κυριαρχίας, Ποιότητα, Αθήνα, 2001, κεφ. 15.

[9]ΕΕ και εθνοκράτος.Στην επόμενη σημείωση αναφερόμαστε σε αναλύσεις που θεμελιώνουν τα κίνητρα και τα αίτια των αποφάσεων για τη δημιουργία και ανάπτυξη της ΕΕ. Πλήθος άλλων μαρτυριών δείχνει ότι η ενίσχυση των εθνοκρατικών δομών αποτελούσε βασικό σκοπό των μελών. Τη δεκαετία του 1940 και στις αρχές της δεκαετίας του 1950 το ζήτημα όσον αφορά τη Γερμανία ήταν ο κυριαρχικός κατακερματισμός της και ο πλήρης έλεγχός της. Όταν, λοιπόν, συζητούσαν τη συμμετοχή της Γερμανίας στο υπό εκκόλαψη εγχείρημα της ολοκλήρωσης, υπήρξαν πολλές αντίθετες φωνές φοβούμενες εθνική συρρίκνωση. Βασικό επιχείρημα των γερμανών ηγετών που υποστήριζαν την ένταξη ήταν ότι η Γερμανία θα υποσχεθεί μία υποθετική παραχώρηση κυριαρχίας σε υπερεθνικούς θεσμούς, στους οποίους θα συμμετέχει και σαν αντάλλαγμα θα πάρει πίσω την κυριαρχία της, που εκείνη τη στιγμή δεν είχε. Είδαν, δηλαδή, την ένταξη ως μέσο που θα τους βοηθούσε να κερδίσουν την ανεξαρτησία τους και όχι ως μέσο για να τη χάσουν. Για ανάλυση αυτών των πτυχών βλ. Π. Ήφαιστος, Διπλωματία και στρατηγική των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων, Γαλλία, Γερμανία, Μεγάλη Βρετανία, ό.π., κεφ. 5.

Θα μπορούσαμε να παραθέσουμε και τις εξής ενδεικτικές θέσεις: «Δεν θα υπάρξουν ποτέ “Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης”Αρνιέμαι να ταυτίσω τον εαυτό μου με αυτούς που προωθούν την εξαφάνιση του έθνους-κράτους. Αντίθετα, αναζητώ κάποιου είδους ομοσπονδία μεταξύ ισχυρών εθνών-κρατών» (Ζακ Ντελόρ, παρατίθεται στο Moravcsik infra, σ. 472). «Η νοηματοδότηση της Ευρώπης, μιας ομοσπονδιακής Ευρώπης που θα αντικαταστήσει τα έθνη-κράτη και τις δημοκρατίες τους ως η νέα κυρίαρχη δύναμη, είναι μία τεχνητή κατασκευή, που αγνοεί τις (πολιτιστικές, γλωσσικές και κανονιστικές) πραγματικότητες της Ευρώπης» (Γιόσκα Φίσερ, Υπουργός εξωτερικών της Γερμανίας, EPC communications, 17.5.2000). «Τα κίνητρα της Γερμανίας για τη δημιουργία μιας ομοσπονδιακής Ευρώπης είναι ύποπτα, επειδή πηγάζουν από την ανασφάλεια που νοιώθει με την έννοια του έθνους-κράτους. Η Γερμανία δαιμονοποιεί την ιδέα του έθνους. Καμία χώρα δεν είναι απελευθερωμένη από το παρελθόν της και η Γερμανία δεν έχει ξεπεράσει το Γ΄ Ράιχ»(Ζαν-Πιέρ Σεβενεμάν, Υπουργός εσωτερικών της Γαλλίας, 21.6.2000, βλ. ημερήσιο τύπο 22.6.2000).

[10]Εθνοκρατοκεντρική ΕΕ: γενεσιουργά και διαμορφωτικά κριτήρια. Ο Πολιτικός Ρεαλισμός έχει από καιρό βεβαιώσει τεκμηριωμένα τον θεμελιώδη εθνοκρατοκεντρικό χαρακτήρα του Κοινοτικού εγχειρήματος στην Ευρώπη. Βλέπε, για παράδειγμα, τις εξής εμβληματικές αναλύσεις, που αποτελούν απαραίτητο ανάγνωσμα για όποιον επιθυμεί να συμβουλευτεί επιστημονικά θεμελιωμένη ανάλυση και όχι επιστημονικά μεταμφιεσμένες ιδεολογικές γνώμες: AronR., «TheAnarchicalOrderofPower», Daedalus, τόμ. 95, αρ. 2, άνοιξη 1966.GilpinR., Παγκόσμιαπολιτικήοικονομία, Ποιότητα, Αθήνα, 2005. BullH., «CivilianpowerEurope: Acontradictioninterms?», JournalofCommonMarketStudies, αρ. 1-2, Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 1982. GriecoJ., CooperationamongNations: Europe, AmericaandNon-TariffBarrierstoTrade,Ithaca, CornellUniversityPress, 1990. GriecoJ., «StateInterestsandInstitutionalRuleTrajectories: ANeorealistInterpretationoftheMaastrichtTreatyandEconomicEuropeanUnion», SecurityStudies, άνοιξη 1996. HoffmannSt., «ObstinateorObsolete? The Fate of the Nation. State and the Case of Western Europe», Daedalus, τόμ. 95, αρ. 3, καλοκαίρι 1966. Σε μερικά από αυτά τα κείμενα θα επανέλθω. Τις ίδιες υποθέσεις ο υποφαινόμενος τις εξέτασε και επιβεβαίωσε σε δύο αγγλόγλωσσες μονογραφίες για την ευρωπαϊκή διπλωματία και τα ευρωστρατητικά: Βλ. Ifestos P., European Political Cooperation. Towards a Framework of Supranational Diplomacy?, UK, Gower, Aldeshot, 1987 καιIfestos P., Nuclear Strategy and European Security Dilemmas. TowardsanAutonomousEuropeanDefenceSystem?,UK, Gower, Aldeshot.

Στον φιλελεύθερο χώρο αξίζει να σημειωθούν οι αναλύσεις του Andrew Moravcsik, ο οποίος, αν και όχι με την επιστημολογική καθαρότητα που θα μπορούσε να το κάνει, διαφοροποιήθηκε από την κυρίαρχη υλιστική φιλελεύθερη θεώρηση δημιουργώντας ένα κατά κάποιο τρόπο ενδοφιλελεύθερο αιρετικό ρεύμα σκέψης. Εξετάζοντας τις προτιμήσεις των κρατών στη βάση των εθνικών συμφερόντων, θεμελίωσε επαρκώς τόσο τα αίτια γένεσης της διαδικασίας ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, όσο την προσκόλληση στα εθνικά συμφέροντα στην πορεία. Συγγραφείς, όπως ο Andrew Moravcsik, πόρρω απέχουν από κορυφαίους έλληνες στοχαστές, όπως ο Κονδύλης, στην ενσωμάτωση στοιχείων της φιλοσοφικής πραγματείας στην κατανόηση του ευρωπαϊκού φαινομένου. Ο Moravcsik ξεχωρίζει μεταξύ των φιλελεύθερων αναλυτών για δύο κυρίως λόγους.

Πρώτον, κατανόησε ότι ιδεολογία και επιστήμη δεν είναι συμβατές έννοιες, κάτι το οποίο επισήμανε ρητά για να υποδηλώσει ότι οι φιλελεύθεροι θα συνεχίσουν να μειονεκτούν έναντι των πολιτικών ρεαλιστών, ενόσω στοχάζονται με όρους εξυπηρέτησης των στρατηγικών επιλογών των αμερικανών. Δεύτερον, στα κείμενά του, στα οποία κορυφώθηκαν με τις έξοχες πρωτογενείς θεμελιώσεις στο The Choise of Europe το 1998, κατέδειξε πέραν πάσης αμφιβολίας τον ρόλο των εθνικών προτιμήσεων στη συγκρότηση και διαιώνιση της ΕΕ. Τονίζει, για παράδειγμα, ότι από την ίδρυση της Κοινότητας μέχρι και τις μέρες μας ένα βασικό χαρακτηριστικό της διαδικασίας ολοκλήρωσης είναι το γεγονός ότι αναπτύχθηκε μέσα από μεγάλες διακυβερνητικές διαπραγματεύσεις.

Στο ενδιάμεσο διάστημα η Κοινότητα είχε την ευκαιρία να εδραιώσει τις αποφάσεις. Στη βάση αυτής της παρατήρησης, μνημονεύει τις παραδοχές του Ernst Haas τη δεκαετία του 1970 και την παραίνεσή του πως η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση θα μπορούσε να εξεταστεί μόνο στο πλαίσιο των γενικών θεωριών των διεθνών σχέσεων. Η βασική υπόθεση εργασίας είναι πως, αφού το διακυβερνητικό σύστημα επικράτησε, η κατανόηση του φαινομένου της διαδικασίας ολοκλήρωσης, όπως εξελίχθηκε, είναι εφικτή μόνον αν αναλυθεί ως επιτυχές διακυβερνητικό καθεστώς, που διαχειρίζεται με επιτυχία την οικονομική αλληλεξάρτηση μέσω συντονισμού των επιλογών των εθνών-κρατών (βλ. Moravcsik Andrew, «Preferences and Power in the European Community: A Libreral Intergovernmentalist Approach», Journal of Common Market Studies, τόμ. 31, αρ. 4, Δεκέμβριος 1993, σ. 473και Moravcsik Andrew, «Negotiating the Single European Act: National Interests and Conventional Statecraft in the European Community»,International Organization, χειμώνας 1991).

Στο πλαίσιο μιας ανάλυσης σε παραδοσιακές βάσεις προτάσσει το γεγονός των κυβερνητικών επιλογών σε ορθολογιστική βάση (ευαισθησία όσον αφορά το κόστος-ζημιά εναλλακτικών κυβερνητικών αποφάσεων, που αφορούν το εθνικό συμφέρον) και των διακυβερνητικών αποφάσεων στη βάση συγκεκριμένων πρακτικών διλημμάτων, που αντιμετωπίζουν τα σύγχρονα κράτη σε έναν αλληλεξαρτώμενο χώρο. Μεταξύ άλλων, αφενός επιλογή μεταξύ ενός κοσμοπολίτικου συστήματος και ενός συστήματος όπου διαφυλάττονται τα εθνικά χαρακτηριστικά και η κρατική κυριαρχία, αφετέρου η διαμόρφωση κοινού καθεστώτος αντιμετώπισης κοινών προβλημάτων προς αντιμετώπιση εθνικών προβλημάτων ασφαλείας, όπως η γερμανική επανένωση ή εξωτερικές απειλές (βλ. «Preferences and Power in the European Community: A Liberal Intergovernmentalist Approach», ό.π., σ. 480, 484). Οι τρεις προϋποθέσεις επιτυχίας είναι, πρώτον, ο εθελούσιος χαρακτήρας του εγχειρήματος, δεύτερον, η διαφάνεια και κυκλοφορία πληροφοριών και τρίτον, το χαμηλό κόστος των διακυβερνητικών συναλλαγών (βλ. Moravcsik Andrew, «Preferences and Power in the European Community: A Liberal Intergovernmentalist Approach», ό.π., σελ. 498. Για κριτική της προσέγγισης αυτής βλ. Wincott Daniel, «Institutional Interaction and European Integration: Towards an Everyday Critique of Liberal Intergovernmentalism», Journal of Common Market Studies, τόμ. 33, αρ. 4, Δεκέμβριος 1995. Για την απάντηση στην κριτική αυτή βλ. Moravcsik Andrew, «Liberal Intergovernmentalism and Integration: A Rejoinder», Journal of Common Marke Studies, τόμ. 33, αρ. 4, Δεκέμβριος 1995).

Στο πλαίσιο αυτό, σημειώνει ο Andrew Moravcsik, «η ιδιόμορφη-μοναδική θεσμική δομή της Ευρωπαϊκής Κοινότητας είναι αποδεκτή στις κυβερνήσεις μόνο στον βαθμό που περισσότερο ενισχύει παρά αποδυναμώνει την εσωτερική αυτονομία [των κυβερνήσεων] στη διαχείριση των εσωτερικών θεμάτων, με τρόπο που τους επιτρέπει να επιτύχουν στόχους που δεν θα πετύχαιναν υπό άλλες συνθήκες. Οι θεσμοί της Ευρωπαϊκής Κοινότητας ενισχύουν τις κυβερνήσεις με δύο τρόπους: Πρώτον, αυξάνουν την αποτελεσματικότητά τους στις διακρατικές διαπραγματεύσεις. (…) Δεύτερον, ενισχύουν τους εθνικούς πολιτικούς ηγέτες απέναντι σε επιμέρους ομάδες συμφερόντων στο εσωτερικό του κράτους» (MoravcsikAndrew, «PreferencesandPowerintheEuropeanCommunity: ALiberalIntergovernmentalistApproach», ό.π., σ. 507). Για τη σύνδεση της εσωτερικής αυτονομίας με τη διαχείριση της αλληλεξάρτησης στο διακυβερνητικό επίπεδο στη διαδικασία ολοκλήρωσης βλ., επίσης, TaylorPaul, «TheEuropeanCommunityandtheState: Assumptions, Theories, Propositions»,ReviewofInternationalStudies, τόμ. 17, 1991. Οι θεωρήσεις του Moravcsik προκάλεσαν μεγάλη συζήτηση, γιατί βασικά από μία φιλελεύθερη σκοπιά ανέτρεψαν τις βασικές υποθέσεις των συμβατικών θεωρήσεων.

Η προσέγγιση αυτή αποτέλεσε την ισχυρότερη ίσως κριτική κατά του νεολειτουργισμού από τη σκοπιά φιλελεύθερων αναλυτών, οι οποίοι, αν και υιοθετούν αρκετές παραδοχές για τον ρόλο της αγοράς και των οικονομικών φαινομένων, ταυτόχρονα υιοθετούν τις παραδοσιακές παραδοχές για τη φύση του έθνους-κράτους και για τον χαρακτήρα του διακρατικού συστήματος. Για κριτική ορισμένων πτυχών αυτής της προσέγγισης υπό το πρίσμα της λειτουργίας των θεσμών και της εκτίμησης των αποτελεσμάτων διαφορετικών διακυβερνητικών αποφάσεων βλ. Garrett Geoffrey, Tsebelis George, «An Institutional Critique of Intergovernmentalism», International Organization, Spring 1996, σ. 270, 293. Για κριτική που υποστηρίζει πως η συμμετοχή στην Κοινότητα δεν οφείλεται στην τάση των κυβερνήσεων για περισσότερη αυτονομία, αλλά στους καταναγκασμούς που δημιουργεί η απώλεια αυτονομίας και στις πιέσεις που ασκούνται από οικονομικά συμφέροντα για διεθνή ολοκλήρωση βλ. Fioretos Karl-Orfeo, «The Anatomy of Autonomy: Interdependence, Domestic Balances of Power, and European Integration», Review of Internationals Studies, 1997, ιδ. σ. 318-20.

Οι νεολειτουργιστές, αλλά και τα περισσότερα «θεσμικά», «νεοθεσμικά» και «κριτικά» κείμενα, που συνεχίζουν να αναπαράγουν τις ιδεολογικού χαρακτήρα αφετηριακές υπερεθνικές παραδοχές –ψιθυριστά, υπονοούμενα ή και ρητά υλιστικές–, τονίζουν την «εκχείλιση» (spillover) ως μέθοδο λειτουργικής ανάπτυξης των υπερεθνικών θεσμών, που θα τους καταστήσει όχι μόνο ανεξάρτητες μεταβλητές, αλλά επιπλέον διαμορφωτές μιας νέας υλιστικής ιδεολογίας, που θα κυριαρχήσει πανευρωπαϊκά. Αυτό, προβλέπουν, θα επιτευχθεί με σταδιακή αποδυνάμωση και υποκατάσταση του έθνους-κράτους και της κυριαρχίας-αυτονομίας του. Η έμφαση στο ζήτημα της κυριαρχίας-αυτονομίας δεν είναι νέα. Το είχε ήδη τονίσει το 1966 ο Stanley Hoffmann και ο Paul Taylor σε πολλά κείμενά του των δεκαετιών του 1970 και 1980. Οι δύο συγγραφείς αν και περιπλεγμένοι στις κυρίαρχες τότε λειτουργιστικές διαμάχες, κατάφεραν να κρατήσουν την επιστημονική σημαία μη ιδεολογικών θεωρήσεων, που περιέγραφαν τον διακρατικό χαρακτήρα του εγχειρήματος.

Τέλος, οφείλω να τονίσω ότι δεν συμφωνώ με όλες τις θεωρήσεις του Moravcsik σε μεταγενέστερες δημοσιεύσεις του, ιδιαίτερα όσον αφορά το ζήτημα των δημοκρατικών ελέγχων και ισορροπιών στην Ευρώπη και όσον αφορά τον ρόλο των θεσμών, που η δική μου ανάλυση εκτιμά ότι η μόνη ορθολογική αντίληψη γι’ αυτούς είναι ο διακυβερνητικός τους χαρακτήρας, που τους καθιστά εξαρτημένες μεταβλητές των εθνικών βουλήσεων. Η δική μας θέση είναι ξεκάθαρη σε άλλα κεφάλαια: Πρώτον, η έμμεση αντιπροσώπευση δεν είναι δημοκρατικό καθεστώς. Δεύτερον, για να είναι έστω και στοιχειωδώς απαιτείται να κινείται τουλάχιστον προς έμμεση δημοκρατία. Τρίτον, για να εντάσσεται σε μία μονιμότερη δημοκρατική λογική απαιτείται να έχει ως στόχο την άμεση δημοκρατία, έννοια που επεξεργαστήκαμε σε άλλα κεφάλαια σε αναφορά με τη σύγχρονη εποχή. Υπενθυμίζω ότι δημοκρατία χωρίς πλήρη ολοκλήρωση του πνευματικού κόσμου είναι αδιανόητη και αυτό προϋποθέτει αλλαγή παραδείγματος που θα κατεδαφίσει, μεταξύ άλλων, τα υλιστικά τείχη της δημόσιας σφαίρας. Τώρα, αν κανείς υποστηρίζει τις διαδικασίες της έμμεσης αντιπροσώπευσης ως επαρκείς προϋποθέσεις της δημοκρατίας είναι ακόμη μια ένδειξη ότι η φιλελεύθερη διανόηση ακόμη και στις καλύτερές της στιγμές, επειδή είναι εγκλωβισμένη μέσα σε υλιστικά τείχη, είναι ακριβώς παντελώς ανυποψίαστη ως προς το τι μπορεί να σημαίνει η έννοια δημοκρατία και πολιτική ελευθερία.

Πιο πάνω υποστηρίξαμε, και τα ίδια ισχύουν όσον αφορά την ΕΕ, ότι απαιτείται εξορθολογισμός των δημοκρατικών ελέγχων σε εθνικό επίπεδο και μεγαλύτερη λογοδοσία των εθνικών ηγετών. 

Όταν οι τελευταίοι μεταβαίνουν στις διακυβερνητικές διαπραγματεύσεις αποφασίζουν επί ζητημάτων βαθύτατων διανεμητικών προεκτάσεων, στη βάση των οποίων στη συνέχεια εντέλλονται οι υπερεθνικοί θεσμοί να λειτουργήσουν. Σ’ αυτό τον λαβύρινθο, υποστηρίζουμε, ο προσανατολισμός απαιτείται να είναι περισσότερη και αμεσότερη δημοκρατία και όχι το αντίστροφο απ’ ότι υποστηρίζουν οι ποικίλες «θεσμικές», «νεοθεσμικές» και άλλες θεωρήσεις, που στην «κριτική» τους εκδοχή (απογειώνονται σε τέτοιο βαθμό και σε τέτοια έκταση, ούτως ώστε να είναι αδύνατο να παρακολουθήσει κανείς τα φαιδρά κανονιστικά μεταφυσικά άλματα – «συναρχίες», «μεταπολιτείες», «μετακρατικές πολιτείες» κ.τ.λ.).

[11]Βλ. σημείωμα πιο πάνω με τίτλο Λαϊκισμός.

[12]Ευρωπαϊκό Σύνταγμα. Δεν είναι του παρόντος να αναλύσω την πολύ σημαντική εμπειρία δημιουργίας ενός ευρωπαϊκού συντάγματος τη δεκαετία του 2000. Εδώ σημειώνω μόνο τα εξής:

Πρώτον, ανέδειξε το γεγονός ότι τα μέλη των κοινωνιών της ΕΕ δέχονται να καταγραφούν ως καταστατικής σημασίας μόνο εκείνες οι ηθικοκανονιστικές πτυχές που τα ίδια αποδέχθηκαν.

Δεύτερον, ακόμη και η παραμικρή απειλή κατά του έθνους τους προκαλεί απόρριψη.

Τρίτον, η συζήτηση συμπερίληψης ζητημάτων που αφορούν στη μεταφυσική πίστη, αναφορές στον Θουκυδίδη και άλλα ανάλογα ζητήματα που αφορούν στην ανθρωπολογική δομή οδηγούσε σε αδιέξοδο και εξαίρεσή τους. Αυτό το γεγονός δείχνει και τον ανθρωπολογικά στατικό χαρακτήρα του εγχειρήματος ενόσω δεν αφήνονται τα πνευματικά να εμπλουτίζουν τις ηθικοκανονιστικές διαμορφώσεις. Καταδεικνύει, επίσης, τα προβλήματα εκείνα, τα οποία ορθώνονται στον δρόμο ως εμπόδια συγκρότησης των εθνικών-ανθρωπολογικών προϋποθέσεων, πάνω στις οποίες στηρίζονται οι αποφάσεις των εθνών-κρατών.

Τέταρτον, με δεδομένη το ανθρωπολογικό ιστορικό της Ευρώπης –παρενθετικά λέμε ότι κάτι αντίστοιχο ισχύει και για τις ΗΠΑ– υπάρχουν ζητήματα που αναμένουν απαντήσεις και τα οποία θα μπορούσαν να οδηγήσουν στη διάλυση της ΕΕ, αν δεν συμπεριληφθούν πνευματικά κριτήρια και παράγοντες. Αυτά τα ζητήματα αφορούν τη διεύρυνση προς την Ανατολική Ευρώπη, τα Βαλκάνια και ενδεχομένως την Ασία με την ένταξη μουσουλμανικών κρατών, όπως η Τουρκία, και τη μαζική μετανάστευση, που συντελείται μετά τον Ψυχρό Πόλεμο (βλ. και σημείωση με τίτλο Λαθρομετανάστευση). Η ανθρωπολογική διαφοροποίηση που αυτά προκαλούν μόνο με πνευματικό τρόπο απαντώνται.

α) Ενδοκρατικά και δεδομένου ότι πληθυσμιακά δεν πρόκειται να αλλοιωθούν οι σχέσεις μειονοτήτων και πλειονοτήτων, η μέθεξη και σύμμειξη των ανθρωπολογικών ετεροτήτων δεν επιτυγχάνεται, αν παράλληλα με τα υλιστικά τείχη της δημόσιας σφαίρας ο καθείς οχυρωθεί κα απομονωθεί μέσα στα αντίστοιχα τείχη της ιδιωτικής σφαίρας ή αν όλοι εκμηδενιστούν ανθρωπολογικά σύμφωνα με τα μεταμοντέρνα πρότυπα που περιγράψαμε πιο πάνω.

β) Στο επίπεδο της ΕΕ και με δεδομένη τη θεμελιώδη ανθρωπολογική της δομή όσο πιο γρήγορα αποδεσμευτεί το πνεύμα ενδοκρατικά τόσο πιο γρήγορα και τόσο πιο καλά θα συνειδητοποιηθεί ο εθνοκρατοκεντρικός της χαρακτήρας. Μόνο με συνειδητοποίηση αυτής της θεμελιώδους προϋπόθεση μπορεί να βαθύνει το διακυβερνητικό σύστημα, να αποφευχθεί η διολίσθηση σε ανεξάρτητους κατεξουσιαστικούς υπερεθνικούς θεσμούς και να εξορθολογιστεί η δημοκρατία στο εθνικό επίπεδο. Εξορθολογισμός της δημοκρατίας, ήδη υποστηρίξαμε, σημαίνει παραμερισμό της υλιστικά νοούμενης έμμεσης αντιπροσώπευσης και κίνηση πρόσω με φορά προς άμεση δημοκρατία (τον χαρακτήρα και τη δομή της οποίας αναλύουμε σε σχέση με τις συγκαιρινές προϋποθέσεις σε πολλά άλλα σημεία της παρούσης ανάλυσης, ιδιαίτερα στα κεφ. 3 και 4).

[13]Διεθνιστικοϋλιστικές εκτροπές, σχέδιο Ανάν. Το σχέδιο Ανάν για το Κυπριακό την περίοδο 2003-4 αποτελεί μία από τις σημαντικότερες περιπτώσεις μελέτης των ανορθολογικών τάσεων, των ελλειμμάτων των διεθνών θεσμών, των τρόπων με τους οποίους οι υπερεθνικοί θεσμοί της ΕΕ θα μπορούσαν να εκτροχιαστούν και τον ετοιμοπόλεμο ρόλο των θαμώνων των ιδεολογικοπολιτικών εκπαιδευτηρίων. 

Οι τελευταίοι νεφελοβατούν, αερολογούν και πολιτικολογούν (με το αζημίωτο, βεβαίως, μιας και όλως περιέργως οι θεσμοί της ΕΕ χρηματοδοτούν τέτοιες παρασιτικές δραστηριότητες). 

Πριν το σχέδιο Ανάν απορριφθεί από τον κυπριακό λαό τον Απρίλιο του 2004, φορείς τέτοιων ιδεών περί μιας δημόσιας σφαίρας υλιστικά νοούμενης και μιας ανάλογης μεταμοντέρνας «πολιτειότητας» έσπευσαν να συμμετάσχουν σε σεμινάρια ιδεολογικής κατήχησης των δυστυχών ιθαγενών της χώρας αυτής, την ίδια μάλιστα στιγμή που ο κυπριακός λαός δεχόταν καταιγισμό απειλών από τα ηγεμονικά κράτη για να εκποιήσει την κυριαρχία του. Σε τέτοιες ανελεύθερες και ανεπίτρεπτες δράσεις συμμετείχε πλήθος θαμώνων των ιδεολογικοπολιτικών εκπαιδευτηρίων τους οποίους ο ενδιαφερόμενος μπορεί να εντοπίσει εύκολα με αναζήτηση στο διαδίκτυο (φράσεις αναζήτησης: «Σχέδιο Ανάν, πολιτειότητα»). 

Το πρόβλημα στις πολιτειακές συγκροτήσεις είναι «η συμμόρφωση», είχε γράψει ο Martin Wight. Μετά από τα κατηχητικά σεμινάρια περί μεταφυσικά νοούμενων «πολιτειοτήτων» ακολουθεί η καταναγκαστική συμμόρφωση και –όπως η ιστορία διδάσκει– ο φόνος των ασυμμόρφωτων. Οι φονιάδες και οι δήμιοι δεν είναι μόνο όσοι οπλοφορούν εμπράκτως. Είναι και οι επιστημονικά μεταμφιεσμένοι ηθικοί αυτουργοί, οι οποίοι αυτονομημένοι μέσα σε οχυρά δήθεν ακαδημαϊκής ανεξαρτησίας προσποιούνται ότι είναι κοσμοπλάστες. Ενώ εκεί μέσα βρίσκονται στο απυρόβλητο των κοινωνικοπολιτικών ελέγχων, διαπράττουν το ηθικό και δεοντολογικό αδίκημα να εξέρχονται και να επιστρατεύονται σε πολεμικούς πολιτικούς σκοπούς βαθύτατων διανεμητικών προεκτάσεων. Αναμφίβολα, δεν θα μπορούσε να απαγορευτεί στον Μαρξ να γράψει εξομοιωτικά και εξισωτικά και ούτε θα πρέπει να γίνεται κάτι τέτοιο στην επιστημονική και πολιτική αγορά. Όπως και σε άλλες ανάλογες περιπτώσεις, όμως, αν είχαν πειστεί λιγότεροι ίσως θα είχαμε λιγότερες εκατόμβες. Στην πλάστιγγα των επιστημονικών και πολιτικών συζητήσεων η ουσία είναι η θέση των δύο δίσκων: Ανισορροπία και προς ποια κατεύθυνση; Ή τουλάχιστον ισορροπία; Δεν φονεύουν μόνο τα όπλα, αλλά και η ανισορροπία των ιδεών στην πλάστιγγα της οποίας βρίσκονται στη μία πλευρά η εθνική κοσμοθεωρία και στην άλλη οι διεθνικοϋλιστικές αξιώσεις ανθρωπολογικής εξομοίωσης των κρατών, της Ευρώπης και του κόσμου.

[14]Συναινετικές-ομόφωνες αποφάσεις στην ΕΕ. Το ζήτημα του τρόπου λήψης αποφάσεων στην ΕΕ το έχω αναλύσει σε πολλές προγενέστερες μονογραφίες. Για την αρχική και σχεδόν ολιστική θεώρηση του ζητήματος αυτού υπό το πρίσμα του αιτήματος για πολιτική ολοκλήρωση βλ. το P. Ifestos,EuropeanPoliticalCooperation. Towardsaframeworkofsupranationaldiplomacy?,Gower, Altdershot 1987, κεφ. 16-8.Εδώσημειώνωμερικέςκύριεςπτυχές:

Πρώτον, αποτελεί ιδεολογική και κυρίως πολιτική παράκρουση κάθε σκέψη ότι μπορεί σε διακρατικές συνελεύσεις να καταψηφίζονται αιτήματα κυρίαρχων κρατών επί θεμάτων, που αποτελούν αποκλειστική αρμοδιότητα της εθνοκρατικής λαϊκής κυριαρχίας. Στο επίπεδο διακυβερνητικών συνελεύσεων μόνο συναίνεση στη βάση συναλλαγών συμφερόντων είναι νοητή και αυτό θα μπορούσε να οριστεί και ως «διακρατική δημοκρατία» σύμφωνα με το πνεύμα του διεθνούς δικαίου. Αυτό είναι και μία αντιηγεμονική αντίληψη που αποτελεί και την κοσμοθεωρία της ΕΕ και που θα μπορούσε ευρύτερα να θεωρηθεί ως η κοσμοθεωρία των διεθνών σχέσεων ενός μετανεοτερικού εθνοκρατοκεντρικού συστήματος. Το γεγονός ότι ακούονται, γράφονται, λέγονται και πράττονται πολλά προς την αντίθετη κατεύθυνση αφενός είναι επιστημονικά αδιάφορο, αφετέρου, οφείλεται στην υπονόμευση του φαινομένου της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης από ιδεολογικές-υλιστικές αντιλήψεις. Αυτό όμως είναι ένα ιδεολογικοπολιτικό ζήτημα, το οποίο εδώ μπορούμε μόνο να επισημάνουμε.

Δεύτερον, το ζήτημα του τρόπου λήψεως αποφάσεων στην ΕΕ είναι ένα πολυσυζητημένο και εν πολλοίς εξαντλημένο ζήτημα. Δική μας εκτίμηση είναι ότι επιλύθηκε με τον Συμβιβασμό του Λουξεμβούργου του 1966 και έκτοτε αποδείχθηκε ότι ανεξαρτήτως νομικών ρυθμίσεων τα κράτη προσκολλώνται στην επιδίωξη συναινετικών αποφάσεων. Κανέναν δεν συμφέρει στα εκατοντάδες «τραπέζια διαπραγματεύσεων» στη βάση των εθνικών συμφερόντων τα κράτη να αυτοπαγιδεύονται σε μία διελκυστίνδα καταψήφισής τους σε μερικά από αυτά τα τραπέζια και σε μία διελκυστίνδα υπερψήφισής τους σε κάποια άλλα. Ας μην ξεχνούμε ότι μπορεί να χάσουν τον έλεγχο και οι εθνικοί αντιπρόσωποι, όταν επιστρέψουν τα κράτη τους περιμένουν οι παλαιστές των κοινωνικοπολιτικών αξιώσεων, οι οποίοι δεν γνωρίζουν τίποτα (και ούτε θέλουν να γνωρίζουν) για λεπτεπίλεπτες σταθμισμένες ψηφοφορίες κ.τ.λ.

Τρίτον και κυριότερο, όταν ερχόμαστε σε ζητήματα κοινωνικοοικονομικής φύσης που αφορούν στις κοινωνικοπολιτικές ισορροπίες των εθνοκρατικών ενοτήτων των μελών της ΕΕ, το ζήτημα που τίθεται στη λήψη αποφάσεων δεν είναι η καταψήφιση του ενός ή άλλου κράτους, αλλά η σύγκλιση των οικονομιών, των αναπτυξιακών μεγεθών, του δημόσιου χρέους, των επιδοτήσεων οργισμένων αγροτών και βιομηχανικών εργατών και των ρυθμίσεων των χρηματοοικονομικών ροών, ούτως ώστε να διασφαλίζονται οι τραπεζικές-οικονομικές δομές. Η κεντρική πανευρωπαϊκή υπερεθνική διακυβέρνηση αυτών και άλλων συναφών ζητημάτων με τρόπο που δεν προκαλεί ή εκκολάπτει κοινωνικοπολιτικές εκρήξεις σε πανευρωπαϊκό επίπεδο απαιτεί όχι μόνο οικονομική ολοκλήρωση –με οτιδήποτε σημαίνει αυτό στο θέμα της σύγκλισης, μιας και δύο δεκαετίες μετά την υιοθέτησης της ΟΝΕ κατά βάση υπάρχει μία νομισματική μόνο συνεργασία–, αλλά και πολιτική ολοκλήρωση που συνεπάγεται ανθρωπολογικές προϋποθέσεις, που να συγκροτούν μία πανευρωπαϊκή κοινωνική οντότητα. Μέχρι να υπάρξουν αυτές οι προϋποθέσεις το μόνο ζήτημα που τίθεται είναι η επίδειξη τόσο σοβαρότητας στις οικονομικές αποφάσεις των κυβερνήσεων, όσο και επαρκούς αλληλεγγύης μεταξύ των κρατών-μελών για να διατηρηθεί η συνοχή της διαδικασίας ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.

Η χρηματοοικονομική κρίση του 2008-09 κατέδειξε αυτές τις πραγματικότητες πλήρως. Το ότι ακούονται, γράφονται και κηρύττονται πολλά άλλα οφείλεται στις πολιτικά ανορθολογικές διεθνιστικές-υλιστικές αντιλήψεις του Πολιτικού, που εδώ δεν κρύψαμε ότι θεωρούμαι παράλογες και πολιτικά επικίνδυνες. Το φαινόμενο της ΕΕ έχει μέλλον μόνο αν αντιμετωπιστεί σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του, ως δηλαδή ένα αυστηρά εθνοκρατοκεντρικό σύστημα, το οποίο μάλιστα σωστά νοούμενο και πολιτικά εξορθολογισμένο μπορεί να αποτελέσει μελλοντικά πρότυπο μιας μετανεοτερικής διακρατικής δομής που θα στερείται και της παραμικρής διεθνιστικής-υλιστικής υπονόμευσης. Προς μία τέτοια υπονόμευση οδηγεί κάθε «θεσμική», «νεοθεσμική», «κριτική κονστρουκτιβιστική» και εν γένει κάθε συνειδητή ή ασυνείδητη μεταμοντέρνα διεθνιστική-υλιστική παράκρουση που θέλει αφενός τα ευρωπαϊκά έθνη ανθρωπολογικά ροκανισμένα, αφετέρου ανεξάρτητους υπερεθνικούς θεσμούς («μετακρατικές δομές», «μεταεθνικές δομές» κ.τ.λ.) που αναπόδραστα οδηγούν σε κατεξουσιαστική υπερκρατική διακυβέρνηση, ανορθολογισμό και δεσποτισμό. Στο στοχαστικό επίπεδο αυτή είναι η τύχη κάθε κανονιστικά εμπνευσμένης θεώρησης, που δεν κατανοεί ότι οι θεσμοί είναι εξαρτημένες μεταβλητές των κοινωνικών οντοτήτων και στον βαθμό που αυτό δεν συμβαίνει έχουμε σκέτα νέτα κατεξουσιασμό και δεσποτισμό.

[15]Κοσμοθεωρία της ΕΕ. Μία «αποτελεσματική» υπερκρατική δομή που προσφέρει μια «αποτελεσματική ευρωπαϊκή διακυβέρνηση» ενός αποκλειστικά υλιστικά νοούμενου «δημόσιου ευρωπαϊκού χώρου» θα δρομολογήσει την κατεδάφιση των αντιηγεμονικών ερεισμάτων της διακρατικής συνεργασίας στην Ευρώπη, όπως σωρεύτηκαν μετά το 1945.

Αυτά τα αντιηγεμονικά ερείσματα συνιστούν ήδη μία «διακρατική κοσμοθεωρία» ισότιμων σχέσεων, που αποτελούν απαραίτητη προϋπόθεση α) να μην διολισθήσει το εγχείρημα προς ηγεμονικές επιλογές και β) να μην προκαλέσει αμυντικά αντανακλαστικά στο επίπεδο των εθνικών κοινωνιών των κρατών-μελών. Αναζητώντας μία ευρωπαϊκή κοσμοθεωρία ως έρεισμα και ως θεμέλιο της διαδικασίας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης δεν μπορούμε παρά να αποδεχθούμε τις αποφάσεις των κυβερνήσεων και των κρατών: α) Εμμένουν αδιασάλευτα στην ισοτιμία των κυρίαρχων εθνοκρατικών ενοτήτων που συμμετέχουν, β) κατατείνουν προς συναινετικές αποφάσεις, γ) διατηρούν τον απόλυτο έλεγχο επί των πολιτικοδιπλωματικών υποθέσεων, δ) ανέπτυξαν ισχυρά αντιηγεμονικά αντανακλαστικά, τα οποία για μία σειρά από λόγους οι μεγάλες δυνάμεις της ΕΕ δεν θίγουν (τουλάχιστον συστηματικά, θεσμικά καθιερωμένα και ανοικτά) και ε) προσκολλώνται στο εθνικό συμφέρον, το οποίο και θεωρούν ως το κύριο συστατικό των κοινοτικών διαπραγματεύσεων που διεξάγονται σε ισότιμη βάση.

Ακόμη, σωστά νοούμενα αυτά τα κεκτημένα σημαίνουν ότι το επιχείρημά μας εδώ ότι ανάπτυξη της ΕΕ σε εθνοκρατοκεντρική βάση κατατείνει στην εκπλήρωση του κεντρικού αιτήματος του διεθνούς δικαίου, που θα μπορούσε να οδηγήσει προς ένα μετανεοτερικό διεθνές σύστημα, στο οποίο ο ηγεμονισμός θα αντιμετωπιζόταν πιο αποτελεσματικά: Διακρατική ισοτιμία, μη επέμβαση, εσωτερική-εξωτερική αυτοδιάθεση, εθελούσια προσχώρηση στις συμβάσεις, από κοινού ενσωμάτωση δικαιακών ρυθμίσεων στην ενδοκρατική τάξη και εποπτικά όργανα συμμόρφωσης.

[16]Παρωχημένες ανορθολογικές εισροές. Συνοψίζουμε μερικές τάσεις: 

α) Η θέση του υλισμού στη νεότερη φιλοσοφία. 

β) Το ανίατο μέχρι στιγμής σύνδρομο μερικών πολιτικών και πνευματικών ελίτ να εμμένουν σε μία υλιστικά νοούμενη δημόσια σφαίρα και η βαθύτατη «μόλυνση» του υπερεθνικού εγχειρήματος της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης με αυτή την αυτοκτονική ιδεολογική αντίληψη, που ροκανίζει τα ανθρωπολογικά θεμέλια των κρατών-μελών και τον ορθολογισμό της διακρατικής συνεργασίας στην Ευρώπη. 

γ) Η ύπαρξη μερικών χιλιάδων διανοουμένων φορέων κοσμοπλαστικών δεσποτικών ιδεολογιών («οι θεσμοί φτιάχνουν την κοινωνία και τις ταυτότητες των μελών της»), που όλως περιέργως χρηματοδοτούνται από τις ευρωπαϊκές κοινωνίες σε δημόσια πανεπιστήμια. 

δ) Η άναρχη ανάμειξη αποτυχημένων μαρξιστικών ιδεών με αποτυχημένες αστικοφιλελεύθερες υλιστικές αντιλήψεις με αποτέλεσμα ποταμούς ανορθολογικής επιστημονικοπολιτικής ρύπανσης, που ρέουν και κατακλύζουν το εγχείρημα της ολοκλήρωσης και τη δημόσια σφαίρα των κρατών-μελών. 

ε) Η μετατροπή της πολιτικοστοχαστικής αναρχίας σε μεταμοντέρνο χάος, ζήτημα στο οποίο ο αναγνώστης μπορεί να ανατρέξει στα δύο προηγούμενα κεφάλαια.

http://piotita.gr

http://dia-kosmos.blogspot.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου