Subscribe Us

Header Ads
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κωνσταντίνος Γρίβας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κωνσταντίνος Γρίβας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα

του Κωνσταντίνου Γρίβα*

Ο γράφων επανειλημμένως έχει τονίσει την αναγκαιότητα υπέρβασης του οικονομικού προβλήματος της Ελλάδας διά της υπαγωγής του στο ανώτερο γεωπολιτικό πλαίσιο. Κατά συνέπεια, και οι όποιες διαπραγματεύσεις με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες θα πρέπει να διεξαχθούν στο ανώτερο επίπεδο των γεωστρατηγικών σχέσεων. Το ζήτημα παραμένει, όμως, πώς θα επιτύχουμε κάτι τέτοιο.

Οι προτάσεις που κατά καιρούς έχουν διατυπωθεί από διαφόρους (και από τον υπογράφοντα) για την ενίσχυση των ελληνορωσικών σχέσεων ή των σχέσεων με άλλες χώρες εκτός Δύσης, πολλές φορές προκαλούν αντιδράσεις αναφορικά με τον ρεαλισμό τους, αλλά και τις συνέπειες που μπορεί να έχουν στις σχέσεις της Ελλάδας με άλλους ισχυρούς δρώντες του πλανήτη, με προεξάρχουσες τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ωστόσο, είναι πιθανόν να υπάρχουν και μέθοδοι άμεσης και αυτόνομης γεωπολιτικής αναβάθμισης της Ελλάδας.

Η σημαντικότερη από αυτές, κατά την άποψη του γράφοντος, είναι η «βίαιη» είσοδος της Ελλάδας στον παγκόσμιο ενεργειακό χάρτη διά της γεωπολιτικής αξιοποίησης των ενεργειακών κοιτασμάτων του ελλαδικού χώρου. Και τονίζω τον όρο «γεωπολιτική αξιοποίηση», η οποία διαφέρει σημαντικά από την κα­νονική αξιοποίηση και μπορεί να γίνει άμεσα. Δεν αναφέρομαι, φυσικά, στη δημιουργία χρηματιστηριακών προϊόντων που μπορεί και αυτά να προκύψουν άμεσα, από τη στιγμή που εντοπιστούν κάποια κοιτάσματα. Η γεωπολιτική αξιοποίηση μπορεί να υπάρξει και πριν προσδιοριστούν επακριβώς τα ενεργειακά κοιτάσματα. Αρκεί να υπάρχουν εν­δείξεις για την ύπαρξή τους.

Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τον θεμελιωτή της γεωπολιτικής σκέψης εν Ελλάδι, τον καθηγητή Ι. Θ. Μάζη, η γεωπολιτική ανάλυση είναι μια πολυπαραγοντική εξίσωση, μέσα στην οποία διάφορα μεγέθη (όπως είναι η τεχνολογία, η γεωγραφία, η ενέργεια, η πολιτική κ.λπ.) βρίσκονται σε μια συνεχή αλληλεπιδραστική σχέση και διαμορφώνουν μια ολότητα. Άρα, τα επιμέρους μεγέθη δεν έχουν «αυτόνομη» ύπαρξη, αλλά συνθετική, που προκύπτει από τις μεταξύ τους σχέσεις.

Κατά συνέπεια, και η γεωπολιτική αξία των όποιων ενεργειακών κοιτασμάτων της Ελλάδας είναι σχετική και προκύπτει από τη διαδραστική σχέση των κοιτασμάτων αυτών με άλλες συνιστώσες της γεωπολιτικής εξίσωσης. Και κάποιες από τις συνιστώσες αυτές είναι η πρόθεση και η αποφασιστικότητα της Ελλάδας να αξιοποιήσει τα κοιτάσματα αυτά, αλλά και η ταχύτητα με την οποία θα πράξει κάτι τέτοιο. Έτσι, λοιπόν, σύμφωνα με μια κλασική προσέγγιση, τα ενεργειακά κοιτάσματα του ελλαδικού χώρου θα πρέπει πρώτα να προσδιοριστούν επακριβώς, καθώς και να επιλυθούν τα όποια προβλήματα με τις τουρκικές διεκδικήσεις στα κοιτάσματα που βρίσκονται στην ελληνική υφαλοκρηπίδα / ΑΟΖ και κατόπιν θα αποκτήσουν πραγματική αξία εκμετάλλευσης.

Η συνθετική γεωπολιτική μέθοδος είναι, όμως, διαφορετική. Σύμφωνα με αυτή, τα ενεργειακά κοιτάσματα του ελλαδικού χώρου θα αποκτήσουν γεωπολιτική αξία (και όχι κατ’ ανάγκη οικονομική) από τη στιγμή που η Ελλάδα τα θέσει στην παγκόσμια ενεργειακή εξίσωση. Και όσο πιο γρήγορα, αποφασιστικά και «βίαια» το πράξει, τόσο περισσότερη αξία θα αποκτήσουν. Το πώς θα μπορέσει να το κάνει αυτό είναι υπό συζήτηση. Μια πιθανή μέθοδος είναι η γρήγορη και αποφασιστική ανακήρυξη ΑΟΖ, αλλά αυτό είναι ένα θέμα που ξεφεύγει από τα περιορισμένα όρια αυτού του κειμένου. 

Με απλά λόγια, αν η Ελλάδα δείξει μεγάλη αποφασιστικότητα στο να αξιοποιήσει τα κοιτάσματα υδρογανθράκων που βρίσκονται στον ελληνικό χώρο, τόσο αυτά τα κοιτάσματα αποκτούν γεωπολιτική αξία και τόσο περισσότερο «μεγαλώνουν», βάσει της αρχής της αλληλεπιδραστικής σχέσης των πραγματικών γεωγραφικών – ενεργειακών μεγεθών και της πολιτικής. 

Μάλιστα, το γεγονός ότι δεν έχει ακόμη προσδιοριστεί επακριβώς το πραγματικό μέγεθος των κοιτασμάτων αυτών, στο πλαίσιο αυτής της αλληλεπιδραστικής φιλοσοφίας ενδέχεται να «αυξάνει» το γεωπολιτικό τους μέγεθος. Αυτό μπορεί να φανεί σοφιστεία σε πολλούς – και, πράγματι, έτσι είναι. Όμως η γεωπολιτική λειτουργία της ενέργειας διεθνώς σε μεγάλο βαθμό βασίζεται σε αυτή τη σοφιστεία.

Συγκεκριμένα, κανείς δεν ξέρει πόσα είναι πράγματι τα κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου στον πλανήτη. Πιθανολογούμε, αλλά δεν γνωρίζουμε. Επίσης, είναι δεδομένο ότι δεν πρόκειται να αξιοποιήσουμε το 100% των παγκόσμιων κοιτασμάτων πετρελαίου. Κάποια στιγμή θα εμφανιστούν αξιόπιστα υποκατάστατα, όπως συμβαίνει για παράδειγμα με την «πράσινη» ενεργειακή υποδομή που αναπτύσσει το αμερικανικό στρατοβιομηχανικό σύμπλεγμα. Αυτό σημαίνει ότι, στη διατήρηση μιας παγκόσμιας γεωπολιτικής – ενεργειακής ισορροπίας, παίζουν ρόλο και τα εν δυνάμει ενεργειακά αποθέματα.

Για παράδειγμα, η πιθανότητα ύπαρξης μεγάλων κοιτασμάτων εκτός του ελέγχου των μουσουλμανικών χωρών της Ευρύτερης Μέσης Ανατολής παίζει σημαντικότατο γεωπολιτικό ρόλο. Μεταξύ των άλλων, ακόμη και η πιθανότητα ύπαρξης παρόμοιων κοιτασμάτων περιορίζει τη δυνατότητα των μουσουλμανικών χωρών της Ευρύτερης Μέσης Ανατολής να επιβάλλουν τις όποιες στοχοθετήσεις τους ασκώντας ενεργειακό εκβιασμό, ενώ μειώνει την παγκόσμια ανασφάλεια αναφορικά με το τι μέλλει γενέσθαι στην ασαφή πολιτική γεωγραφία τής εν λόγω περιοχής, μετά την περιβόητη «Αραβική Άνοιξη».

Έτσι, λοιπόν, αν η Ελλάδα διαμέσου μιας «αγχώδους» στάσης για την αξιοποίηση των ελληνικών ενεργειακών κοιτασμάτων εισαγάγει στη συζήτηση για τη διεθνή ενέργεια τα κοιτάσματα του ελλαδικού χώρου, τότε τα κοιτάσματα αυτά ενδέχεται να αποκτήσουν άμεση γεωπολιτική αξία. Επίσης, από τη στιγμή που η Ελλάδα θέσει στον πυρήνα της στρατηγικής της τα κοιτάσματα αυτά, περνάει το μήνυμα ότι είναι πολύ σημαντικά. Άρα, εισέρχονται στη διεθνή γεωπολιτική εξίσωση ανεξαρτήτως των πραγματικών τους μεγεθών. Άρα, η Ελλάδα αναβαθμίζει το ειδικό γεωπολιτικό της βάρος. Άρα, με άλλον αέρα μπορεί να διαπραγματευτεί με την Ε.Ε., αλλά και τις ΗΠΑ και άλλους ισχυρούς δρώντες τα ζητήματα της οικονομίας της. Τόσο απλά.

Όλα τα παραπάνω μπορεί να ακούγονται υπερβολικά ή ακόμη και ανορθολογικά. Όμως τα διεθνή ζητήματα ενέργειας ανέκαθεν χαρακτηρίζονταν από εγγενή ανορθολογισμό. Επίσης, από τη στιγμή που η Ελλάδα δίνει αγώνα επιβίωσης, κάθε μέθοδος ενίσχυσης των θέσεών της, ακόμη και η πλέον ανορθόδοξη, αξίζει τον κόπο να εξεταστεί.

* ΠΗΓΗ: Hellenic Nexus

http://www.elkeda.gr

Παρασκευή

Κωνσταντίνος Γρίβας

«Οι εξελίξεις επαναφέρουν στο προσκήνιο τη δυνατότητα άσκησης συντριπτικού στρατηγικού πλήγματος στην αρχή της σύγκρουσης στο ελληνοτουρκικό σύστημα, θέτοντας εν αμφιβόλω τις μέχρι τώρα λογικές Αποτροπής και Άμυνας», τονίζει στο iEidiseis.gr ο αναπληρωτής καθηγητής της Στρατιωτικής Επιτροπής Ευελπίδων.

Εδώ και μερικά χρόνια στη διεθνή γεωστρατηγική εξίσωση έχει εισέλθει μια νέα κατηγορία οπλικών συστημάτων που αναφέρονται ως «μεταπυρηνικά υπερόπλα» (“post – nuclear super weapons”).

Τα όπλα αυτά χαρακτηρίζονται έτσι γιατί είναι σε θέση να επιτυγχάνουν αποφασιστικά αποτελέσματα σε μια σύγκρουση, αντίστοιχα με αυτά που πυρηνικών όπλων.

Αιχμή του δόρατος αυτής της κατηγορίας οπλικών συστημάτων ήταν ο περιβόητος κινεζικός βαλλιστικός πύραυλος εναντίον πλοίων (ASBM) Dong Feng 21D (DF – 21D), ενώ μερικά χρόνια αργότερα εμφανίστηκε και ο πολύ μεγαλύτερου βεληνεκούς DF – 26.

Μια από τις πιο παραγνωρισμένες παθογένειες του ελληνικού συστήματος εξουσίας είναι ο επαρχιωτισμός του. Το ότι δηλαδή λειτουργεί μέσα στο στενό πλαίσιο της γεωπολιτικής «γειτονιάς» της Ελλάδας αδιαφορώντας για το τι γίνεται στον υπόλοιπο κόσμο. Όμως, το διεθνές σύστημα είναι ένα και ενιαίο και ότι συμβαίνει σε οποιαδήποτε γωνιά του κόσμου ασκεί επιδράσεις στο σύνολο.

Γράφει ο Δρ. Κωνσταντίνος Γρίβας*


Έτσι, ο κοσμογονικός ανταγωνισμός, που βρίσκεται εδώ και μερικά χρόνια εν εξελίξει αναφορικά με τον έλεγχο των εγγύς ευρασιατικών υδάτων έχει περάσει εντελώς απαρατήρητος από τη χώρα μας. Όμως, ο ανταγωνισμός αυτός θέτει νέα δεδομένα και στο Δίκαιο της Θάλασσας που με τη σειρά τους έχουν τεράστιες δυνητικές επιδράσεις στο ελληνοτουρκικό σύστημα.

ΤΟ ΚΙΝΕΖΙΚΟ «ΓΑΛΑΖΙΟ ΕΘΝΙΚΟ ΕΔΑΦΟΣ» ΚΑΙ Η ΤΟΥΡΚΙΚΗ «ΓΑΛΑΖΙΑ ΠΑΤΡΙΔΑ»

Η αρχή αυτού του ανταγωνισμού ξεκίνησε από τις αξιώσεις της Κίνας στη Νότιο Σινική Θάλασσα.